Φυλετικές θεωρίες στην Ελλάδα

Βιβλιοκριτική: Φυλετικές θεωρίες στην Ελλάδα

Κώστας Βλασόπουλος

Φυλετικές θεωρίες στην Ελλάδα
Προσλήψεις και χρήσεις στις επιστήμες, την πολιτική, τη λογοτεχνία και την ιστορία της τέχνης κατά τον 19ο και 20ό αιώνα
Επιμέλεια: Ε. Αβδελά κ.α.
Τιμή 25 ευρώ, 520 σελίδες
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2017

Η συζήτηση για το ρατσισμό και τις φυλετικές θεωρίες συναντά συχνά τρεις διαδεδομένες απόψεις. Η πρώτη, που προβάλλεται ιδιαίτερα από τις κυβερνήσεις, τα ΜΜΕ και τους ρατσιστές, αποτελεί μια προσπάθεια συγκάλυψης της εξόφθαλμης ρατσιστικής ιδεολογίας και υπόγειας νομιμοποίησης της. Η ξενοφοβία, μας λένε, δεν είναι αποτέλεσμα της ρατσιστικής ιδεολογίας. Είναι απλά εκδήλωση των προβλημάτων που δημιουργεί η μαζική μετανάστευση και εκφράζει «τις ανησυχίες του κόσμου». Το κλασικό παράδειγμα είναι ο πολιτικός που δηλώνει « δεν είμαι ρατσιστής, αλλά...».

Μια δεύτερη άποψη, που συνδέεται με την πρώτη, είναι η προσπάθεια αποσύνδεσης του ρατσισμού από φαινόμενα όπως π.χ. η ισλαμοφοβία. Τα εγκλήματα του ναζισμού έχουν κάνει τις θεωρίες του βιολογικού ρατσισμού ανάθεμα για το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου. Η ισλαμοφοβία λοιπόν μπορεί να παρουσιάζεται ως κάτι εντελώς διαφορετικό από τον κλασικό βιολογικό ρατσισμό, μιας και κάνει υποτίθεται κριτική σε μια θρησκεία, και όχι σε κάποια συγκεκριμένη φυλή. Η άποψη αυτή προσπαθεί επίσης να προσεγγίσει ευρύτερα ακροατήρια αποφεύγοντας τη ρετσινιά του ρατσισμού.

Η τρίτη άποψη δεν προέρχεται από τους εχθρούς του αντιρατσιστικού κινήματος, αλλά προωθείται από διάφορες ομάδες του. Κλασική επιτομή αυτής της άποψης είναι η φράση «ρατσισμός είναι ο πολιτισμός των ηλιθίων», και η παλιότερη διαμάχη μεταξύ των οπαδών του «μορφώστε τους ναζί» και του «τσακίστε τους ναζί». Ο ρατσισμός είναι χαρακτηριστικό των αμόρφωτων μαζών, λέει αυτή η άποψη, και η παιδεία το όπλο εναντίον του.

Ο παρών τόμος είναι ένα πολύτιμο εργαλείο, που προσφέρει πλούσιο υλικό και επιχειρήματα σε όλους όσους θέλουν να αντιπαρατεθούν με τις παραπάνω απόψεις. Σε αντίθεση με τις αποικιακές αυτοκρατορίες, όπως η Αγγλία και η Γαλλία, που κυβερνούσαν τις «κατώτερες φυλές», και χώρες όπως οι ΗΠΑ, που υπήρχαν μεγάλες καταπιεσμένες φυλετικές ομάδες, η Ελλάδα μέχρι πολύ πρόσφατα δεν είχε παρουσία διαφορετικών φυλετικών ομάδων. Αν ίσχυε η πρώτη άποψη, θα περίμενε κανείς ότι ο ρατσισμός και οι φυλετικές θεωρίες θα είχαν κάνει την εμφάνιση τους μόνο τα τελευταία χρόνια, αφού δεν θα υπήρχαν φυλετικές συγκρούσεις και διαφορές προς αντιμετώπιση.

Όπως όμως στοιχειοθετούν τα είκοσι κεφάλαια του τόμου, ήδη από τον 19ο αιώνα εμφανίζονται πολλές φυλετικές θεωρίες στα πιο διαφορετικά πεδία: από την κρατική πολιτική και τον εθνικιστικό επεκτατισμό μέχρι την επιστήμη, τη λογοτεχνία και την τέχνη. Ο ρατσισμός δεν είναι αποτέλεσμα κάποιων αρχέγονων φυλετικών συγκρούσεων: είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιούν το κράτος, η άρχουσα τάξη και επιμέρους μηχανισμοί και κύκλοι για να στοχοποιήσουν συγκεκριμένες ομάδες, να περιθωριοποιήσουν τους αντιπάλους τους, να διασπάσουν την ενότητα των από κάτω και να εφαρμόσουν τις πολιτικές και τα σχέδια τους.

Όπως δείχνει ο Δημήτρης Κουσουρής στο κεφάλαιο του, η φυλετική θεωρία χρησιμοποιήθηκε από την αντικομμουνιστική δεξιά για να στοχοποιήσει τους αριστερούς ως μέλη μιας ξεχωριστής, μισητής φυλής. Αντίστοιχα, η δεξιά του μεσοπολέμου παρουσίαζε το Βενιζέλο ως εκπρόσωπο της «βάρβαρης φυλής των Κρητικών», όπως δείχνει η ‘Εφη Γαζή, κι ας μην ξεχνάμε το πώς οι Μικρασιάτες πρόσφυγες παρουσιάζονταν ως «τουρκόσποροι». Με άλλα λόγια, η ρατσιστική ιδεολογία μπορεί να παρουσιάζει ως φυλετικό εχθρό όχι μόνο μέλη άλλων φυλετικών ή εθνικών ομάδων, αλλά και μεγάλα τμήματα της ίδιας εθνότητας. Αυτό είναι ένα πολύτιμο μάθημα για το σημερινό αντιρατσιστικό κίνημα: δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι πολλά από τα ρατσιστικά επιχειρήματα απέναντι στους «τουρκόσπορους» πρόσφυγες του Μεσοπολέμου επαναλαμβάνονται απέναντι στους μουσουλμάνους πρόσφυγες του σήμερα.

Επιπλέον, οι φυλετικές θεωρίες μπορεί να χρησιμοποιούν τα πιο διαφορετικά υλικά. Όπως δείχνει το κεφάλαιο των Δημήτρη Χριστόπουλου και Λάμπρου Μπαλτσιώτη, ο σταθερός ρατσισμός που εμπεριέχει το ελληνικό δίκαιο της ιθαγένειας άλλοτε δίνει έμφαση στη φυλετική καταγωγή, και άλλοτε σε θρησκευτικά, γλωσσικά ή πολιτικά κριτήρια, ανάλογα με τη συγκυρία και τις ομάδες που θέλει να αποκλείσει. Θα ήταν τραγικό λάθος για το αντιρατσιστικό κίνημα να αποδεχτεί το επιχείρημα ότι φαινόμενα όπως η ισλαμοφοβία είναι πολιτισμική κριτική και όχι ρατσισμός: η περίπτωση του Charlie Hebdo είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πως ο ρατσισμός μπορεί να ντύνεται διάφορους μανδύες, αλλά επιτελεί τον ίδιο ρόλο.

Απέναντι στην άποψη ότι ο ρατσισμός προκαλείται από την έλλειψη μόρφωσης, ο τόμος στοιχειοθετεί συστηματικά τη δημιουργία και χρήση των φυλετικών θεωριών από Έλληνες γιατρούς, νομικούς, διανοούμενους, καλλιτέχνες και λογοτέχνες, και μάλιστα σπουδαγμένους «στα καλύτερα πανεπιστήμια της Ευρώπης». Τα κεφάλαια δίνουν ιδιαίτερα έμφαση στις ευγονικές θεωρίες, που υποστήριζαν την φυλετική υγιεινή μέσα από την υποχρεωτική στείρωση και τα πιστοποιητικά υγείας που θα εμπόδιζαν το γάμο και την αναπαραγωγή των «φυλετικά ακατάλληλων» ατόμων. Η πρόσφατη διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών από τον καθηγητή νομικής κύριο Λοβέρδο είναι ένα καλό παράδειγμα γιατί το κίνημα χρειάζεται να θυμάται πάντα τέτοιες ιστορίες από την επιστημονική και κρατική χρήση του ρατσισμού.

Επιπλέον το βιβλίο έχει εξαιρετικά χρήσιμα παραδείγματα που ξεσκεπάζουν την υποκρισία και τις αντιφάσεις των ελληνικών φυλετικών θεωριών. Οι Έλληνες Μακεδονομάχοι του 1900 προσπαθούσαν να πείσουν τους Μακεδόνες ότι δεν ήταν Βούλγαροι, αλλά απόγονοι του Μεγαλέξανδρου, και μέτραγαν τα κρανία τους για να δείξουν ότι ανήκουν στην ελληνική φυλή και όχι στην «ταταρική» των Βουλγάρων: είναι αναμφίβολα κωμικό που οι σύγχρονοι Μακεδονομάχοι εξανίστανται που οι Μακεδόνες διεκδικούν τον Μεγαλέξανδρο. Για φυλετιστές όπως ο Πέτρος Βλαστός στις αρχές του 20ου αιώνα, όπως δείχνει ο Παρασκευάς Ματάλας, το αρβανίτικο αίμα ήταν απαραίτητο για την ανανέωση της ελληνικής φυλής: οι ρατσιστές του 21ου αιώνα φωνάζουν «δεν θα γίνεις Ελλήνας ποτέ, Αλβανέ».

Το μόνο που γενικά λείπει από αυτό τον πολύ χρήσιμο τόμο είναι ο ρόλος των αντιρατσιστικών θεωριών και κινημάτων στην ιστορία του ρατσισμού και των φυλετικών θεωριών. Το κεφάλαιο του Κώστα Καρπόζηλου για τη σχέση μεταξύ του πρώιμου ελληνικού μαρξισμού και της δαρβινικής θεωρίας είναι πολύ ενδιαφέρον, αλλά δεν εξετάζει τη σχέση μεταξύ της αριστεράς και του εργατικού κινήματος και του αντιρατσισμού. Ας ελπίσουμε ότι οι μελλοντικές μελέτες θα συμπληρώσουν την πολύ σημαντική πρώτη καταγραφή που κάνει αυτός ο τόμος.


Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 127 του Περιοδικού Σοσιαλισμός Από τα Κάτω

Σχόλια