Τα "εθνικά ιδεώδη" και ο καπιταλισμός

Κρις Χάρμαν, Μαρξισμός και Εθνικισμός Εκδόσεις Εργατική Δημοκρατία (1993), Ο Καπιταλισμός και το Έθνος, Αλληλοσυγκρουόμενοι εθνικισμοί και "κοινοτισμός"

Από τα τέλη του 19ου αιώνα και μετά υπήρξε μια καινούργια στροφή στην εξάπλωση του εθνικού ιδεώδους σε όλο τον κόσμο: αντίπαλες εθνότητες βρέθηκαν σύντομα να συγκρούονται για τις ίδιες περιοχές.

Το μοντέλο των πρώτων εθνικιστών υπέθετε ότι θα μπορούσαν εύκολα να απορροφήσουν διάφορες μειονότητες μέσα στα καινούρια εθνικά τους κράτη. Και πράγματι έγινε έτσι σε πολλές περιπτώσεις. Οι Άγγλοι όντως πέτυχαν να κάνουν τους Σκωτσέζους να ταυτιστούν με τη "Βρετανία" και την αυτοκρατορία, η Γάλλοι όντως απορρόφησαν τους Νότιους που μιλούσαν τη διάλεκτο της Οσιτανίας, ενώ κέρδισαν ακόμα και την υποστήριξη πολλών γερμανόφωνων Αλσατών. Η Γερμανική αυτοκρατορία όντως κέρδισε την υποταγή της Σαξωνίας, της Θουριγγίας, του Ανόβερου, του Αμβούργου και της Βρέμης (παρότι διάφορα αποσχιστικά ρεύματα συνέχισαν να υπάρχουν στη Βαυαρία και στη Ρηνανία).

Όμως τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά για διάφορους εθνικισμούς που εμφανίστηκαν αργότερα. Όπως είδαμε, η καθυστερημένη εμφάνιση του καπιταλισμού σήμαινε ότι σπάνια υπήρχε μια κυρίαρχη γλώσσα ή διάλεκτος ανάμεσα στους ανθρώπους που υποτίθεται ότι αποτελούσαν το καινούριο έθνος. Οι εθνικιστές κατόρθωσαν να κερδίσουν την υποστήριξη ενός κομματιού του πληθυσμού κηρύσσοντας τη γλώσσα του σαν νέα εθνική γλώσσα. Διάφοροι διανοούμενοι που προέρχονταν από αυτό το περιβάλλον άρχισαν να συστηματοποιούν τις αγροτικές διαλέκτους, μετατρέποντάς τες σε καινούριες γλώσσες. Άρχισαν στη συνέχεια να αγωνίζονται για επίσημη αναγνώρισή τους και τελικά να παλεύουν για εθνικά κράτη βασισμένα σ' αυτές τις γλώσσες. Έτσι, η συνεχής εισροή πρώην αγροτών μετέτρεψε την Πράγα, για παράδειγμα, από μια βασικά γερμανόφωνη σε τσεχόφωνη πόλη. Με αυτό τον τρόπο άρχισε να δυναμώνει και το αίτημα για εγκαθίδρυση ενός νέου Τσέχικου κράτους στις Αυστριακές επαρχίες της Μοραβίας και της Βοημίας. Έτσι, τουλάχιστον στην Πράγα, στο τέλος του 19ου αιώνα, οι Τσεχόφωνοι ήταν η μεγάλη πλειοψηφία. Σε πολλές σημαντικές ανατολικοευρωπαϊκές, Βαλκανικές και Καυκάσιες πόλεις αναπτύχθηκαν όλες οι ανταγωνιζόμενες γλωσσικές ομάδες, χωρίς αναγκαστικά να κυριαρχεί κάποια απ' αυτές. Στην Τρανσυλβανία υπήρχαν άνθρωποι που μιλούσαν Ουγγαρέζικα και άνθρωποι που μιλούσαν Ρουμάνικα. Στην Τεργέστη υπήρχαν άνθρωποι που μιλούσαν Ιταλικά και άνθρωποι που μιλούσα Σλοβένικα. Στη Σιλεσία υπήρχαν άνθρωποι που μιλούσαν Γερμανικά και άνθρωποι που μιλούσαν Πολωνικά. Στο Βίλνιους Λιθουανικά, Πολωνέζικα ή Γίντις, στη δυτική Ουκρανία Ουκρανικά, Γίντις ή Πολωνικά, στην Ιστανμπούλ Τούρκικα, Ελληνικά ή Αρμένικα, στη Μακεδονία άνθρωποι που μιλούσαν Ελληνικά ή Σλάβικα, στο Μπακού άνθρωποι που μιλούσαν Ρώσικα, Αρμένικα ή Τούρκικα.

Ο καπιταλιστικός κόσμος ήταν ένας κόσμος οργανωμένος σε γλωσσικά εθνικά κράτη και έτσι, καθώς κάθε εθνική ομάδα σπρωχνόταν μέσα σε αυτόν τον κόσμο, η μικρομπουρζουαζία της απαιτούσε τη δικιά της γλώσσα και το δικό της κράτος. Όμως είχαν έρθει πολύ καθυστερημένα στο προσκήνιο για να μπορέσουν να αποκτήσουν κάτι τέτοιο μέσα από τις μακρόσυρτες αυθόρμητες διαδικασίες που είχαν επιφέρει γλωσσική ομογενοποίηση στην Αγγλία, την Ολλανδία, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Οι διαφορετικοί εθνικισμοί μπορούσαν να πετύχουν τους στόχους τους μόνο με τη διεξαγωγή πολέμων μεταξύ τους. Η πάλη ενάντια στις παλιές απολυταρχίες γινόταν παράλληλα με αυτές τις διαμάχες, ή και δεν γινόταν καθόλου.

Το τι σήμαιναν τα παραπάνω φάνηκε σε όλη του τη φρίκη με το Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο του 1913, όταν τα αντίπαλα εθνικά κράτη της Ρουμανίας, της Σερβίας και της Ελλάδας συμμάχησαν ενάντια στη Βουλγαρία και χώρισαν τη Μακεδονία στα δύο, οδηγώντας σε έναν τραγικό απολογισμό: περίπου μισό εκατομμύριο νεκρούς. Και φάνηκε και πάλι το 1915, όταν στην προσπάθειά τους να κερδίσουν με το μέρος τους τους πληθυσμούς που μιλούσαν Τούρκικα και Κούρδικα, οι "Νεότουρκοι" εθνικιστές αξιωματικοί οργάνωσαν την εξόντωση της μεγάλης πλειοψηφίας των Αρμενόφωνων της αυτοκρατορίας.

Φάνηκε και το 1918-19, όταν οι αντίπαλες Αζέρικες και Αρμένικες εθνικιστικές ομάδες αλληλοσφάχτηκαν στο Μπακού, αλλά και το 1921-22, όταν ο πόλεμος μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας οδήγησε στη μαζική απέλαση εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών εκατέρωθεν. Στην Ανατολική Ευρώπη, τα Βαλκάνια και τον Καύκασο ο εθνικισμός είχε φτάσει έτσι στο σημείο να σημαίνει "εθνικές εκκαθαρίσεις", δηλαδή πογκρόμ, βίαιες απελάσεις, ακόμα και στρατόπεδα εξόντωσης.

Σχόλια