Γερμανία 1918: Η επανάσταση που σταμάτησε τον Πόλεμο

Σε όλες τις χώρες ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τελειώνει με εξεγέρσεις. Στη Γερμανία το Νοέμβρη του 1918 δημιουργούνται τα πρώτα συμβούλια φαντάρων και εργατών. Η Δήμητρα Κυρίλλου δίνει την εικόνα και περιγράφει τις πολιτικές μάχες.*
 
"Το καθεστώς του Κάιζερ Αλεξάνδρου έχει δώσει τη θέση του στην επανάσταση. Στρατιώτες ξεχύνονταν από τις πύλες των στρατοπέδων αδελφωμένοι με το πλήθος που ζητωκραύγαζε, άνδρες τούς έσφιγγαν θερμά τα χέρια, γυναίκες και κορίτσια τούς αγκάλιαζαν και τούς καρφίτσωναν λουλούδια στις στολές, ξήλωναν τα γαλόνια και τα χρυσά σιρίτια από τις στολές των αξιωματικών.

Καθωσπρέπει κύριος ή ευκατάστατη κυρία δεν τολμούσε να εμφανιστεί στους δρόμους. Ήταν σαν να είχαν χαθεί οι αστοί από το πρόσωπο της γης. Παντού εργάτες-μισθωτοί σκλάβοι. Μόνο που ήταν οπλισμένοι".

Οι επαναστάσεις που καταλήγουν στην ήττα σύντομα ξεχνιούνται. Γίνονται υποσημειώσεις με μικρά γράμματα σε χοντρά βιβλία ιστορίας για να τις προσπεράσουν όλοι εκτός από μια χούφτα ενδιαφερόμενων. Οι παραπάνω πληροφορίες προέρχονται από τον ημερήσιο τύπο της Γερμανίας την περίοδο 1918-1920. Περιγράφουν πολύ γλαφυρά την τεράστια επαναστατική κρίση που σάρωσε τη Γερμανία με τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η επανάσταση αυτή δεν είναι ψιλά γράμματα μπορούσε να αλλάξει το ρου της ιστορίας.  

Όλα άρχισαν τον Οκτώβρη του 1918. Η Γερμανία μετά από τέσσερα χρόνια πολέμου είχε ουσιαστικά ηττηθεί. Το 1914, όταν ξέσπασε ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος, παρουσιαζόταν σαν δίκαιος και αναγκαίος, ακόμα και για το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (SPD). Ο κόσμος αποχαιρετούσε με περηφάνεια τους φαντάρους που έφευγαν για το μέτωπο και εύκολα παρασυρόταν σε "κυνήγι κατασκόπων". Οι αντιμιλιταριστές επαναστάτες (η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Καρλ Λίμπκνεχτ και οι σύντροφοί τους) βρέθηκαν τελείως απομονωμένοι. Το 1918 όλα έχουν αντιστραφεί. Οι αυταπάτες ότι ο Γερμανικός ιμπεριαλισμός θα έβγαινε σύντομα νικητής από τον πόλεμο και τον οικονομικό ανταγωνισμό που τον οδήγησε σ' αυτόν έχουν διαλυθεί. Οι θυσίες, οι στερήσεις, οι αυταρχικές απαιτήσεις της στρατιωτικής μηχανής έχουν εξαφανίσει κάθε ενθουσιασμό και αισιοδοξία. Ο κόσμος δεν ψάχνει πια για κατασκόπους, αλλά για τρόφιμα.

Δεν είναι όμως μόνο οι κακουχίες του πολέμου. Από τη γειτονική Ρωσία έρχεται το μήνυμα της νικηφόρας επανάστασης των Μπολσεβίκων και η διάθεση αλλάζει. Έτσι όταν η Γερμανική κυβέρνηση αποφασίζει να στείλει στο μέτωπο -σε βέβαιη σφαγή- τη ναυτική μονάδα που βρίσκεται στο λιμάνι Βιλχελμσχάφεν, οι ναύτες στασιάζουν. Συλλαμβάνονται αμέσως, αλλά είναι αργά. Πέντε μέρες αργότερα στο Κίελο χιλιάδες ναύτες διαμαρτύρονται για τις συλλήψεις διαδηλώνοντας στους δρόμους και οι ναυτεργάτες ενώνονται μαζί τους. Η επίθεση της αστυνομίας αφήνει εννιά νεκρούς. Οι διαδηλωτές εξοπλίζονται και καταδιώκουν τα οχήματα της αστυνομίας έξω από την πόλη! Η επανάσταση έχει ξεσπάσει. Το ίδιο βράδυ, 20.000 ναύτες συγκροτούν το πρώτο σοβιέτ ναυτών. Στις επόμενες μέρες γενικές απεργίες ξεσπούν στα γειτονικά λιμάνια. Ακολουθεί το Αμβούργο. Παντού εκλέγονται συμβούλια. Μια ομάδα στρατιωτών καταλαμβάνει τα γραφεία της εφημερίδας "Φωνή του Αμβούργου" και προχωρεί στην έκδοση της εφημερίδας των συμβουλίων, της "Κόκκινης Σημαίας".

Μέσα στις επόμενες μέρες η επανάσταση εξαπλώνεται σε όλη τη Γερμανία και τελικά στο ίδιο το Βερολίνο. Η Γερμανική αυτοκρατορία καταρρέει. Σε μια ύστατη προσπάθεια να σώσει την κατάσταση, ο πρωθυπουργός Μαξ φον Μπάντεν παραδίδει την πρωθυπουργία στον ηγέτη του SPD Έμπερτ. Η επανάσταση έμοιαζε να έχει νικήσει. Η αριστοκρατία είχε καταρρεύσει. Το ίδιο φαινόταν να έχουν πάθει και οι θεσμοί που τη στήριζαν. Ο στρατός είχε στασιάσει, η αστυνομία είχε διαλυθεί. Το αρχηγείο της αστυνομίας στο Βερολίνο είχε καταληφθεί από τους διαδηλωτές που εγκατέστησαν τον Άιχορν, έναν ανεξάρτητο αριστερό στη θέση του αρχηγού της επαναστατικής αστυνομίας!

Η εξουσία βρισκόταν στα χέρια των συμβουλίων, τα οποία συνεδρίαζαν, προγραμμάτιζαν και ψήφιζαν διάφορα σοσιαλιστικά μέτρα.

Στην Κολωνία, ένα συμβούλιο αποτελούμενο από εκπροσώπους εργατών και στρατιωτών οργάνωσε επιτροπές υπεύθυνες για την ασφάλεια, τη σίτιση και κατοικία, την αποστρατιωτικοποίηση, τον τύπο, την υγιεινή και τις μεταφορές. Κι όχι μόνο στην πρωτοβάθμια διοίκηση: Μέλη του συμβουλίου τοποθετήθηκαν για να επιβλέπουν το Δημοτικό Συμβούλιο, τους σιδηροδρόμους, τα ταχυδρομεία και τον τηλέγραφο, την αστυνομία, τη δικαιοσύνη, την εθνική τράπεζα και στο στρατό.

Σε διάφορες περιοχές όπου τα εργατικά συμβούλια σχημάτισαν τοπική κυβέρνηση, με δυσκολία αναγνώριζαν την ομοσπονδιακή κυβέρνηση του Έμπερτ που έδρευε στο Βερολίνο. Στη Σαξονία, η συνάντηση εργατών και στρατιωτών από τη Δρέσδη, τη Λειψία και το Σέμνιτζ, ανακήρυξε την "κατάληψη της εξουσίας από το προλεταριάτο με σκοπό την κατάργηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης". Τα συμβούλια δεν συζητούσαν μόνο για καθημερινά πρακτικά ζητήματα, αλλά και για το πώς θα οργάνωναν την κοινωνία συνολικά διαφορετικά. Το ζητούμενο ήταν πώς θα γινόταν αυτό το προχώρημα.

Τα πολιτικά κόμματα

Από τα πολιτικά κόμματα που πρωταγωνίστησαν στη Γερμανική επανάσταση, το SPD, το Σοσιαλιστικό Κόμμα, ήταν το μεγαλύτερο και αριθμητικά και σε επιρροή μέσα στους εργάτες. Αυτό οφείλονταν τόσο στην παράδοσή του (ήταν το κόμμα του Ένγκελς και όλων των μεγάλων ηγετών της Σοσιαλιστικής Διεθνούς) όσο και στους δεσμούς που είχε από χρόνια χτίσει μέσα στην εργατική τάξη: ένα εκατομμύριο μέλη, τεσσεράμισι εκατομμύρια ψηφοφόροι, ενενήντα καθημερινές εφημερίδες, συνδικαλιστικές και συνεταιριστικές οργανώσεις, αθλητικά σωματεία και μουσικοί όμιλοι, οργανώσεις νεολαίας και γυναικών.

Το SPD έλεγχε την κυβέρνηση και είχε πλειοψήφια στα περισσότερα εργατικά συμβούλια. Θα μπορούσε επομένως, αν είχε τη βούληση, να οργανώσει και καθοδηγήσει τη δυναμική των συμβουλίων στην κατεύθυνση της ανατροπής του γερμανικού καπιταλισμού, να απαλλοτριώσει τους αστούς και να τσακίσει τους μηχανισμούς τους, βάζοντας σε εφαρμογή το αίτημα των επαναστατών εργατών για εργατική εξουσία. Το SPD όμως είχε πάψει από χρόνια να πιστεύει στην επανάσταση. Ο τρόπος που αναπτύχθηκε και λειτούργησε μέσα στην εργατική τάξη όλο το προηγούμενο διάστημα, το είχαν οδηγήσει στη ρεφορμιστική πολιτική της διαχείρισης του συστήματος. Αντιμετώπιζε την εργατική τάξη σαν εφαλτήριο για να δυναμώσει τη θέση του μέσα στους αστικούς θεσμούς, πιστεύοντας ότι μπορεί να τους μεταρρυθμίσει, και όχι σαν επαναστατικό υποκείμενο που με την αυτενέργειά της μπορεί να χτίσει μια καινούρια κοινωνία. Αυτό εξηγεί και τον τρόπο που λειτούργησε μέσα στην επανάσταση. Φραστικά υπερθεμάτιζε το "γνήσιο" σοσιαλιστικό χαρακτήρα της κυβέρνησης και το ρόλο των συμβουλίων, αλλά στην πράξη έκανε το παν για να τα υπονομεύσει. Εξαρχής είχε δηλώσει στην αστική τάξη την αφοσίωσή του και την προσπάθειά του να επαναφέρει την τάξη. "Μισώ την επανάσταση σαν την πανούκλα", είχε καθησυχάσει ο Έμπερτ τους ανθρώπους του Κάιζερ όταν αναλάμβανε την κυβέρνηση.  

Φρίντριχ Έμπερτ

Στα αριστερά του SPD υπήρχε καταρχήν το USPD (Ανεξάρτητο Σοσιαλιστικό Κόμμα), μια μαζική οργάνωση που είχε διαγραφεί από το SPD, όταν αυτό μέσα στη δεξιά τροχιά του, προχώρησε στην ανοιχτή υποστήριξη της συμμετοχής στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το USPD είχε σαφώς πιο ριζοσπαστικές θέσεις και πρακτικές και στήριξε την επανάσταση και τα συμβούλια. Συμμετείχε στην κυβέρνηση Έμπερτ και είχε σημαντική παρουσία στα εργατικά συμβούλια και στις τοπικές επιτροπές. Παρά την αγωνιστικότητά του όμως, δεν ήταν καθόλου ξεκάθαρο σε βασικά ζητήματα, στο ρόλο των αστικών θεσμών όπως το κοινοβούλιο, στο πώς μπορούσε να πάει η επανάσταση παρακάτω. Έτσι παλινδρομούσε διαρκώς ανάμεσα σε επαναστατικές και συμβιβαστικές θέσεις, ενίοτε δε, στήριζε και τις δύο ταυτόχρονα. Το πού θα κατέληγε κάθε φορά, εξαρτιόταν από την πίεση που του ασκούσαν οι ρεφορμιστές από τα δεξιά και οι επαναστάτες από τα αριστερά.

Επαναστάτες υπήρχαν στη Γερμανία και μάλιστα αναμφισβήτητων ικανοτήτων. Μέσα στο SPD δρούσε ανοιχτά σαν αντιπολίτευση ο Σπάρτακος, η οργάνωση της Ρόζας Λούξεμπουργκ, του Καρλ Λίμπκνεχτ και της Κλάρας Τσέτκιν. Η κριτική του Σπάρτακου στη ρεφορμιστική πολιτική της ηγεσίας των Σοσιαλδημοκρατών ήταν 100% σωστή, παρέμενε όμως οργανωτικά μέσα στις γραμμές του SPD γιατί δεν ήθελε να χάσει την επαφή με τους πρωτοπόρους σοσιαλιστές εργάτες μέσα στο κόμμα. Οι Σπαρτακιστές έτρεξαν να υποστηρίξουν την επανάσταση και τα σοβιέτ με όλες τους τις δυνάμεις. Είχαν τη βούληση και τη συνείδηση να δώσουν όλες τις πολιτικές μάχες μέχρι τέλους, για τη νίκη της εξουσίας των εργατών κόντρα στους οπαδούς της μοναρχίας αλλά και στους συμβιβασμούς των ρεφορμιστών και τις παλινδρομήσεις των κεντριστών του USPD, όχι όμως και τη δύναμη για να το πετύχουν. Ξαφνικά συνειδητοποιούσαν ότι είχαν να καλύψουν μεγάλο χάσμα.

Από τις πρώτες κιόλας μέρες της επανάστασης έγιναν εμφανείς οι δύο πόλοι της εξουσίας: Τα συμβούλια συνεδρίαζαν και έθεταν μια σειρά ζητήματα για το προχώρημα, για το χτίσιμο μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, προσδοκώντας από τη "δική τους" κυβέρνηση να τα υλοποιήσει. Όμως η κυβέρνηση Έμπερτ κινούνταν σε μια εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Άφησε τον κρατικό μηχανισμό άθικτο, επιτρέποντας να κατέχουν κρίσιμες θέσεις νοσταλγοί της αυτοκρατορίας. Την ίδια στιγμή που δήλωνε τη συμπαράστασή της στο αδελφό προλεταριάτο της Ρωσίας, προχωρούσε στο κλείσιμο της ρώσικης πρεσβείας. Μέσα από την απόλυτη πλειοψηφία που διέθετε στα εργατικά συμβούλια, "πέρασε" την απόφαση για αφοπλισμό των εργατών, προκήρυξη γενικών εκλογών και σύγκληση του κοινοβουλίου, επιχειρηματολογώντας για την αναγκαιότητα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας σαν αντίβαρο στον αυταρχισμό! Στην πραγματικότητα ο Έμπερτ εκχωρούσε το δικαίωμα στις κοινωνικές τάξεις που ήταν αντίθετες στην επανάσταση να αποφασίζουν ισοδύναμα (μέσω της ψήφου) με αυτές που έκαναν την επανάσταση, υπονομεύοντας την εκτελεστική εξουσία των σοβιέτ.

Το SPD μπόρεσε να λειτουργήσει έτσι γιατί οι περισσότεροι γερμανοί εργάτες έμπαιναν για πρώτη φορά στον πολιτικό στίβο στην περίοδο της επανάστασης του 1918. Η κρίση του καπιταλισμού τραβούσε το προλεταριάτο πολύ πέρα από το αίτημα της ανατροπής του Κάιζερ, στην αμφισβήτηση της ίδιας της οικονομικής βάσης του συστήματος. Η συγκρότηση των εργατικών συμβουλίων απαντούσε αυθόρμητα σ' αυτή τη διάθεση. Αλλά μαζί με τον αυθορμητισμό, οι εργάτες κουβαλούσαν όλη την απειρία και τα πολιτικά μπερδέματα γύρω από το τι συνειδητά χτίζουν και πώς το πετυχαίνουν. Και αυτό συχνά είχε αποτέλεσμα να εμπιστεύονται την ηγεσία των σοβιέτ στους ρεφορμιστές του SPD και όχι στην ίδια τους τη δυναμική από τα κάτω.

Εργατικά συμβούλια

Στο ερώτημα ποιος κυβερνούσε τη Γερμανία το Νοέμβρη του '18 η απάντηση ήταν σαφής. Τα σοβιέτ κυβερνούσαν, αλλά μ' ένα τρόπο ανοργάνωτο, ασυντόνιστα, χωρίς ένα συνολικό σχέδιο διακυβέρνησης της χώρας με βάση την εργατική δημοκρατία, όπως είχαν καταφέρει οι εργάτες στη Ρωσία μόλις ένα χρόνο πριν. Η διαφορά με τη Ρωσία ήταν ότι εκεί οι εργάτες είχαν από χρόνια χτίσει την οργάνωσή τους. Οι Μπολσεβίκοι το 1917 ήταν ένα μικρό κόμμα, αλλά είχαν ρίζες και επιρροή μέσα στα εργοστάσια, τους στρατώνες, τις γειτονιές. Μπορούσαν να λειτουργούν και να δίνουν τη μάχη από τα μέσα οργανωμένα, να ξεκαθαρίζουν τις διαφορές τους από το ρεφορμισμό, να στηρίζουν τους εργάτες που πάλευαν για την εργατική εξουσία μέχρι να νικήσουν. 

Αντίθετα, στη Γερμανία του 1918, ο Σπάρτακος ήταν μια ομάδα προπαγανδιστικής παρέμβασης με απεύθυνση στα μέλη του SPD και του USPD. Δεν προσπάθησε να γίνει η ραχοκοκαλιά του κόσμου που πάλευε. Με το ξέσπασμα της επανάστασης, η Ρόζα και οι σύντροφοί της συνειδητοποιούσαν την απομόνωσή τους, το τεράστιο κενό που είχαν να καλύψουν. Δημοσιεύουν το κείμενο "Τι ζητάει ο Σπάρτακος" και προσπαθούν να χτίσουν μέσα στους πρωτοπόρους εργάτες το κόμμα που λείπει. Το ιδρυτικό συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας (KPD) που πραγματοποιείται το Δεκέμβρη του 1918 αντανακλά αυτή ακριβώς την εικόνα της ανυπομονησίας των Σπαρτακιστών για την ολοκλήρωση της επανάστασης, αλλά και την παντελή ανωριμότητα στην αντιμετώπιση του αστικού κράτους και των θεσμών του.

Στο συνέδριο αυτό η Ρόζα έδωσε μάχη να πείσει τους συντρόφους της για τις αδυναμίες του κινήματος, την αναγκαιότητα της υπομονετικής δουλειάς στο γήπεδο του αντιπάλου, στα συνδικάτα, στις εκλογές για το κοινοβούλιο, για τη διαμόρφωση τακτικής απέναντι στο ρεφορμισμό. Η υπερψήφιση του προγράμματος που συνέταξε η ίδια, καθόλου δεν συνεπαγόταν τη σε βάθος κατανόηση, πόσο μάλλον την αποδοχή των θέσεών της από την πλειοψηφία του Σπάρτακου.

Καθώς οι μέρες περνούσαν γινόταν φανερό πως οι δύο εξουσίες, η κυβέρνηση και τα συμβούλια, δεν μπορούσαν να συμβιώσουν για πολύ. Στις 22 Δεκέμβρη, η κυβέρνηση Έμπερτ, προκειμένου να αποκτήσει επιτέλους αξιόπιστους υπερασπιστές της αστικής νομιμότητας, συγκρότησε το στρατιωτικό σώμα Freikorps από παλιούς φιλομοναρχικούς αξιωματικούς και άλλα αντιδραστικά κομμάτια της παλιάς στρατιωτικής μηχανής. Τα Freikorps από την πρώτη στιγμή επιδόθηκαν σε προκλήσεις και συγκρούσεις με τους επαναστάτες. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η εμπιστοσύνη των εργατών στην κυβέρνηση να αρχίσει να κλονίζεται. Πριν χάσει το παιχνίδι, ο Έμπερτ και οι καπιταλιστές που τον στήριζαν πέρασε στην αντεπίθεση.

Στις 4 Γενάρη η κυβέρνηση ανακοίνωση την απόλυση του αριστερού διοικητή της αστυνομίας, του Έμιλ Άιχορν. Στην πραγματικότητα προκαλούσε τα σοβιέτ σε μια αναμέτρηση για την οποία η ίδια είχε προετοιμαστεί ενώ οι επαναστάτες όχι.

Freikorps

Οι εργάτες του Βερολίνου, εξαγριωμένοι από την απόλυση του Άιχορν, συμμετέχουν μαζικά στην ειρηνική διαδήλωση διαμαρτυρίας που κάλεσε το KPD. Μέσα στην οργή τους καταλαμβάνουν το κτήριο της εφημερίδας των Σοσιαλδημοκρατών "Εμπρός" και πετάνε τα τεύχη στο ποτάμι. Η Ρόζα είναι ξεκάθαρη ότι δεν μπορούν ακόμα να σηκώσουν το βάρος μιας συνολικής αναμέτρησης. Όμως δεν έχει τη δύναμη να συγκρατήσει τους εργάτες, ούτε καν τους ίδιους τους συντρόφους της μέσα στο KPD (μεταξύ αυτών και τον Καρλ Λίμπκνεχτ), οι οποίοι μεθυσμένοι από την οργή του κόσμου καλούν σε ανατροπή της κυβέρνησης και συγκροτούν χωριστή επαναστατική επιτροπή μαζί με τα στελέχη του USPD, η οποία ζητά την απομάκρυνση της κυβέρνησης Έμπερτ.

Οι εργάτες ανταποκρίνονται στα καλέσματα της επιτροπής για γενική απεργία, όχι όμως και στη διάλυση της "σοσιαλιστικής ενότητας". Η επαναστατική επιτροπή δεν τους έχει πείσει ότι η κόντρα αυτή είναι αναγκαία και προτιμά να συνεδριάζει όσο ο κόσμος περιμένει δράση. Η προβοκάτσια της κυβέρνησης έχει πετύχει. Τώρα το SPD κατηγορεί τους Σπαρτακιστές σαν διασπαστές και πραξικοπηματίες και καταφέρνει να τους απομονώσει από την πλειοψηφία των εργατών που πιστεύει στην ενότητα. Τα Freikorps αναλαμβάνουν να επαναφέρουν την τάξη με τη βία. Ακολουθούν μέρες φρίκης. Στις 15 Γενάρη συλλαμβάνεται η Ρόζα και ο Λίμπκνεχτ και δολοφονούνται επί τόπου.

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπκνεχτ
 
Στο τελευταίο άρθρο της στην Κόκκινη Σημαία η Ρόζα έγραφε:
Τάξη επικρατεί στο Βερολίνο! Ηλίθιοι δήμιοι! Η τάξη σας είναι χτισμένη πάνω στην άμμο. Η επανάσταση αύριο θα υψώσει τη βροντερή φωνή της ως τους ουρανούς. Τρομαγμένοι θα ακούσετε το νικητήριό της σάλπισμα. Ήμουν, είμαι και θα είμαι!
Η αντεπανάσταση είχε πολύ δρόμο και πολλές εξεγέρσεις να καταστείλει μέχρι το 1923, οπότε παίχτηκε το τελευταίο κεφάλαιο της γερμανικής επανάστασης. Η εργατική τάξη δημιούργησε νέες ευκαιρίες για το προχώρημα και τη νίκη της επανάστασης, την άνοιξη του 1919 με την Κομμούνα του Μονάχου, το 1921 με την αντίσταση στην απόπειρα πραξικοπήματος και πάνω απ' όλα το 1923. Όμως η ηγεσία του KPD, ορφανεμένη από τη Ρόζα και το Λίμπκνεχτ, αποδείχθηκε κατώτερη των περιστάσεων. Το KPD μεγάλωσε, αλλά το επαναστατικό κόμμα δεν χτίζεται την τελευταία στιγμή. Η επαναστατική ηγεσία χρειάζεται την εμπειρία των χρόνων της οικοδόμησης του κόμματος πριν δοκιμαστεί στη φωτιά της επανάστασης.

Η Γερμανία το 1918 ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη βιομηχανική χώρα του κόσμου, ενός κόσμου που συνταράσσονταν από το ξέσπασμα των εργατών. "Από τη μια άκρη της Ευρώπης μέχρι την άλλη οι μάζες αμφισβητούσαν την υπάρχουσα πολιτική, κοινωνική, οικονομική τάξη πραγμάτων", έγραφε ο άγγλος πρωθυπουργός Λόιντ Τζορτζ στο γάλλο ομόλογό του, τον Κλεμανσό. Η ήττα της γερμανικής επανάστασης γκρέμισε τις ελπίδες ενός ολόκληρου κόσμου, γιατί οδήγησε στην απομόνωση τη ρώσικη επανάσταση και έστρωσε το δρόμο στη φρίκη του Φασισμού και του Σταλινισμού. Η νίκη της θα είχε δώσει οριστικά τέλος στον καπιταλισμό, κλείνοντας την προϊστορία της ανθρωπότητας. Το να ζωντανεύει κανείς αυτές τις σελίδες σήμερα είναι χρήσιμο, όχι μόνο γιατί ξεθάβει μία από τις πιο δυνατές στιγμές του επαναστατικού κινήματος σε μια εποχή με μεγάλες ιστορικές αναλογίες, αλλά γιατί υπογραμμίζει την κρισιμότητα της ύπαρξης ενός επαναστατικού κόμματος, του υποκειμενικού παράγοντα που χρειάζεται να χτιστεί για να νικήσουν οι επαναστάτες την επόμενη φορά. 
 


*Το άρθρο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Σοσιαλισμός από τα Κάτω, τεύχος 29, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1998 


Διαβάστε επίσης:

Η Χαμένη Επανάσταση: Γερμανία 1918-1923

Κρις Χάρμαν

Οι επαναστάσεις που χάνονται, γρήγορα λησμονούνται. Μια τέτοια επανάσταση ήταν αυτή που ξέσπασε στη Γερμανία πριν ακριβώς 90 χρόνια. Όμως, η αλήθεια είναι ότι μέσα σε όλο το επαναστατικό κύμα που ακολούθησε το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου, τα γεγονότα στη Γερμανία ήταν αυτά που ανάγκασαν τον πρωθυπουργό της Βρετανίας, Λόιντ Τζορτζ, να δηλώσει: «Οι μάζες αμφισβητούν όλη την υφιστάμενη πολιτική, κοινωνική και οικονομική τάξη πραγμάτων από τη μια άκρη της Ευρώπης μέχρι την άλλη».

Για πέντε συνεχή χρόνια, ανάμεσα στο 1918 και το 1923, μια ανεπτυγμένη βιομηχανική κοινωνία στην καρδιά του παγκόσμιου καπιταλισμού πέρασε από αλλεπάλληλες κρίσεις και κύματα μεγάλων επαναστατικών εκρήξεων. Χωρίς μια βαθειά κατανόηση της ήττας αυτής της επανάστασης, δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε την απίστευτη βαρβαρότητα που σάρωσε την Ευρώπη τη δεκαετία του 1930.

Γιατί σήμερα, ενώ η κρίση σαρώνει το σύστημα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης και αναβιώνει ο «εφιάλτης» της δεκαετίας του '30, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η ναζιστική σβάστικα εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία σαν έμβλημα στις στολές των Freikorps, των αντεπαναστατικών ορδών του 1918-23 και πως η ήττα στη Γερμανία οδήγησε στην απομόνωση της ρώσικης επανάστασης, στρώνοντας έτσι το δρόμο για την επιβολή του σταλινισμού.

Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο


Σχόλια