Καπιταλισμός και εξαφάνιση των ειδών

Παγκόσμιος χάρτης απώλειας της βιοποικιλότητας

Η ζωή στη γη είναι αναμφισβήτητα το πιο εκπληκτικό φαινόμενο στο σύμπαν απ' όσο μπορούμε να αντιληφθούμε. Και, μεταξύ των ζωντανών πραγμάτων, ο άνθρωπος του 21ου αιώνα είναι ο μόνος που κατέχει τα μέσα για να εκτιμήσει αυτό το αξιοσημείωτο γεγονός. Επιστημονικά, για παράδειγμα, μπορούμε να υπολογίσουμε τον τεράστιο αριθμό και την ποικιλία των ειδών που υπάρχουν σήμερα. Το ερευνητικό σχέδιο Κατάλογος της Ζωής απαριθμεί 1,58 εκατομμύρια είδη που έχουν ταυτοποιηθεί μέχρι σήμερα και η τελική καταμέτρηση είναι πιθανό να φτάσει τα 2 με 8 εκατομμύρια. Αξίζει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι η γεωλογική συγκυρία κατέχει τα υψηλότερα επίπεδα ποικιλότητας των ειδών στην ιστορία της Γης και ότι τα σωζόμενα είδη αντιπροσωπεύουν πιθανώς μόνο το 1% αυτών που έχουν ζήσει ποτέ στη Γη - που υπολογίζονται συνολικά σε 200 με 800 εκατομμύρια είδη.

Ο πλούτος της ζωής στη Γη περιγράφεται ως βιοποικιλότητα. Σε ένα επίπεδο, ο όρος αυτός αναφέρεται στον αριθμό των ειδών και στη γενετική ποικιλότητα εντός των ειδών. Αλλά επίσης περιλαμβάνει συγκεντρωτικά τις αλληλεπιδράσεις των μεμονωμένων οργανισμών και ειδών μέσω της πολυστρωματικής τροφικής αλυσίδας και των τροφικών επιπέδων που, με τη σειρά τους, περιγράφονται ως οικολογία και οικοσυστήματα. Οι αποδόσεις αυτών των στοιχείων και οι αλληλεπιδράσεις της βιοποικιλότητας καθορίζουν και αντικατοπτρίζουν τον κόσμο στον οποίο ζούμε. Μ' αυτή την έννοια, η βιοποικιλότητα μπορεί να περιγραφεί ως τίποτα λιγότερο από την ίδια τη ζωντανή φύση.

Πέρα από τους αριθμούς αξίζει να παρατηρήσει κανείς ορισμένα παράξενα θαύματα της βιοποικιλότητας του πλανήτη στο επίπεδο των μεμονωμένων ειδών. Όπως ο πλατύποδας βάτραχος της Αυστραλίας Rheobatrachus silus. Ο θηλυκός βάτραχος αυτού του είδους, που ανακαλύφθηκε στα κελαρυστά ρυάκια της Κουίνσλαντ το 1973, έχει τη μοναδική ιδιότητα να φιλοξενεί τους απογόνους του σε όλα τα στάδια της μεταμόρφωσης -από την ωοτοκία μέχρι το γυρίνο και το νεαρό βατράχι- μέσα στο ίδιο του το πεπτικό σύστημα. Μετατρέπει αποτελεσματικά το στομάχι του σε θάλαμο διαβροχής και γεννά τα μικρά του από το στόμα, με το στομάχι να επιστρέφει στα πεπτικά του καθήκοντα λίγες μέρες μετά την κύηση. Ένα άλλο παράδειγμα είναι ο Αρκτικός μπακαλιάρος Boreogadus saida. Αυτό το ψάρι ζει σε ωκεάνια βάθη 900 μέτρων και σε ακτίνα περίπου 70 μιλίων από το Βόρειο Πόλο. Οι θερμοκρασίες του νερού σ' αυτό τον οικότοπο κυμαίνονται κοντά στους μηδέν βαθμούς Κελσίου -συνθήκες που κανονικά θα πάγωναν τους βιολογικούς ιστούς και τα υγρά ενός οργανισμού. Ο Αρκτικός μπακαλιάρος επιβιώνει σ' αυτές τις ακραίες θερμοκρασίες παράγοντας "αντιψυκτικές" πρωτεΐνες, που μειώνουν τις θερμοκρασίες κάτω από το σημείο ψύξης στα σωματικά υγρά τους. Οι φυσικοί, χημικοί και βιολογικοί μηχανισμοί που είναι αναγκαίοι για την ανάληψη αυτών των λειτουργιών και η διαδρομή μέσω της οποίας πρέπει να έχουν αναπτυχθεί αυτές οι εξελικτικές στρατηγικές, αποτελούν μαρτυρία της δημιουργικής δύναμης που είναι εγγενής στη βιολογική εξέλιξη.

Εκτός από την επιστήμη, η βιοποικιλότητα παίζει επίσης έναν εμπνευσμένο ρόλο στις ζωές μας με άλλους τρόπους - μέσω του πολιτισμού, της τέχνης, της ποίησης και της γλώσσας μας, για παράδειγμα. Μέσα στη δική μας προσωπική συνείδηση, οι συντροφικές μας μορφές ζωής χρησιμοποιούνται ως μια από τις πηγές της ανθρώπινης φαντασίας, παρέχοντάς μας μια πλούσια φλέβα μεταφορών με την οποία μπορούμε να διερευνήσουμε τους γνωστικούς μας ορίζοντες και να αναπτύξουμε τις αισθητηριακές εναλλακτικές σε αντιπαραβολή με τις ανθρώπινες αδυναμίες μας. Στο κοινωνικό μας πλαίσιο, η σύνδεση με άλλες μορφές ζωής μάς βοηθά να τα βγάλουμε πέρα κάπως με την αλλοτρίωση - είτε αυτό σημαίνει τη διατήρηση κατοικίδιων ζώων και την καλλιέργεια φυτών εσωτερικού χώρου είτε ένα απλό μεσημεριανό διάλειμμα για να ταΐσουμε τα περιστέρια.

Από τη σκοπιά του ανθρώπινου βιοπορισμού όμως, το πιο σημαντικό σημείο συνάντησης ανάμεσα σ' εμάς και την ευρύτερη βιοποικιλότητα περιστρέφεται γύρω από τη διαλεκτική αλληλεπίδρασή μας με τη ζωή ως κύριο μέσο εξασφάλισης της τροφής, της ένδυσης και της στέγασης.

Ποσοστά εξαφάνισης των ειδών σπονδυλωτών ζώων, WWF 2014

Η ρητή ή υπόρρητη αξία της βιοποικιλότητας για την ανθρωπότητα είναι πολύπλευρη και εκτείνεται σε όλο το φάσμα της ανθρώπινης εμπειρίας. Αλλά σήμερα, στη σχέση μας με τη βιοποικιλότητα της Γης, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια αντίφαση ανάμεσα σε αυτό το μεγαλείο της ζωής και τις καπιταλιστικές κοινωνικές συνθήκες στις οποίες και εμείς και αυτή υποτασσόμαστε. Στο πιο αιχμηρό σημείο της σύγκρουσης, αυτή η αντίφαση αποδεικνύεται θεμελιωδώς και ανεπανόρθωτα καταστροφική. Μια δεκαετία μετά από την επιστημονική ανακάλυψη του πλατύποδα βάτραχου της Αυστραλίας, το είδος κηρύχθηκε υπό εξαφάνιση - πιθανώς εξαλείφθηκε λόγω της απώλειας οικοτόπων (αποδάσωση) και της παγκόσμιας εξάπλωσης του χυτριδιομύκητα chytrid fungus. Η απειλή παρόμοιας εξαφάνισης τώρα κρέμεται πάνω από το ένα τρίτο των εναπομεινάντων αμφίβιων ειδών παγκόσμια. Στο μεταξύ, το μέλλον του μπακαλιάρου της Αρκτικής είναι αβέβαιο λόγω της κλιματικής αλλαγής, καθώς πολλά είδη ψαριών μετακινούνται βορειότερα προς τα Αρκτικά ύδατα του υπερθερμαινόμενου πλανήτη. Αυτά τα ελάχιστα παραδείγματα δείχνουν ανάγλυφα τις βαθιές συνέπειες της σύγκρουσης που συντελείται ανάμεσα στην ανθρώπινη κοινωνία και την ίδια τη ζωή - απώλεια βιοποικιλότητας και εξαφάνιση.

Τα μεταπολεμικά ποσοστά απώλειας της βιοποικιλότητας δεν έχουν προηγούμενο στην ανθρώπινη ιστορία και υπάρχει μια αισθητή επιδείνωση της κατάστασης τα τελευταία 40 χρόνια. Το 2014 δόθηκαν στη δημοσιότητα τα πιο πρόσφατα στοιχεία από το πρόγραμμα Δείκτης του Ζωντανού Πλανήτη (LPI) του WWF. Αυτός ο δείκτης υπολογίζει την πορεία και τις πληθυσμιακές τάσεις 10.380 πληθυσμών πάνω από 3.038 αντιπροσωπευτικών ειδών σπονδυλωτών (ψάρια, αμφίβια, ερπετά, πουλιά και θηλαστικά) σε παγκόσμια κλίμακα. Είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι ο παγκόσμιος δείκτης LPI του 2014 παρουσιάζει στατιστικά σταθμισμένη μείωση κατά 52% μεταξύ 1970 και 2010 (σχέδιο 1), μια μείωση, δηλαδή, στο μισό, του μεγέθους των πληθυσμών των σπονδυλωτών που εξετάστηκαν σε κάτι παραπάνω από μια ανθρώπινη γενιά.

Σχέδιο 1: Παγκόσμιος Δείκτης του Ζωντανού Πλανήτη, WWF 2014

Κι ενώ οι παγκόσμιες τάσεις του LPI είναι ήδη αρκετά ανησυχητικές, τα αναλυτικά στοιχεία είναι ακόμα πιο ανατριχιαστικά. Ο LPI για τα εύκρατα γεωγραφικά πλάτη, όπου οι περιβαλλοντικές ρυθμίσεις είναι πιο ισχυρές, αποκαλύπτει μια πτώση της τάξης του 36% μεταξύ 1970 και 2010. Αλλά στους τροπικούς τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα με μια πτώση που αγγίζει το 56% την ίδια περίοδο (σχέδιο 2).

Σχέδιο 2: Εύκρατοι και τροπικοί δείκτες ζωής στον πλανήτη (με όρια αξιοπιστίας)

Σε χαμηλότερες χωρικές κλίμακες, οι μειώσεις είναι ακόμη πιο ακραίες. Στους οικοτόπους γλυκών υδάτων, σημειώθηκε πτώση 76% μεταξύ 1970 και 2010. Κατανεμημένες σε βιογεωγραφικές περιοχές, οι πιο απότομες μειώσεις  του LPI κατά την ίδια περίοδο σημειώθηκαν στη νεοτροπική περιοχή (Νότια Αμερική) με 83% και στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού (Νοτιοανατολική Ασία και Αυστραλασία) με μείωση 67%.

Όσον αφορά την άμεση αιτιότητα, το πρόγραμμα LPI αναφέρει το 45% της μείωσης της βιοποικιλότητας ως προϊόν της υποβάθμισης και της απώλειας ενδιαιτημάτων, το 37% λόγω της άμεσης εκμετάλλευσης (κυνήγι, αλιεία και συγκομιδή), ενώ το υπόλοιπο 18% οφείλεται στην κλιματική αλλαγή, τη ρύπανση, τα χωροκατακτητικά είδη και τις ασθένειες.

Αυτός ο ραγδαίος ρύθμος μείωσης της βιοποικιλότητας είναι ένας δυσάρεστος πονοκέφαλος. Δεν υπάρχει καταγεγραμμένο προηγούμενο στα γεωλογικά χρονικά. Τα σημερινά ποσοστά απώλειας βιοποικιλότητας ξεπερνούν και τις πέντε περιπτώσεις μαζικών εξαφανίσεων που μπορούν να ανιχνευθούν στη γεωλογική ιστορία της Γης - η τελευταία από τις οποίες ήταν το τέλους των δεινοσαύρων πριν από 65 εκατομμύρια χρόνια. Η πιο πρόσφατη μελέτη στοιχείων δείχνει ότι, για τα σπονδυλωτά, τα ποσοστά εξαφάνισης μεταξύ των ετών 1500 και 1980 ήταν 24 έως 85 φορές υψηλότερα από εκείνα του τέλους της Κρητιδικής πριν από 65 εκατομμύρια χρόνια. Από το 1980 και μετά, στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού, τα ποσοστά απώλειας έχουν ανέλθει σε 71 έως 297 φορές υψηλότερα εκείνου του τελευταίου γεγονότος γεωλογικής μαζικής εξαφάνισης. Εάν κάνουμε την τρομακτική αλλά δυνητικά ακριβή υπόθεση ότι οι ομάδες ειδών που επί του παρόντος απαριθμούνται ως επαπειλούμενες ή ευάλωτες είναι, στην πραγματικότητα, ήδη υπό εξαφάνιση από γεωλογική άποψη, τότε το μέγεθος της κρίσης της βιοποικιλότητας γίνεται ορατό σε όλες του τις διαστάσεις:
Η πρόσφατη εξαφάνιση σπονδυλωτών προχώρησε 24 έως 18.500 φορές ταχύτερα από το 1500 και μετά, σε σχέση με τη μαζική εξαφάνιση της Κρητιδικής. Το μέγεθος της εξαφάνισης εκτινάχθηκε περαιτέρω μετά το 1980... Αυτές οι ακραίες τιμές και η μεγάλη ταχύτητα αποδεκατισμού της βιοποικιλότητας των σπονδυλωτών είναι συγκρίσιμες με την καταστροφή προηγούμενων γεγονότων εξαφάνισης. Εάν τα πρόσφατα επίπεδα εξαφάνισης συνεχίσουν, το μέγεθός τους είναι αρκετό για να οδηγήσει τις ομάδες αυτές σε εξαφάνιση μέσα σε λιγότερο από έναν αιώνα.
Δυστυχώς, οι συγκρίσεις μεταξύ της σημερινής κλίμακας απώλειας βιοποικιλότητας και των προηγούμενων μαζικών εξαφανίσεων δεν είναι καθόλου αβάσιμες. Το συμπέρασμα ότι βρισκόμαστε ήδη στο μέσο μιας Έκτης Εξαφάνισης είναι πλέον κοινός τόπος μεταξύ πολλών επιστημόνων διατήρησης της βιοποικιλότητας. Αυτή η σύγκριση τέθηκε σε δοκιμασία στις σελίδες του κορυφαίου διεθνούς επιστημονικού περιοδικού Nature, το 2011, με βάση τις κατηγορίες που απειλούνται με εξαφάνιση όπως έχουν καταγραφεί από τη Διεθνή Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN): 
Ακόμη και αν ληφθούν υπόψη οι δυσκολίες σύγκρισης των απολιθωμένων και σύγχρονων αρχείων, και η εφαρμογή συντηρητικών συγκριτικών μεθόδων που ευνοούν την ελαχιστοποίηση των διαφορών μεταξύ των ορυκτών και των σύγχρονων μετρήσεων εξαφάνισης, υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι η απώλεια ειδών που βρίσκονται τώρα στην κατηγορία "άκρως απειλούμενων" ειδών θα έσπρωχνε τον κόσμο σε μια κατάσταση μαζικής εξαφάνισης που έχει παρατηρηθεί μόλις πέντε φορές σε περίπου 540 εκατομμύρια χρόνια. Πρόσθετες απώλειες ειδών από τις κατηγορίες των "απειλούμενων" και "ευάλωτων" θα μπορούσαν να ολοκληρώσουν την έκτη μαζική εξαφάνιση μέσα σε λίγους αιώνες. Μπορεί να είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό ότι αυτή η τροχιά εξαφάνισης θα εξελιχθεί μέσα σε συνθήκες που παρόμοιες με τις "κατακλυσμιαίες συνθήκες" που συνέπεσαν με τις προηγούμενες μαζικές εξαφανίσεις: πολλαπλούς, μη τυπικούς, υψηλής έντασης, στρεσογόνους οικολογικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των ταχέων, ασυνήθιστων κλιματικών μεταβολών και ιδιαίτερα υψηλού ποσοστού CO2 στην ατμόσφαιρα.
Αυτοπροσωπογραφία της Τζούλι Χέφερναν ως Εκποίηση
Η τεράστια διαφορά μεταξύ του σημείου στο οποίο βρισκόμαστε τώρα και σ' εκείνο που θα μπορούσαμε εύκολα να βρεθούμε στις αμέσως επόμενες γενιές, μαρτυρά την επείγουσα ανάγκη να χαλαρώσουμε τις πιέσεις που οδηγούν τα σημερινά είδη σε εξαφάνιση.
Αυτές οι "κατακλυσμιαίες συνθήκες" φτάνουν στην αποκορύφωσή τους και η πιθανότητα να ζούμε στο μέσο μιας Έκτης Εξαφάνισης είναι ένα ζήτημα σχεδόν κυριολεκτικά ζωής και θανάτου. Απαιτεί επείγουσα αποκρυπτογράφηση και βελτίωση των γενεσιουργών παραγόντων. Όμως αυτή δεν είναι μια κρίση που μπορεί να αναλυθεί απομονωμένα από την ανθρώπινη κοινωνία, ή σαν κάτι που βαραίνει περισσότερο σε σχέση με τις άλλες κοινωνικές κρίσεις. Ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ εξηγεί με πολύ απλά λόγια γιατί δεν είναι έτσι: "Όλες οι κρίσιμες εξετάσεις που αφορούν τη σχέση [του ανθρώπου] με τη φύση είναι ταυτόχρονα κρίσιμες εξετάσεις που αφορούν όλη την κοινωνία". Ως σοσιαλιστές, μας είναι πολύ εύκολο να αντιληφθούμε αυτή τη διαλεκτική αλήθεια. Αξίζει όμως να δώσουμε ένα περίγραμμα των συγκεκριμένων λόγων για τους οποίους αυτή η ριζοσπαστική προσέγγιση είναι τόσο σημαντική.

Πρώτα απ' όλα, χρειάζεται να εντοπίσουμε τις θεμελιώδεις αιτίες της κρίσης της βιοποικιλότητας, στο μέτρο που μπορούν να ανιχνευθούν, και να τις τοποθετήσουμε στο συγκεκριμένο ιστορικό και κοινωνικό τους πλαίσιο. Δεύτερον, αυτή η προσέγγιση είναι πολιτικά ζωτικής σημασίας γιατί μας βοηθάει να αντισταθούμε στα μοιρολατρικά και μισανθρωπικά επιχειρήματα -τα οποία κυριαρχούν  κυρίως στο δυτικό περιβάλλον- που ζωγραφίζουν την ανθρωπότητα ως μια εγγενή και ιστορικά συνεπή καταστροφική δύναμη μέσα στη φύση. Τρίτον, για χάρη της παρούσας και των μελλοντικών γενεών, πρέπει να κατανοήσουμε τους κοινωνικούς κινδύνους και τις συνέπειες της κρίσης της βιοποικιλότητας. Και, τέταρτον, πρέπει να εξοπλιστούμε με τα κατάλληλα ορθολογικά εργαλεία που μπορούν να μας βγάλουν, και εμάς και τη ζωή στη Γη, από την κρίση. Το άρθρο αυτό εξετάζει λεπτομερώς στα δυο πρώτα ζητήματα και καταλήγει σε ένα σύντομο σχόλιο σε σχέση με τα δυο τελευταία.

Εντοπίζοντας την κρίση της βιοποικιλότητας


Η σημερινή κρίση της βιοποικιλότητας είναι προϊόν του καπιταλισμού και μόνο. Αυτός ο ισχυρισμός είναι σημαντικός για πολλούς και διάφορους λόγους.


Η μεγαπανίδα της Πλειστόκαινου (που εξαφανίστηκε πριν από περίπου 11.000 χρόνια)
  
Η σημαντικότερη αλληλοσυσχέτηση μεταξύ της βιοποικιλότητας της Γης και της ανθρώπινης κοινωνίας λαμβάνει χώρα εκεί που ο άνθρωπος παρεμβαίνει άμεσα στην τροφική αλυσίδα -δηλαδή στη γεωργία και την αλιεία. Σ' ένα γενικότερο επίπεδο, όλοι οι προκαπιταλιστικοί κοινωνική σχηματισμοί -ακόμα και όταν προκάλεσαν οικολογικές διαταραχές και εξαφανίσεις τοπικά- βρίσκονταν πάντα σε μία λειτουργική διαλεκτική αλληλοσυσχέτηση με τη βιοποικιλότητα προκειμένου να μπορούν να συντηρούν τα μέσα και τις μεθόδους παραγωγής, την παραγωγικότητα του καλλιεργήσιμου εδάφους και των άγριων εδώδιμων πόρων. Συνεπώς, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι προϊστορικοί μας πρόγονοι, και πριν και μετά τη νεολιθική αγροτική επανάσταση 10.000 χρόνια πριν, θα είχαν ωθήσει ορισμένα είδη στο χείλος της εξαφάνισης ή και παραπέρα. Η παγκόσμια εξάπλωση του Homo Sapiens κατά την προγεωργική περίοδο συνέπεσε με την εξαφάνιση της μεγαπανίδας -ζώων άνω 50 κιλών- συμπεριλαμβανομένων των εμβληματικών ειδών όπως το αιλουροειδές σμιλόδοντας στην Αμερική, το μαλλιαρό μαμούθ στα βόρεια γεωγραφικά πλάτη και η δεινόρνιθα (moa) στη Νέα Ζηλανδία. Είτε αυτά τα περιστατικά προήλθαν από τις πράξεις των προγόνων μας ή από ένα συνδυασμό ανθρώπινων και κλιματικών παραγόντων, οι οικολογικές αλλαγές που προκάλεσαν αυτά τα γεγονότα θα ήταν σημαντικές σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο. Σε πολλές περιπτώσεις, όμως, οι οικολογικοί ρόλοι αυτών των μεγάλων ζώων αναλήφθηκαν απευθείας από τους ίδιους τους ανθρώπους σε μια διελκυστίνδα με τα τοπικά οικοσυστήματα για να δημιουργήσουν το δικό τους κοινωνικό μεταβολισμό μέσω της ελεγχόμενης χρήσης της φωτιάς, της περιστασιακής καλλιέργειας και της προληπτικής διαχείρισης των δασών, της τούνδρας και της σαβάνας.

Στις χιλιετίες που μεσολάβησαν ανάμεσα στην αγροτική επανάσταση και το τέλος του φεουδαλισμού ο οικολογικός αντίκτυπος της δραστηριότητας των ανθρώπινων ομάδων σήμανε τουλάχιστον τόσα οφέλη για τη βιοποικιλότητα όσους και κινδύνους. Κι αυτό γιατί η ανθρώπινη κοινωνία και ο πολιτισμός αποτελούσε μια κρίσιμη δυναμική εντός της τοπικής οικολογίας. Τα πρότυπα βιοποικιλότητας που προέκυψαν από την αλληλεπίδραση μεταξύ των προκαπιταλιστικών κοινωνιών και της φύσης είχαν ως αποτέλεσμα μια οικολογική δυναμική που βελτίωνε τη βιοποικιλότητα μέσω της συνεχούς χαμηλού επιπέδου παρέμβασης της εναλλασσόμενης γεωργίας αυτοσυντήρησης και του ελέγχου των οικοτόπων για το κυνήγι. Διατηρώντας ανοιχτές οικοθέσεις εκεί που διαφορετικά θα είχαν κλείσει μέσα από τη φυσική διαδικασία της οικολογικής διαδοχής, οι ανθρώπινοι οικισμοί δημιούργησαν ένα ποικίλο μωσαϊκό οικοτόπων γύρω τους. Αυτό το οικολογικό πρότυπο σήμαινε ότι η βιοποικιλότητα ενσωματώνονταν όλο και περισσότερο στα ανθρωπογενή συστήματα και δομές. Και, επειδή οι προκαπιταλιστικές κοινωνικές δομές και πολιτισμοί ποικίλαν, το ίδιο συνέβαινε και με τα αντίστοιχα πρότυπα βιοποικιλότητας.

Στην Ευρώπη, οι τύποι εκτατικής γεωργίας που συνδέονται ιστορικά με γεωργικά συστήματα χαμηλής εισροής και χρήσης γης φαίνεται ότι είχαν ευεργετικά αποτελέσματα για τη βιοποικιλότητα. Το σχέδιο 3 δείχνει μια κορύφωση στη βιοποικιλότητα για πολλές ταξινομικές βαθμίδες σε αυτά τα επίπεδα χαμηλής έντασης χρήσης γης. Για ορισμένες σημαντικές ταξινομικές βαθμίδες, το επίπεδο βιοποικιλότητας είναι υψηλότερο από αυτό που σχετίζεται με τις "μη διαχειριζόμενες" συνθήκες που συχνά υποτίθεται ότι αναπαράγουν την αυθεντική "φυσική" οικολογία. Αυτό το μοτίβο εξηγεί γιατί η εγκατάλειψη της γης θεωρείται απειλή για τη βιοποικιλότητα και γιατί μεγάλο μέρος της διατήρησης της Ευρώπης επικεντρώνεται στην αντιγραφή των ιστορικών τρόπων γεωργίας μέσω της διατήρησης των βοσκοτόπων και τα συναφή.

Σχέδιο 3: Ο μέσος πλούτος των ειδών των 7 ταξινομικών βαθμίδων χρήσης γης από το μη διαχειριζόμενο δάσος (1) ως την υψηλής έντασης γεωργική εκμετάλλευση σε 8 διαφορετικές χώρες της Ευρώπης, Watt and Others 2007

Από το 16ο αιώνα, όταν ο καπιταλισμός εισέβαλε στην παγκόσμια σκηνή, αυτό το διαφορετικό πρότυπο αγροτικών και ημιφυσικών ενδιαιτημάτων υπέστη την ίδια διαταραχή με εκείνες τις ανθρώπινες κοινωνίες που αρχικά προσεγγίστηκαν και εν συνεχεία υποτάχθηκαν, σε μια επεκτεινόμενη παγκόσμια οικονομία. Αυτή η κρίσιμη καμπή συνοδεύθηκε από τη ριζική ανατροπή στην αλληλοσυσχέτησή μας με την υπόλοιπη ζωή. Μέσα στη συγκυρία του πρώιμου καπιταλισμού και στην κοινή εξελικτική πορεία της ανθρώπινης οργάνωσης "συγχωνεύτηκαν τα πρώιμα σύγχρονα κράτη (και οι οιονεί κρατικές δομές, όπως οι μισθωμένες εμπορικές εταιρείες) και οι αγορές και υψώθηκαν σε νέα επίπεδα δυνατοτήτων και αποτελεσματικότητας. Αυτά τα νέα ισχυρά ιδρύματα, ενεργώντας από κοινού, ενέτειναν τις ανθρώπινες επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον σχεδόν σε κάθε περιοχή του κόσμου".

Μια πρόσφατη ιστορική εκτίμηση των ανθρωπογενών αλλαγών στη βιόσφαιρα της Γης αποκαλύπτει την παγκόσμια σημασία του πρώιμου καπιταλισμού - ιδιαίτερα στα σημεία γέννησης της καπιταλιστικής γεωργίας και της αστικοποίησης (σχέδιο 4).

Αυτό το γράφημα υπογραμμίζει επίσης την περίοδο από το 1750 έως το 1900 ως αυτή στην οποία η ανθρώπινη αγορά στη βιόσφαιρα επιταχύνεται ταχέως. Αυτή η επεκτατική φάση λέγεται από το συγγραφέα ότι αποτελεί συνέπεια της "αύξησης του πληθυσμού και της ευρωπαϊκής επέκτασης στην Αμερική". Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτοί οι παράγοντες έχουν επιρροή. Ωστόσο, η ταχύρρυθμη καθυπόταξη του πλανήτη στην ανθρώπινη επιρροή από το 1750 και μετά εντοπίζεται με μεγαλύτερη ακρίβεια στην ταχεία εξάπλωση του καπιταλισμού μετά τη βιομηχανική επανάσταση και στην εφαρμογή του στον ιμπεριαλισμό/αποικιοκρατία, το παγκόσμιο εμπόριο και την πρώιμη μηχανοκίνητη γεωργία.
Σχέδιο 4: Μετασχηματισμός της βιόσφαιρας: Ποσοστό περιοχών γης χωρίς πάγο παγκόσμια

Το σχέδιο 4 δείχνει επίσης γιατί οι προσπάθειες των διατηρητών να σπρώξουν προς τα πίσω το χρονοδιάγραμμα της Έκτης Εξαφάνισης προκειμένου να συμπεριλάβουν την προκαπιταλιστική ανθρώπινη ιστορία είναι δύσκολο να δικαιολογηθούν. Ο Τιμ Φλάνερι, για παράδειγμα, υποστηρίζει: "Από την πρώτη εμφάνισή μας στην Αφρική πριν 50.000 χρόνια η σαρωτική κίνηση της ανθρώπινης ιστορίας ήταν το ιστορικό μιας καταστροφής που σακατεύει το ένα οικοσύστημα μετά το άλλο". Οι λόγοι που δημοφιλείς επιστήμονες όπως ο Φλάνερι προβάλλουν τόσο αμφίβολα επιχειρήματα θα συζητηθεί λίγο παρακάτω. Για την ώρα αρκεί για να τον αντικρούσουμε να επισημάνουμε ότι η Έκτη Εξαφάνιση είναι ένα παγκόσμιο γεγονός.

Πριν το 1500 -και πιο συγκεκριμένα πριν τις βιομηχανικές και αγροτικές επαναστάσεις του 18ου και 19ου αιώνα- η ανθρώπινη κοινωνία απλά στερούνταν των αναγκαίων τεχνολογιών και της χωρικής έκτασης για να "σακατεύει" οικοσυστήματα και να απειλεί με εξαφάνιση είδη σε μια οποιαδήποτε γεωγραφική ή γεωλογική κλίμακα. Οι προκαπιταλιστικές κοινωνίες στο κυνήγι της επιβίωσης, χειραγωγούσαν τη βιοποικιλότητα το κατά δύναμη βέβαια -αλλά οι κοινωνικές μορφές τους εξακολουθούσαν ουσιαστικά να περιορίζονται από τις υλικές δυνάμεις της φύσης. Σ' αυτό το σημείο πάνω από όλα, έρχεται το προηγούμενο διάγραμμα να υπογραμμίσει την ιστορική στιγμή κατά την οποία η ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού επέτρεψε στην ανθρωπότητα να γκρεμίσει το ταβάνι των υποτιθέμενων φυσικών ορίων. 

Ο βιομηχανικός καπιταλισμός δημιούργησε τα μέσα με τα οποία η ανθρωπότητα κατάφερε αρχικά να απελευθερωθεί από τη φύση. Αλλά σε έναν πεπερασμένο πλανήτη, αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσα από την εκτόπιση της βιοποικιλότητας. Το συνολικό ποσοστό της βιόσφαιρας που διοχετεύθηκε εξ ολοκλήρου για κατανάλωση από τον άνθρωπο αυξήθηκε από 10% το 1750, σε περίπου 60% μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα. Μέχρι αυτή την περίοδο, το 50% της βιόσφαιρας είχε μετατοπιστεί στην καπιταλιστική γεωργία (καλλιεργήσιμη γη και βοσκοτόπια). Ο αριθμός αυτός αντιπροσωπεύει το υψηλότερο σημείο για τη γεωργία αφού σήμερα σχεδόν όλη η επιφάνεια της γης που μπορεί να προσφερθεί για καλλιέργεια έχει επιταχθεί.

Όσο πειστικό κι αν είναι αυτό το μοτίβο της εκτόπισης, μας δίνει απλά μια περιγραφή και όχι μια ουσιαστική εικόνα του γιατί και πώς ο καπιταλισμός -και ιδιαίτερα η καπιταλιστική γεωργία- προκάλεσε την κρίση της βιοποικιλότητας. Αν η κάθε προκαπιταλιστική κοινωνία έπρεπε, για λόγους κοινωνικού μεταβολισμού, να σφυρηλατεί τη σχέση της με τη βιοποικιλότητα και τη δική της οικολογική έκφραση, το ίδιο πρέπει να ισχύει και για τον καπιταλισμό. Το ζωτικό καθήκον λοιπόν, είναι να προσδιορίσουμε το θεμελιώδη χαρακτήρα της καπιταλιστικής οικολογίας.

Η οικολογική ανατομία του καπιταλισμού 

Η εσωτερική πράσινη σκίαση αντιπροσωπεύει τον προτεινόμενο ασφαλή χώρο λειτουργίας για εννέα πλανητικά συστήματα. Οι κόκκινες σφήνες αντιπροσωπεύουν μια εκτίμηση της τρέχουσας θέσης για κάθε μεταβλητή. Τα όρια στα τρία συστήματα (ποσοστό απώλειας βιοποικιλότητας, κλιματική αλλαγή και ανθρώπινη παρέμβαση στον κύκλο του αζώτου) έχουν ήδη ξεπεραστεί.

Στην εισαγωγή του Κεφαλαίου ο Μαρξ παρέχει το κλειδί για την κατανόηση της καπιταλιστικής οικολογίας: "Ο πλούτος των κοινωνιών στις οποίες κυριαρχεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής εμφανίζεται ως ένας τεράστιος σωρός εμπορευμάτων". Αυτό το χαρακτηριστικό -η παραγωγή εμπορευμάτων- διακρίνει τον καπιταλισμό από όλους τους προηγούμενους κοινωνικούς σχηματισμούς. Με τα λόγια του Τζόζεφ Τσουνάρα:
Ίσως η πιο εντυπωσιακή διαφορά μεταξύ του καπιταλισμού και του οτιδήποτε υπήρχε πριν απ' αυτόν είναι στο τι συμβαίνει με τα πράγματα που παράγονται. Στις προηγούμενες κοινωνίες οι άνθρωποι δούλευαν κυρίως για να παράγουν αγαθά για δική τους κατανάλωση, αλλά ο καπιταλισμός είναι αλλιώς... Τα αγαθά που παράγονται κάτω από τον καπιταλισμό δεν παράγονται για να καλύψουν τις άμεσες ανάγκες: παράγονται προς πώληση.
Σ' ένα αφηρημένο επίπεδο λοιπόν, ο λόγος για τον οποίο ο καπιταλισμός δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την απώλεια της βιοποικιλότητας είναι ότι τα μη ανθρώπινα είδη και τα οικοσυστήματα που βρίσκονται εκτός της διαδικασίας παραγωγής εμπορευμάτων απλώς αποτυγχάνουν να πραγματοποιήσουν μια οποιαδήποτε ουσιαστική αξιακή αποτίμηση. Αυτή η αυστηρή λογική δεν ισχύει μόνο για τα στοιχεία της βιοποικιλότητας που δεν εμπίπτουν στην ανθρώπινη οργανική χρησιμότητα, αλλά και σε εκείνες τις μορφές βιοποικιλότητας που αναπτύχθηκαν παράλληλα και μαζί με άλλους μη καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, όπως η γεωργία αυτοσυντήρησης. Η αναγνώριση της χωρίς αξία -στην καπιταλιστική οπτική- μη εμπορεύσιμης βιοποικιλότητας είναι ένα ζωτικής σημασίας πρώτο βήμα για την κατανόηση της Έκτης Εξαφάνισης. Αλλά αυτή η αποκλειστική αρχή δεν δουλεύει από μόνη της, αφού και άλλα βασικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού παίζουν το ρόλο τους.

Πρώτον, στο βαθμό που σχετίζεται με την παγκόσμια βιοποικιλότητα, η καπιταλιστική εμπορευματοποίηση λειτουργεί σε ένα απίστευτα περιορισμένο φάσμα της ζωής. Ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO) απαριθμεί τα κυρίαρχα προϊόντα που παράγονται και διακινούνται στο πλαίσιο της παγκόσμιας γεωργίας. Οι αριθμοί (περίπου 18 είδη ζώων και 155 είδη καλλιεργειών) είναι σταγόνα στον ωκεανό σε σύγκριση με τα νούμερα για την παγκόσμια βιοποικιλότητα. Πράγματι, ακόμη και μέσα σε αυτό το στενό φάσμα αγροτικών προϊόντων, εκτυλίσσεται μια παράλληλη κρίση βιοποικιλότητας, καθώς μειώνεται ο αριθμός των ποικιλιών και των φυλών που επιλέγονται για την εξυπηρέτηση των παγκόσμιων "αναγκών της αγοράς" και των επιταγών των πολυεθνικών και των υπεραγορών αγροτοβιομηχανίας - που συχνά δικαιολογούνται από τις υποτιθέμενες προτιμήσεις των καταναλωτών.
 
Αυτό το στενό ενδιαφέρον για ένα μικρό αριθμό χρήσιμων μονάδων της βιοποικιλότητας της Γης δεν είναι τυχαίο. Είναι, μάλλον, το προϊόν ηγεμονίας της άρχουσας τάξης όσον αφορά την επιλογή των βασικών προϊόντων και την πρόσβαση στις αγορές τους. Ιστορικά, οι περισσότερες ποικιλίες καλλιεργειών και ζωικού κεφαλαίου που αποτελούν τους στυλοβάτες των βασικών εμπορευμάτων της παγκόσμιας γεωργικής οικονομίας μας επιλέχθηκαν, προσαρμόστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν από τους προϊστορικούς αγρότες. Αλλά όλο και περισσότερο η κυριαρχία τους στην παγκόσμια γεωργία εξαρτάται από την ικανότητά τους να μετατρέψουν το έδαφος σε κέρδος για τις μεγάλες αγροτοβιομηχανικές πολυμερείς επιχειρήσεις. Το γεγονός ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια κρίση βιοποικιλότητας υποδηλώνει ότι η καπιταλιστική οικολογία δεν χρειάζεται να αντλεί από τη μεγάλη ποικιλία οικολογικών οντοτήτων και λειτουργιών που είναι διαθέσιμες στη φύση. Αλλά αν συμβαίνει αυτό τότε ένα εύλογο ερώτημα πώς είναι ποτέ δυνατό να λειτουργεί. Ως κοινωνικό σύστημα ο καπιταλισμός μπορεί να είναι δυναμικός, αλλά δεν μπορεί να παράγει οικολογικές λειτουργίες από το πουθενά για να στηρίξει το μεταβολισμό του.

Για να καταλάβουμε πώς ο καπιταλισμός δίνει την ψευδαίσθηση της οικολογικής ανεξαρτησίας από τη φύση, πρέπει να εξετάσουμε πώς η καπιταλιστική γεωργία σχετίζεται με την ευρύτερη βιομηχανία. Μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, η καπιταλιστική γεωργία εξακολουθούσε να εξαρτάται σε διαφορετικό βαθμό από διαδικασίες που δούλευαν από κοινού με τη βιοποικιλότητα. Οι εκμεταλλεύσεις ήταν συχνά ποικίλες και μικτές χρήσεις και τα επίπεδα των τεχνητών, μη βιολογικών εισροών ήταν σχετικά χαμηλά. Ο μεταπολεμικός καπιταλισμός - και ειδικότερα η νεοφιλελεύθερη φάση του - έσπασε κατά κάποιον τρόπο τον τελευταίο από αυτούς τους δεσμούς μεταξύ της φύσης και της γεωργικής παραγωγής. Σ' αυτή τη διαδικασία η προηγμένη καπιταλιστική γεωργία έχει αλλάξει δραματικά την οικολογία του γεωργικού περιβάλλοντος εις βάρος της βιοποικιλότητας. Οι γενικοί λόγοι αυτής της μετατόπισης επισημαίνονται από τον Μιγκέλ Αλτιέρι:
Η καπιταλιστική οικολογία, όπως εκφράζεται μέσω της γεωργίας, υφίσταται μέσα από τη συστηματική καταστροφή της φυσικής βάσης της και την ταυτόχρονη προσπάθεια δημιουργίας του δικού της τεχνητού οικοσυστήματος, χρησιμοποιώντας την τεχνολογική παραγωγή και την ευρύτερη παραγωγή βιομηχανικών εμπορευμάτων (π.χ. ανόργανα παρασιτοκτόνα και λιπάσματα). Αυτή η τάση δεν αντιπροσωπεύει μόνο μια ρήξη με τη φύση και μια περαιτέρω υποτίμηση του εμπορευματικού δυναμικού της βιοποικιλότητας, αλλά και μια πλήρη απόρριψη της πρακτικής της ορθολογικής διατήρησης και ανακύκλωσης των θρεπτικών ουσιών που στήριζε τη γεωργία από τη γέννησή της στην "Εύφορη Ημισέληνο" πριν από 10.000 χρόνια.

Η ενεργή αποξήλωση των πρακτικών ανακύκλωσης θρεπτικών ουσιών από τη σύγχρονη καπιταλιστική γεωργία ανέδειξε το τελικό βασικό χαρακτηριστικό της οικολογίας της. Η καπιταλιστική οικολογία έχει γίνει ανοιχτού τύπου. Οι εκροές των αποβλήτων της και οι πλεονασματικές εισροές της απορρίπτονται στο περιβάλλον ως μορφές ατμοσφαιρικής ρύπανσης και ρύπανσης των υδάτων. Οι εισροές της αντλούνται ολοένα και περισσότερο από μη ανανεώσιμες και ευαίσθητες πηγές όπως τα συρρικνούμενα αποθέματα φωσφορικών αλάτων στη Δυτική Σαχάρα και τα αντιβιοτικά των οποίων η υπερβολική χρήση σε αγέλες βοοειδών συμβάλλει στην ανάπτυξη ανθεκτικών στελεχών βακτηρίων.

Αυτά τα χαρακτηριστικά της καπιταλιστικής οικολογίας -η εμπορευματοποίηση, η βιομηχανική άνοδος των τεχνητών οικολογικών εισροών, η ανάπτυξη μονοκαλλιεργειών και η περιφερειοποίηση, η εξάντληση των πόρων και η δημιουργία αποβλήτων, μας οδηγούν όλο και πιο μακριά από τη φύση και έτσι κρύβουμε τις συνέπειες του καπιταλισμού για τη βιοποικιλότητα από τη συλλογική μας θεώρηση. Είναι δελεαστικό να συμπεράνουμε ότι η ανατομία της καπιταλιστικής οικολογίας είναι στην πραγματικότητα αντιοικολογική. Αλλά ίσως είναι πιο χρήσιμο να την περιγράψουμε ως οικολογικά δυσλειτουργική.

Η λανθασμένη μισανθρωπική διάγνωση

 


Οι τάσεις της απώλειας βιοποικιλότητας που αποκαλύφθηκαν από το LPI δείχνουν με το δάχτυλο το νεοφιλελευθερισμό και τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Το πρότυπο της ιστορίας της ανθρωπότητας για την κυριαρχία της βιόσφαιρας υπογραμμίζει επίσης την ανάπτυξη του καπιταλισμού ως το πιο σημαντικό σημείο ενεργοποίησης της παγκόσμιας κυριαρχίας μας στη βιόσφαιρα της γης. Ο ίδιος ο καπιταλισμός σπρώχνει στα άκρα τις αρχικές αιτίες απώλειας της βιοποικιλότητας μέσω της έμφασης που δίνει στην παραγωγή εμπορευμάτων και των δικών του οικολογικών προτύπων που υποκαθιστούν με τεχνητές εισροές τις φυσικές οικολογικές λειτουργίες.

Οι διατηρητές προσπάθησαν μερικές φορές να ασχοληθούν αναλυτικά με αυτούς τους δεσμούς μεταξύ καπιταλισμού και απώλειας της βιοποικιλότητας. Οι πιο ριζοσπαστικές κριτικές του καπιταλισμού και των επιπτώσεών του στη βιοποικιλότητα εκφράστηκαν στο υψηλότερο σημείο του αντικαπιταλιστικού κινήματος στις αρχές του 21ου αιώνα. Εκείνο το διάστημα υπήρξαν εκκλήσεις από περιβαλλοντικές ΜΚΟ να αναγνωριστούν οι επιπτώσεις της φτώχειας, της ανισότητας και των πολυεθνικών εταιριών ως βασικών κινητήριων δυνάμεων της απώλειας βιοποικιλότητας. Μια σημαντική έκθεση του Παγκόσμιου Ταμείου για την Άγρια Ζωή (WWF) τότε έλεγε: 
Μόνο ερευνώντας και κατανοώντας τους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες σε διάφορα επίπεδα - τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και διεθνές - που οδηγούν τους ανθρώπους στην υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος, θα μπορέσουμε να αλλάξουμε αυτή τη συμπεριφορά. Για να βρούμε αποτελεσματικότερες λύσεις διατήρησης, πρέπει να εξετάσουμε με νηφαλιότητα το πολύπλοκο σύνολο επιδράσεων στην τοπική χρήση των πόρων που συνιστούν τα βασικά αίτια της απώλειας βιοποικιλότητας.
Αντίθετα, οι σημερινές εκκλήσεις από τους νεοφιλελεύθερους περιβαλλοντικούς οικονομολόγους για εμπορευματοποίηση της φύσης και ο ορισμός της βιοποικιλότητας ως "φυσικό κεφάλαιο" από ΜΚΟ διατήρησης όπως το WWF μπορούν να ερμηνευθούν ως μια μάλλον απελπιστική συνθηκολόγηση με τον καπιταλισμό με την ελπίδα ότι οι παγκόσμιες εταιρείες και τα εθνικά κράτη θα μας σώσουν εγκαθιδρύοντας επίσημες αγορές στις "υπηρεσίες οικοσυστήματος".

Πέρα απ' αυτές τις ανάμικτες προσπάθειες, η επικρατέστερη αφήγηση γύρω από τα αίτια της Έκτης Εξαφάνισης κυριαρχείται από επιστήμονες και συγγραφείς που αναζητούν εξηγήσεις στην ανθρώπινη βιολογία μας και όχι στην κοινωνική μας ανατομία. Γενικά, αυτά τα επιχειρήματα ακολουθούν το πρότυπο της γραμμής του βιολογικού ντετερμινισμού. Αυτή η σχολή σκέψης εντοπίζει τις ερμηνείες της για τα πρότυπα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, των κοινωνιών και των πολιτισμών στην ανθρώπινη βιολογία, στο DNA και στη βιολογική εξέλιξη. Εδώ, όπως και με όλα τα άλλα κοινωνικά δεινά, όπως ο πόλεμος και η απληστία, οι υποτιθέμενες "οικοκτονικές" τάσεις μας παρουσιάζονται ως ακλόνητα γενετικά συστατικά του είδους μας. Η θέση της Ελίζαμπεθ Κόρμπερτ είναι χαρακτηριστική αυτού του είδους: «Αν και θα ήταν ωραίο να φανταζόμαστε ότι κάποτε υπήρξε μια εποχή που ο άνθρωπος ζούσε σε αρμονία με τη φύση, δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο ότι πραγματικά υπήρξε μια τέτοια εποχή".

Τα πολλά παραδείγματα αυτής της προσέγγισης κυριαρχούν στα ράφια της "λαϊκής επιστήμης" των σημερινών βιβλιοπωλών μέσα από έργα κορυφαίων διάσημων επιστημόνων όπως ο Στιούαρτ Μπραντ, ο Τζέιμς Λάβλοκ, ο Τζάρεντ Ντάιαμοντ, ο Έντουαρντ Όσμπορν Γουίλσον και ο Τιμ Φλάνερι. Το ότι κάποιοι απ' αυτούς τους συγγραφείς προσεγγίζουν τέτοιες απόψεις είναι αναμενόμενο (ο Γουίλσον είναι άλλωστε ο πατέρας της "κοινωνιοβιολογίας"), όμως άλλοι πιο όψιμοι προσήλυτοι στο βιολογικό ντετερμινισμό μάς εκπλήσσουν. Ο Ζορζ Μονμπιό, για παράδειγμα, υποστηρίζοντας ότι υπάρχουν ισχυροί δεσμοί μεταξύ της ανθρώπινης προϊστορίας και της εξαφάνισης της μεγαπανίδας, κλαψουρίζει: "Είμαστε μόνο αυτό, τίποτα άλλο; Ένα μικροκαμωμένο τέρας που δεν αφήνει ούτε μια πόρτα κλειστή, ούτε ένα καταφύγιο άθικτο... Ή μήπως μπορούμε να σταματήσουμε; Μήπως μπορούμε επιτέλους να χρησιμοποιήσουμε την ευρηματικότητα μας, που για δύο εκατομμύρια χρόνια ήταν στραμμένη τόσο εφευρετικά στην καταστροφή, να αψηφήσει την εξελικτική μας ιστορία;"

Αυτά τα ουσιαστικά κοινωνιοβιολογικά επιχειρήματα ενισχύονται από μια απλουστευμένη ερμηνεία των σχέσεων μεταξύ ανθρώπου και φύσης. Απ' αυτή την άποψη, αυτοί οι σχολιαστές είναι ένοχοι οικολογισμού, δηλαδή  "χρήσης οικολογικής ορολογίας ή απλοϊκών ερμηνειών οικολογικών εννοιών προς υποστήριξη πολιτικών ή ηθικών επιχειρημάτων"

Η αντιμετώπιση των επιχειρημάτων του οικολογισμού και του βιολογικού ντετερμινισμού είναι σημαντική εξαιτίας του τρόπου που βλέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά και τις συνέπειές της στις σχέσεις του ανθρώπου με τη φύση. Ο βιολογικός ντετερμινισμός (η κοινωνιοβιολογία και η σύγχρονη έκφραση της ως εξελικτική ψυχολογία) αποδίδει όλη την ανθρώπινη κοινωνική και πολιτισμική συμπεριφορά σε μια σταθερή γενετική και εξελικτική προέλευση. Αν ισχύει αυτό, ο ρόλος της ανθρωπότητας ως προάγγελου της κρίσης της βιοποικιλότητας φέρει ως ένα βαθμό τη σφραγίδα του ιστορικά αναπόφευκτου αφού προτείνει ότι οι άνθρωποι είναι εγγενώς επιβλαβείς για τη βιοποικιλότητα και οι σχέσεις του ανθρώπου με τη φύση θα παραμένουν για πάντα συγκρουσιακές. Οι εναλλακτικές  που μας μένουν με βάση αυτή την αντίληψη είναι περιορισμένες: είτε να επιβάλουμε τον αυταρχικό έλεγχο πάνω στη δραστηριότητα και στο μεγέθους του πληθυσμού του είδους μας (Μαλθουσιανισμός), είτε να ελπίζουμε ότι κάπου στο βάθος της γενετικής μας σύνθεσης μπορεί να κρύβουμε ιδιότητες αντιτιθέμενες στις καταστρεπτικές μας τάσεις (Υπόθεση της Βιοφιλίας του Ε.Ο.Γουίλσον).

Όπως έχουμε δείξει ήδη, υπάρχουν βασικοί λόγοι για τους οποίους το επιχείρημα ότι οι άνθρωποι υπήρξαν πάντα καταστροφείς της βιοποικιλότητας δεν ισχύει. Αλλά το κύριο πρόβλημα με το βιολογικό ντετερμινισμό έχει να κάνει με την οντολογία του. Στριμώχνοντας την ανθρώπινη κοινωνία και την ιστορία μέσα στον κορσέ του βιολογικού ντετερμινισμού, αυτοί οι σχολιαστές είναι ένοχοι πειθαρχικής επιμόλυνσης. Όπως επισημαίνει ο βιολόγος Ρίτσαρντ Λεβόντιν: "Η βιολογία δεν είναι φυσική, επειδή οι οργανισμοί είναι τόσο πολύπλοκα υλικά αντικείμενα και η κοινωνιολογία δεν είναι βιολογία, επειδή οι ανθρώπινες κοινωνίες γίνονται από οργανισμούς με αυτοσυνείδηση".

Οι Μαρξ και Ένγκελς υποστήριζαν ότι η ιστορική και υλική βάση των ανθρώπινων κοινωνιών προέρχεται από τις διαλεκτικές αλληλοσυσχετίσεις ανάμεσα στα ανθρώπινα όντα, τις παραγωγικές τους δραστηριότητες και τη φύση. Ο Ούγγρος μαρξιστής Ιστβάν Μεσάρος το περιγράφει αυτό ως "τριπλή αλληλεπίδραση" ανάμεσα στην ανθρωπότητα (τον Άνθρωπο), την ανθρώπινη παραγωγική δραστηριότητα (Βιομηχανία), και την οικολογία (Φύση). Ο Μεσάρος αναπαριστά αυτή τη δομική αλληλοσυσχέτιση μ' ένα σαφές σχηματικό διάγραμμα:

Η "τριπλή αλληλεπίδραση" του Μεσάρος

Για το Μεσάρος, οι βασικές διαδικασίες του ιστορικού δυναμισμού μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία αποκαλύπτονται με τα βέλη διπλής κατεύθυνσης του σχήματος, καθώς αυτά δείχνουν τη "διαλεκτική αμοιβαιότητα... μεταξύ των τριών μελών αυτής της σχέσης, που σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι όχι μόνο ο δημιουργός της βιομηχανίας αλλά και του προϊόντος της. Όμοια, φυσικά, είναι και το προϊόν και ο δημιουργός της 'πραγματικά ανθρωπολογικής φύσης' - πάνω απ 'όλα στον εαυτό του, αλλά και έξω από αυτόν, στο βαθμό που αφήνει το αποτύπωμά του στη φύση". Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό αφού αποκαλύπτει το κεντρικό πρόβλημα που έχουν να αντιμετωπίσουν οι διατηρητές που, μέσα στον οικολογισμό τους, αποδίδουν έναν αντιοικολογικό χαρακτήρα στη φύση μας.

Αντίθετα, οι κοινωνιοβιολόγοι, οι εξελικτικοί ψυχολόγοι, οι Μαλθουσιανοί και οι διατηρητές που είναι ένοχοι οικολογισμού, προϋποθέτουν μια έτοιμη, σταθερή και ομοιόμορφη ανθρώπινη φύση που προέρχεται αποκλειστικά από εξελικτικά ή γενετικά μέσα. Εδώ παρουσιάζεται μία αδιαμεσολάβητη σχέση ανάμεσα στην ανθρωπότητα και τη φύση: 


Για τους επιστήμονες αυτούς, η ανθρώπινη φύση εκφράζεται μέσα από τις νεοδαρβινικές έννοιες όπως ο ανταγωνισμός, η αρμοστικότητα και τα εγωιστικά γονίδια. Πολλοί απ' αυτούς τους σχολιαστές θα αυτοπροσδιορίζονταν μετά χαράς ως υλιστές φιλόσοφοι. Όμως, ο Μεσάρος υποστηρίζει ότι στην πραγματικότητα τέτοιου είδους στοχαστές εξιδανικεύουν "την αδιαμεσολάβητη αμοιβαιότητα μεταξύ ανθρώπου και φύσης... φτάνουν στο αδιέξοδο μιας σχέσης μεταξύ ζώων από την οποία δεν μπορεί να εξαχθεί ούτε ένα χαρακτηριστικό του δυναμισμού της ανθρώπινης ιστορίας". 

Το πρόβλημα με μια τέτοια προσέγγιση αποσαφηνίζεται αμέσως αν εφαρμόσουμε υλιστική ανάλυση της αλλοτρίωσης του Μαρξ. Η διαμεσολάβηση της εργασίας της ανθρωπότητας (βιομηχανική ή παραγωγική δραστηριότητα) μάς παρέχει μια διέξοδο από τον οικολογικό φαταλισμό, αφού παρέχει τη διαλεκτική δυνατότητα στην ανθρωπότητα την ίδια στιγμή να κυριαρχεί και να ζει μέσα στα όρια της φύσης. Η βιομηχανία φέρει "μια κατ' ουσία θετική συνυποδήλωση στη μαρξική αντίληψη, που μας γλιτώνει από το θεολογικό δίλημμα της "πτώσης του ανθρώπου". 

Συμπέρασμα: Ποια Ανθρωπόκαινος;


Την ίδια περίπου στιγμή που η WWF κυκλοφόρησε την αναφορά της για το LPI 2014, μια ομάδα γεωλόγων συγκεντρώθηκε στο Βερολίνο για να συζητήσει την ονομασία μιας νέας γεωλογικής εποχής: Της Ανθρωπόκαινου. Εμπνευσμένη από το προφανές γεγονός ότι ο ανθρώπινος παράγοντας έχει φτάσει στο σημείο να κυριαρχεί πάνω στη μοίρα της ζωής στη Γη, για καλό ή για κακό, αυτοί οι επιστήμονες προσπαθούσαν επίσης να προσδιορίσουν το ακριβές σημείο στο οποίο η ανάληψη του πλανήτη από τον άνθρωπο έλαβε χώρα γεωλογικά. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η Ανθρωπόκαινος ξεκίνησε με τη συστηματική εκμετάλλευση των ορυκτών καυσίμων κατά τη διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης, ενώ άλλοι ισχυρίζονται ότι η χρήση πυρηνικών όπλων τη δεκαετία του 1940 θα ήταν ένας πιο σταθερός γεωλογικός δείκτης. Το γεγονός ότι η σκέψη των γεωλόγων, με τη μεγάλου χρονικού ορίζοντα συνείδησή τους, μπορεί και σκοντάφτει σε μερικές εκατοντάδες χρόνια ιστορίας, φέρνει γέλιο και σύγχυση. Αλλά το ζήτημα είναι σοβαρό επειδή η σύγχυσή τους αποκαλύπτει την εκπληκτική γεωλογική ταχύτητα με την οποία ο καπιταλισμός αλλάζει την οικολογία και τη βιοποικιλότητα της Γης.

Στην καρδιά του καπιταλισμού και της "κοινωνικής μεταβολικής τάξης της αναπαραγωγής" βρίσκεται μια ιδιαίτερη οικολογία. Αυτή η οικολογία καταστρέφει τόσο την προκαπιταλιστική όσο και τη μη καπιταλιστική βιοποικιλότητα.

Η οικολογία που είναι ενεργά κατασκευασμένη κάτω απ' τον καπιταλισμό είναι αυτή που καθορίζεται από τις επιδιώξεις της κυρίαρχης τάξης για κέρδος. Οι μηχανισμοί με τους οποίους σχηματίζεται η καπιταλιστική οικολογία -εξαιρώντας τις άλλες οικολογίες- είναι ενσωματωμένοι στα γνωστά στοιχεία της αστικής κοινωνίας: εμπορεύματα, αγορές (εθνικές και διεθνείς), ιδιωτικοποίηση και έξωση, κρατικές δράσεις, ιμπεριαλισμός και ταξικός σοβινισμός.

Μέχρι σήμερα, ο καπιταλισμός μπόρεσε μόνο να διατηρήσει την απόρριψη της φύσης και την καταστρεπτική οικολογική τάση του, συγκεντρώνοντας τεχνητά οικολογικά εμπορεύματα από διάφορους κλάδους της καπιταλιστικής βιομηχανίας -για παράδειγμα στη γεωργία. Αυτό δημιουργεί μια δυσλειτουργική οικολογική τάση προς την οικολογική ομοιομορφία και την απλότητα που αναπόφευκτα οδηγεί σε απώλεια και εξαφάνιση της βιοποικιλότητας.
 


Οι μακροπρόθεσμες κοινωνικές επιπτώσεις της καπιταλιστικής οικολογίας είναι τρομακτικά συγκεχυμένες (πέρα από την προφανή βία που χρησιμοποιούν οι καπιταλιστές για τη συσσώρευση γης και πόρων). Όπως σχολιάζει ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ, η αντίφαση της οικολογικής καταστροφής θα μπορούσε να είναι μια αυτοσυντηρούμενη καταιγίδα που ο καπιταλισμός έχει τη δυνατότητα να τη θέσει υπό έλεγχο. Ή θα μπορούσε η εύθραυστη μονοκαλλιέργεια της τροφικής μας αλυσίδας να οδηγήσει σε μια οδυνηρή κατάρρευση του καπιταλισμού μέσα από συγκρούσεις με σοβαρές επιπτώσεις και στο στένεμα των οικολογικών οριζόντων σ' έναν μετακαπιταλιστικό κόσμο.

Όποιες και αν είναι οι επιπτώσεις για την ανθρώπινη κοινωνία, οι συνέπειες της εξαφάνισης για τη ζωή είναι πλέον ξεκάθαρες. Είτε τη δούμε μέσα από την οπτική των επερχόμενων γενεών είτε στην κλίμακα του γεωλογικού χρόνου - η Έκτη Εξαφάνιση είναι ένα περαιτέρω σύμπτωμα της "παλινδρόμησης της αστικής κοινωνίας στη βαρβαρότητα" για την οποία η Ρόζα Λούξεμπουργκ μας προειδοποίησε πριν από έναν αιώνα.

Οι συνέπειες για την ευρύτερη ανθρώπινη κατάστασή μας είναι επίσης πολύ σοβαρές. Στην καλύτερη περίπτωση, η εξελισσόμενη κρίση της εξαφάνισης αντιπροσωπεύει μια διάβρωση της ίδιας της φύσης μας μέσα από το στένεμα των αντιληπτικών μας οριζόντων και μέσα από την αυξανόμενη απομόνωση και αλλοτρίωσή μας από τη φύση - δηλαδή την αυξανόμενη υπαρξιακή μοναξιά του συλλογικού μας είδους. Στη χειρότερη περίπτωση, η κρίση της βιοποικιλότητας του καπιταλισμού αντιπροσωπεύει μια αποσταθεροποιητική πορεία προς την ευαίσθητη οικολογική ομοιομορφία. Καθώς η βιοποικιλότητα εξασθενεί, οι κοινωνικές εναλλακτικές μας και τα συστήματα υποστήριξης της ζωής μπορεί να υποβαθμιστούν σε τέτοιο σημείο που η καταστροφή του περιβάλλοντος θα συμβάλλει στον "κοινό αφανισμό των ανταγωνιστικών τάξεων". 
 
Το αποτέλεσμα των ταξικών αγώνων που θα έρθουν θα καθορίσει αν η απώλεια βιοποικιλότητας που συνδέεται με την Έκτη Εξαφάνιση θα μπορέσει να σταματήσει ή να αντιστραφεί. Τα αποτελέσματα του αγώνα θα καθορίσουν επίσης εάν η Ανθρωπόκαινος θα λογίζεται σε βάθος χρόνου ως μια γεωλογική εποχή κάτω από το σοσιαλισμό (με μια ιστορικά βιώσιμη οικολογία), ή ένα σύντομο, απότομο καταστροφικό γεγονός κάτω από τον καπιταλισμό.

Σχόλια