Τα όρια της εργάσιμης ημέρας


ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ, 1ος Τόμος, Κεφάλαιο 10, Μέρος 1ο

Ξεκινήσαμε με την υπόθεση ότι η εργατική δύναμη πουλιέται και αγοράζεται στην αξία της. Η αξία της, όπως και η αξία όλων των άλλων εμπορευμάτων, καθορίζεται από τον αναγκαίο χρόνο εργασίας για την παραγωγή της. Αν η παραγωγή των ημερήσιων μέσων συντήρησης που χρειάζεται ο εργάτης κατά μέσο όρο απαιτεί 6 ώρες, πρέπει να εργάζεται, κατά μέσο όρο, 6 ώρες την ημέρα, για να παράγει την ημερήσια εργατική του δύναμη, ή για να αναπαράγει την αξία που εισπράττει από την πώλησή της. Το αναγκαίο μέρος της εργάσιμης ημέρας του είναι, επομένως, ceteris paribus [με τα άλλα στοιχεία αμετάβλητα], μια δοσμένη ποσότητα, 6 ώρες. Αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για να δοθεί η έκταση της εργάσιμης ημέρας.
Εργ/μη μέρα 1.
Εργ/μη μέρα 2.
Εργ/μη μέρα 3.
A–––B–Γ.
A–––B––Γ.
A–––B–––Γ.

Ας υποθέσουμε ότι η γραμμή Α-Β παριστάνει τη διάρκεια του αναγκαίου χρόνου εργασίας, ας πούμε 6 ώρες. Η προέκταση Β-Γ της γραμμής Α-Β παριστάνει τη διάρκεια της υπερεργασίας. Αφού η εργάσιμη ημέρα είναι Α-Β + Β-Γ ή Α-Γ, μεταβάλλεται ανάλογα με τη μεταβλητή Β-Γ. Από τη στιγμή που η Α-Β είναι σταθερή, ο λόγος Β-Γ προς Α-Β μπορεί πάντα να μετρηθεί. Στην εργάσιμη ημέρα 1 είναι το 1/6, στην εργάσιμη ημέρα 2 τα 3/6, στην εργάσιμη ημέρα 3 τα 6/6 του Α-Β. Αφού κιόλας ο λόγος της υπερεργασίας προς την αναγκαία εργασία καθορίζει το ποσοστό της υπεραξίας, το τελευταίο δίνεται από το ποσό Β-Γ προς Α-Β. Ισούται με τρεις διαφορετικές εργάσιμες ημέρες, 16,33%, 50% και 100%. Από την άλλη, το ποσοστό της υπεραξίας από μόνο του δεν θα μπορούσε να μας δώσει την επέκταση της εργάσιμης ημέρας. Αν αυτό το ποσοστό ήταν, πχ, 100%, η εργάσιμη ημέρα μπορεί να ήταν 8, 10, 12 ή και παραπάνω ώρες. Θα υποδήλωνε ότι τα δύο συστατικά στοιχεία της εργάσιμης ημέρας, η αναγκαία εργασία και η υπερεργασία, θα ήταν ίδιας διάρκειας, αλλά όχι πόσο μεγάλη θα ήταν η κάθε μια τους.

Παρόλο που η εργάσιμη ημέρα δεν είναι μια σταθερή, αλλά μια ρευστή ποσότητα, μπορεί από την άλλη μεριά, να ποικίλλει μέσα σε κάποια όρια. Το ελάχιστο όριο όμως δεν μπορεί να προσδιοριστεί. Φυσικά, αν πάρουμε τη γραμμή επέκτασης Β-Γ ή υπερεργασία ίση με το μηδέν, τότε έχουμε το ελάχιστο όριο, δηλαδή το μέρος της ημέρας κατά το οποίο ο εργάτης πρέπει οπωσδήποτε να δουλέψει για τη δική του συντήρηση. Στη βάση της καπιταλιστικής παραγωγής, όμως, αυτή η αναγκαία εργασία μπορεί να καλύπτει μόνο ένα μέρος της εργάσιμης ημέρας. Η ίδια η εργάσιμη ημέρα δεν μπορεί να μειωθεί στο σ' αυτό το ελάχιστο. Από την άλλη, η εργάσιμη ημέρα έχει ένα μέγιστο όριο. Δεν μπορεί να παραταθεί πέρα από ένα σημείο. Αυτό το μέγιστο όριο προσδιορίζεται από δύο πράγματα. Πρώτον, από τις φυσικές δεσμεύσεις της εργατικής δύναμης. Μέσα στις 24 ώρες μιας φυσικής μέρας ο άνθρωπος μπορεί να ξοδέψει μόνο μια ορισμένη ποσότητα της ζωτικής του δύναμης. Κατά τον ίδιο τρόπο που ένα άλογο μπορεί να δουλεύει μέρα παρά μέρα επί οχτώ ώρες. Χρειάζεται ένα μέρος της ημέρας για ξεκούραση, ύπνο. Κατά τη διάρκεια του άλλου μέρους ο άνθρωπος πρέπει να ικανοποιήσει άλλες φυσικές του ανάγκες, όπως το φαγητό, το πλύσιμο, το ντύσιμο. Πέρα από αυτούς τους καθαρά φυσικούς περιορισμούς, η επέκταση της εργάσιμης ημέρας συναντά και ηθικούς. Ο εργάτης χρειάζεται ώρα για να ικανοποιήσει τις πνευματικές και κοινωνικές του επιθυμίες, η έκταση και ο αριθμός των οποίων καθορίζεται από τη γενική κατάσταση της κοινωνικής προόδου. Η απόκλιση της εργάσιμης ημέρας, λοιπόν, κυμαίνεται μέσα σε κάποια φυσικά και κοινωνικά όρια. Αλλά και οι δύο αυτές συνθήκες περιορισμού είναι από τη φύση τους πολύ ελαστικές και επιτρέπουν μεγάλες αποκλίσεις. Έτσι βρίσκουμε εργάσιμες ημέρες των 8, των 10, των 12, των 14, των 16, των 18 ωρών, δηλαδή των πιο διαφορετικών διαρκειών.

Ο καπιταλιστής αγόρασε την εργατική ημέρα σε ημερήσια βάση. Γι' αυτόν η αξία χρήσης συντελείται στη διάρκεια μιας εργάσιμης ημέρας. Έτσι απόκτησε το δικαίωμα να κάνει τον εργάτη να δουλεύει γι' αυτόν στη διάρκεια της ημέρας. Αλλά τι είναι η εργάσιμη ημέρα;

Σε κάθε περίπτωση λιγότερο από μια φυσική ημέρα. Ο καπιταλιστής έχει τις δικές του απόψεις γι' αυτή την ultima Thule (το υπέρτατο όριο), το αναγκαίο όριο της εργάσιμης ημέρας. Ως καπιταλιστής είναι απλά η προσωποποίηση του κεφαλαίου. Η ψυχή του είναι η ψυχή του κεφαλαίου. Αλλά το κεφάλαιο έχει μόνο μια ζωική παρόρμηση, την τάση να δημιουργεί αξία και υπεραξία, να κάνει το σταθερό του παράγοντα, τα μέσα παραγωγής, να απορροφούν τη μεγαλύτερη δυνατή ποσότητα υπερεργασίας.

Το κεφάλαιο είναι νεκρή εργασία που, σαν βρικόλακας, ζει μόνο ρουφώντας ζωντανή εργασία, και ζει τόσο περισσότερο όσο περισσότερη εργασία ρουφάει. Ο χρόνος κατά τον οποίο ο εργάτης δουλεύει είναι ο χρόνος κατά τον οποίο ο καπιταλιστής καταναλώνει την εργατική δύναμη που αγόρασε απ' αυτόν.

Αν ο εργάτης καταναλώνει τη διαθέσιμη ώρα του για τον εαυτό του, κλέβει τον καπιταλιστή.

Ο καπιταλιστής τότε παίρνει τη θέση του στο νόμο ανταλλαγής των εμπορευμάτων. Κι αυτός, όπως και όλοι οι άλλοι αγοραστές, θέλει να αποκομίσει το μεγαλύτερο δυνατό όφελος από την αξία χρήσης αυτού του εμπορεύματος. Έξαφνα υψώνεται η φωνή του εργάτη που πνίγεται στη θύελλα και το άγχος της διαδικασίας της παραγωγής:

Το εμπόρευμα που σου πούλησα διαφέρει από το πλήθος των άλλων εμπορευμάτων στο ότι η χρήση του παράγει αξία, και μάλιστα μια αξία μεγαλύτερη από την αξία του ίδιου του εμπορεύματος. Γι' αυτό το λόγο την αγόρασες. Αυτό που από τη μεριά σου εμφανίζεται σαν αυθόρμητη επέκταση του κεφαλαίου, είναι από τη δική μου επιπλέον δαπάνη εργατικής δύναμης. Εγώ κι εσύ αναγνωρίζουμε στην αγορά μόνο ένα νόμο, αυτόν της ανταλλαγής εμπορευμάτων. Και η κατανάλωση του εμπορεύματος ανήκει όχι στον πωλητή, που αποχωρεί μαζί του, αλλά στον αγοραστή που την αποκτά. Σε σένα, επομένως ανήκει η χρήση της ημερήσιας εργατικής μου δύναμης. Αλλά με την τιμή που πληρώνεις γι' αυτή κάθε μέρα, πρέπει κι εγώ να την αναπαράγω καθημερινά, και να την ξαναπουλάω. Εκτός από τη φυσική εξάντληση με την ηλικία, κτλ, πρέπει να είμαι ικανός την επομένη να εργαστώ με την ίδια κανονική ποσότητα δύναμης, υγείας και φρεσκάδας, όπως και σήμερα. Μου κηρύττεις σταθερά τα ευαγγέλια του "νοικοκύρη" και του "ολιγαρκή". Ωραία! Σαν ευσυνείδητος κι εγώ νοικοκύρης της ιδιοκτησίας μου, θα διαχειριστώ το μόνο μου πλούτο, την εργατική μου δύναμη, και θα απέχω από κάθε αλόγιστη σπατάλη της. Θα ξοδεύω καθημερινά, θα κινητοποιώ, θα ενεργοποιώ μόνο όση αρμόζει στη φυσική της διάρκεια, και υγιή ανάπτυξη. Από μία απεριόριστη επέκταση της εργάσιμης ημέρας μπορεί σε μια μέρα να χρησιμοποιήσεις ποσότητα εργασίας μεγαλύτερη από όση μπορώ να αποθηκεύσω μέσα σε τρεις ημέρες. Ό,τι κερδίζεις εσύ σε εργασία, το χάνω εγώ σε περιεχόμενο. Η χρησιμοποίηση της εργατικής μου δύναμης και η λεηλασία της είναι αρκετά διαφορετικά πράγματα. Αν ο μέσος χρόνος που μπορεί να ζήσει ο μέσος εργάτης (κάνοντας μια συγκεκριμένη ποσότητα εργασίας), είναι 30 χρόνια, η αξία της εργατικής μου δύναμης που μου πληρώνεις με την ημέρα είναι το 1/365/30 ή το 1/10950, της συνολικής της αξίας. Αλλά αν την καταναλώνεις για δέκα χρόνια, μου πληρώνεις την ημέρα το 1/10950 αντί για το 1/3650 της συνολικής της αξίας, δηλαδή, μόνο το 1/3 της ημερήσιας αξίας, και μου κλέβεις, έτσι, κάθε μέρα, τα 2/3 της αξίας του εμπορεύματός μου. Μου πληρώνεις την εργατική δύναμη μιας ημέρας, ενώ χρησιμοποιείς την εργατική δύναμη τριών ημερών. Αυτό είναι ενάντια στη σύμβασή μας και ενάντια στο νόμο των ανταλλαγών. Απαιτώ, συνεπώς, μια εργάσιμη ημέρα κανονικής διάρκειας, και την απαιτώ χωρίς να επικαλούμαι την καρδιά σου, γιατί στα χρηματικά ζητήματα το συναίσθημα είναι εκτός τόπου. Μπορεί να είσαι ένα πρότυπο πολίτη, ίσως και μέλος της Κοινωνίας για την Πρόληψη της Κακομεταχείρισης των Ζώων, και με την ευωδία της αγιότητας κιόλα. Αλλά αυτό που μου παρουσιάζεις κατά πρόσωπο δεν έχει καρδιά μέσα στα στήθια του. Αυτό που μοιάζει να χτυπάει εκεί είναι ο χτύπος της δικής μου καρδιάς. Απαιτώ μια κανονική εργάσιμη ημέρα γιατί, όπως ο κάθε πωλητής έτσι κι εγώ, απαιτώ την αξία του εμπορεύματός μου.

Βλέπουμε έτσι, ότι πέρα από τα εξαιρετικά ελαστικά όρια, η ίδια η φύση της ανταλλαγής εμπορευμάτων δεν θέτει κανένα όριο στην εργάσιμη ημέρα, κανένα όριο στην υπεραξία. Ο καπιταλιστής διατηρεί τα δικαιώματά του σαν αγοραστής όταν προσπαθεί να κάνει τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας όσο το δυνατό μεγαλύτερη, και να βγάζει, όποτε έχει τη δυνατότητα, δύο εργάσιμες ημέρες από μία. Από την άλλη, η ιδιόρρυθμη φύση του εμπορεύματος που πουλιέται συνεπάγεται ένα όριο στην κατανάλωσή του για τον αγοραστή, και ο εργάτης διατηρεί το δικαίωμά του ως πωλητής όταν θέλει να ελαττώσει την εργάσιμη ημέρα σε μια κανονική φυσιολογική διάρκεια. Υπάρχει εδώ, λοιπόν, μια αντινομία, δίκαιο εναντίον δικαίου, που διεκδικούν και τα δύο εξίσου τη σφραγίδα του νόμου των ανταλλαγών. Ανάμεσα σε ίσα δικαιώματα, το ποιος έχει δίκιο κρίνεται στη δύναμη. Γι' αυτό και στην ιστορία της καπιταλιστικής παραγωγής, ο προσδιορισμός του τι είναι εργάσιμη ημέρα, εμφανίζεται σαν αποτέλεσμα μιας διαπάλης, μιας πάλης ανάμεσα στο συλλογικό κεφάλαιο, την τάξη των καπιταλιστών, και στη συλλογική εργασία, την εργατική τάξη. 






Σχόλια