Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του '74



Η επίσημη προπαγάνδα για την Κύπρο έχει σύνθημα το "Δεν Ξεχνώ". Στην πράξη, η μνήμη της είναι πολύ επιλεκτική. Ο Πάνος Γκαργκάνας ανατρέχει στις πραγματικές συνθήκες και το χαρακτήρα της σύγκρουσης.


Αυτό τον Ιούλη κλείνουν 20 χρόνια από το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας στην Κύπρο και την εισβολή της Τουρκίας που ακολούθησε.

Τα γεγονότα εκείνων των ημερών συνήθως παρουσιάζονται με τρόπο που υποβαθμίζει τη σημασία του πραξικοπήματος και υπερτονίζει την "επέμβαση του Αττίλα". Ο ρόλος του Ιωαννίδη και της χουντικής κυβέρνησής του περιορίζεται στη συνειδητή ή ασυνείδητη αδυναμία τους να καταλάβουν ότι έπαιξαν το παιχνίδι της Τουρκίας και ότι έδωσαν την ευκαιρία -με τις πλάτες των ΗΠΑ- να αρπάξει το 40% της Κύπρου.

Μ' αυτό τον τρόπο χάνεται η πραγματική εικόνα της σύγκρουσης του 1974 και η άρχουσα τάξη στην Ελλάδα απαλλάσσεται από τις ευθύνες της που ήταν τεράστιες -τόσες όσες και της άλλης πλευράς.

Το 1974 στο έδαφος της Κύπρου έγινε ένας περιορισμένος ελληνοτουρκικός πόλεμος που δε γενικεύτηκε γιατί η ελληνική χούντα κατέρρευσε. Ήταν ένα θερμό επεισόδιο σ' ένα παρατεταμένο ελληνοτουρκικό ψυχρό πόλεμο, μια αντιδραστική διαμάχη ανάμεσα σε δυο καπιταλισμούς που φιλοδοξούν να αναδειχθούν σε κυρίαρχους υποϊμπεριαλισμούς της περιοχής.

Σήμερα, 20 χρόνια μετά, η απειλή μιας τέτοιας αντιδραστικής σύγκρουσης δεν έχει πάψει να υπάρχει. Αντίθετα, όλα τα στοιχεία μιας νέας κρίσης παρόμοιας με αυτή του 1974, υπάρχουν ξανά. Και γι' αυτό είναι απαραίτητο να σταθούμε προσεκτικά στις εμπειρίες του 1974 για να βγάλουμε τα απαραίτητα συμπεράσματα: τι είναι αυτό που έσπρωξε και σπρώχνει σε μια αναμέτρηση Ελλάδας-Τουρκίας, υπάρχει κάποια πλευρά που έχει το δίκιο με το μέρος της και πώς μπορούμε να σταματήσουμε έναν άδικο πόλεμο;

Προαιώνιοι εχθροί;

Για τις εθνικιστικές απόψεις, είναι αδιανόητο ακόμα και το να τεθούν αυτά τα ερωτήματα. Η Ελλάδα και η Τουρκία είναι προαιώνιοι εχθροί και το μόνο ερώτημα που μπαίνει είναι πώς θα αντιμετωπιστεί η τουρκική απειλή.

Το πόσο λάθος είναι αυτή η αντιμετώπιση φαίνεται και μόνο αν θυμηθούμε τον πόλεμο του 1922, τότε που ο ελληνικός στρατός συμμετείχε στο πλευρό των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων σε μια αντιδραστική εκστρατεία στα βάθη της Μικράς Ασίας. Δεν είναι, δηλαδή, αυτονόητο το ποιος έχει το δίκιο με το μέρος του: άλλο το 1821, άλλο το 1922 και άλλο το 1974. Χρειάζεται συγκεκριμένη αντιμετώπιση σε κάθε ιστορική περίοδο.

Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη συγκρότηση των δύο στρατοπέδων του Ψυχρού Πολέμου, η Ελλάδα και η Τουρκία συναποτελούν τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Τα τελευταία 40 χρόνια οι απόπειρες θεμελίωσης της "ελληνοτουρκικής φιλίας" στα πλαίσια της δυτικής συμμαχίας εναλλάσσονται με δραματικές κρίσεις: 1955, 1963-64, 1974, 1987.

Πώς εξηγείται αυτό το φαινόμενο; Η πιο συνηθισμένη θεωρία είναι ο "αμερικάνικος δάκτυλος". Οι ΗΠΑ, αλλά και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι, προτιμάνε την Τουρκία απέναντι στην Ελλάδα (γιατί θεωρούν ότι έχει μεγαλύτερη στρατηγική σημασία) κι έτσι την ενθαρρύνουν να προβάλλει απαιτήσεις και διεκδικήσεις σε βάρος της Ελλάδας. Η Ελλάδα είναι πάντοτε αδικημένη και αμυνόμενη και αντιστέκεται όχι μόνο στην Τουρκία αλλά έμμεσα και στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές χώρες.

Αυτή η εξήγηση δεν ταιριάζει με τα γεγονότα. Στην κρίση του 1963-64, παραδείγματος χάρη, όταν οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις έκλειναν τον τουρκοκυπριακό πληθυσμό σε μικρούς θύλακες-γκέτο, οι ΗΠΑ είχαν απευθύνει τελεσίγραφο στην Τουρκία για να μην επέμβει στην Κύπρο. Και στην κρίση του 1973-74 αρχικά η χούντα στην Ελλάδα ήταν το χαϊδεμένο παιδί του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην περιοχή, καθώς ήταν σίγουρα πολύ πιο φιλική σε σύγκριση με τις τουρκικές κυβερνήσεις εκείνης της εποχής.

Στην πραγματικότητα, ο ελληνικός και ο τούρκικος καπιταλισμός βρισκόταν και βρίσκονται σε ανταγωνισμό για την κατάκτηση της θέσης του κυρίαρχου υποϊμπεριαλισμού στην περιοχή. Η ίδια η μεταπολεμική εξέλιξη του ιμπεριαλισμού ανέδειξε πολλές τέτοιες τοπικές συγκρούσεις. Χιλή-Αργεντινή, Ιράν-Ιράκ, Ινδία-Πακιστάν είναι μερικά από τα πιο γνωστά παραδείγματα τέτοιων ανταγωνισμών.

Η έννοια του υποϊμπεριαλισμού δεν καλύπτει μόνο το χώρο του τοπικού χωροφύλακα που εξυπηρετεί τις στρατηγικές ανάγκες του ιμπεριαλισμού. Συνδυάζεται και με το ρόλο της αναδυόμενης οικονομικής δύναμης που μετατρέπεται σε "κεφαλοχώρι" της περιοχής. Σε ορισμένες περιπτώσεις η ανάπτυξη του καπιταλισμού στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες -η διεθνοποίηση του κεφαλαίου, η αποαποικιοποίηση, οι πιέσεις του Ψυχρού Πολέμου- έφερε κάποιες χώρες στην αναμφισβήτητη θέση της τοπικής κυρίαρχης δύναμης, π.χ. τη Νότια Αφρική απέναντι σε ολόκληρο τον αφρικανικό νότο. Αλλού όμως οι διεκδικητές ήταν περισσότεροι από ένας.

Κάτω απ' αυτό το πρίσμα πρέπει να δούμε και την κορύφωση της ελληνοτουρκικής διαμάχης το 1974.

Αιγαίο: πετρέλαια και αεροναυτικός έλεγχος

Αν και ο πόλεμος έγινε στην Κύπρο, είναι μύθος ότι ο στόχος της κάθε πλευράς ήταν να προστατέψει τη δική της κοινότητα στην Κύπρο. Ο καλύτερος τρόπος για να το δούμε αυτό, είναι να κατανοήσουμε το ρόλο που έπαιξε στη σύγκρουση η διαμάχη για το Αιγαίο.

Στις 15 Ιούλη του 1974 όταν εκδηλώθηκε το πραξικόπημα Ιωαννίδη-Σαμψών στην Κύπρο, το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας της Τουρκίας συνεδρίασε έκτακτα για να εξετάσει την κατάσταση. Βασικός εισηγητής ήταν ο Ντενίς Μπαϊκάλ, στενός συνεργάτης τότε του Ετσεβίτ και υπουργός Οικονομικών, ο οποίος τόνισε: "Δεν μας απασχολεί αν έγινε πραξικόπημα ή όχι. Αν ανατράπηκε ο Μακάριος ή όχι... Το σημαντικό είναι ότι η Ελλάδα επίσημα θα μας κυκλώσει από το Νότο, θα είναι σε θέση να ελέγξει την κεντρική και ανατολική Μικρασία και να δεσπόσει στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτό είναι το επίμαχο σημείο. Γιατί το φλέγον ζήτημα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις αναφέρεται στο Αιγαίο. Έχει σχέση με την υφαλοκρηπίδα. Το πρόβλημα προέκυψε όταν η Ελλάδα ανακάλυψε πετρέλαιο στην περιοχή...

...Η μη προσέγγιση της Ελλάδας σε συνεννόηση -μετά τις συζητήσεις της Οτάβας και των Βρυξελλών- η έξοδος του Τσανταρλή (τούρκικο ερευνητικό σκάφος) με τη συνοδεία τουρκικών πολεμικών σκαφών στις αμφισβητούμενες περιοχές του Αιγαίου για έρευνες ήταν μια πραγματική κατάσταση. Επί μέρες με το χέρι στη σκανδάλη τουρκικά και ελληνικά πλοία ήταν αντιμέτωπα. Η Ελλάδα τότε, με την πίεση του ΝΑΤΟ, δέχτηκε να παρακαθήσει στις συνομιλίες στην Οτάβα και τις Βρυξέλλες, οι οποίες όμως δεν απέδωσαν. Αν δεν μεσολαβούσε η παρούσα κρίση (εννοεί την Κύπρο) το έναυσμα θα ήταν το Αιγαίο. Η κυβέρνηση Ετσεβίτ ήταν αποφασισμένη..."

Το 1973-74 ήταν η χρονιά του τρίτου αραβοϊσραηλινού πολέμου στη Μέση Ανατολή, η χρονιά του αραβικού εμπάργκο στο πετρέλαιο προς τη Δύση, του ξεσπάσματος της "πετρελαϊκής κρίσης" που έστειλε την τιμή του πετρελαίου στα ύψη. Κοιτάσματα που προηγούμενα θεωρούνταν περιθωριακά και αντιοικονομικά απέκτησαν ξαφνικά μεγάλη οικονομική και στρατηγική αξία. Αυτό ήταν το υπόβαθρο της στρατιωτικής αντιπαράθεσης για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου.

Η χούντα είχε ήδη προχωρήσει με την ανακάλυψη του Πρίνου και η τουρκική κυβέρνηση απάντησε παραχωρώντας άδειες για εκμετάλλευση κοιτασμάτων στα διεθνή ύδατα του Αιγαίου. Το "νομικό" ζήτημα αν τα νησιά έχουν δικαίωμα για υφαλοκρηπίδα ή όχι, έγινε καυτό μέτωπο: υπολογίζοντας και την υφαλοκρηπίδα των νησιών η Ελλάδα έπαιρνε στον έλεγχό της το 97% της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, αποκλείοντας σχεδόν ολοκληρωτικά την Τουρκία από τα πετρέλαιά του.

Το Αιγαίο όμως δεν έγινε σημείο αντιπαράθεσης μόνο γι' αυτό το λόγο. Εξίσου σημαντικό ήταν και το ζήτημα του ελέγχου πάνω στα αεροναυτικά περάσματά του. Ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή το 1973 είχε υπογραμμίσει τις διαστάσεις που είχε πάρει η αντιπαράθεση ΗΠΑ-ΕΣΣΔ για τον έλεγχο των θαλασσών σε παγκόσμια κλίμακα. Βρισκόμασταν τότε στη φάση του Ψυχρού Πολέμου όπου οι κινήσεις των πυρηνικών υποβρυχίων, των αεροπλανοφόρων και των συνοδευτικών στόλων των δύο υπερδυνάμεων ήταν κρίσιμο μέτωπο.

Στη Διάσκεψη για το Δίκαιο της Θάλασσας τα δύο στρατόπεδα έδιναν μάχες για τον έλεγχο των στρατηγικών σημείων όπου υπήρχαν στενά ή αρχιπελάγη. Διάφορες χώρες έβλεπαν τη στρατηγική θέση τους να αναβαθμίζεται ή να υποβαθμίζεται ανάλογα με την έκβαση αυτών των συγκρούσεων για τους διεθνείς κανόνες για τα χωρικά ύδατα, τον εναέριο χώρο και τις οδηγίες διέλευσης από τα περάσματα.

Η Ελλάδα ήταν μια από αυτές τις χώρες χάρη στα νησιά του Αιγαίου. Όπως γράφει ο Θάνος Βερέμης: 

«Η διάταξη των ελληνικών νησιών και η πυκνότητα συγκέντρωσής τους σε ορισμένα σημεία του Αιγαίου σχηματίζουν αλλεπάλληλα στενά θαλάσσια περάσματα (choke points) που ελέγχουν το διάπλου πολεμικών σκαφών στην περιοχή».

Το 1973-1974 ήταν παιζόμενο αν οι Διεθνείς Κανόνες θα έδιναν το δικαίωμα στη Χούντα να κηρύξει το Αιγαίο κλειστό αρχιπέλαγος μετατρέποντας όλα τα περάσματα σε ελληνικά χωρικά ύδατα. Τον Απρίλη του 1973 οχτώ χώρες (Κύπρος, Ελλάδα, Ινδονησία, Μαλαισία, Μαρόκο, Φιλιππίνες, Ισπανία και Υεμένη) ζήτησαν αυξημένα δικαιώματα ελέγχου πάνω στη ναυσιπλοΐα. Σύμφωνα με μια εκτίμηση, εκείνη η πρόταση θα έδινε στις κυβερνήσεις 12-15 χωρών με περάσματα τη δυνατότητα να ελέγχουν τους στόλους όλων των μεγάλων δυνάμεων.

Οι Διεθνείς Διασκέψεις για το Δίκαιο της Θάλασσας δεν έφτασαν στο σημείο να κηρύξουν το Αιγαίο κλειστή θάλασσα. Έδωσαν όμως τη δυνατότητα επέκτασης των χωρικών υδάτων σε 12 μίλια, το οποίο στα μάτια της Τουρκίας σήμαινε σχεδόν ναυτικό αποκλεισμό. Σύμφωνα με υπολογισμούς του τουρκικού υπουργείου Άμυνας:

«Η Ελλάδα κατέχει σήμερα το 43,5% του Αιγαίου ενώ η Τουρκία έχει το 7,5%. Με την επέκταση των υδάτων στα 12 μίλια η Ελλάδα θα κατέχει το 71,5%... Τα διεθνή ύδατα από 49% θα περιοριστούν στο 19,7%».

Στις 12 Ιούνη του 1974 η κυβέρνηση Ετσεβίτ προειδοποίησε τη Χούντα στην Ελλάδα ότι η επέκταση των χωρικών υδάτων σε 12 μίλια στο Αιγαίο θα αποτελούσε αφορμή πολέμου.

Ουσιαστικά τα πετρέλαια και η στρατηγική σημασία του Αιγαίου είχαν οδηγήσει ήδη στις αρχές του καλοκαιριού του '74 στα πρόθυρα ενός ελληνοτουρκικού πολέμου.

Κύπρος - η τυχοδιωκτική εξόρμηση

Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες η Χούντα του Ιωαννίδη αποφάσισε να προχωρήσει στο πραξικόπημα στην Κύπρο. 

Ήταν μια κίνηση πολλαπλής σκοπιμότητας.

Πρώτα απ' όλα ήταν μια κίνηση με στόχο τη συσπείρωση της άρχουσας τάξης και των μηχανισμών της γύρω από το κλονισμένο στρατιωτικό καθεστώς. Είχε προηγηθεί η εξέγερση του Πολυτεχνείου που είχε συγκλονίσει συθέμελα τη Χούντα. Η απόπειρα σταθεροποίηση μέσα από το "φιλελεύθερο πείραμα" Μαρκεζίνη είχε αποτύχει και η δεύτερη βάρδια της Χούντας είχε αναγκαστεί να κλείσει όπως-όπως το καπάκι.

Οι στρατοκράτες ήταν διασπασμένοι τουλάχιστον σε τρεις μερίδες -στην κλίκα του Παπαδόπουλου, που μόλις είχε ανατραπεί μετά την αποτυχία της "ομαλοποίησης", στην κλίκα του Ιωαννίδη που μόλις είχε πάρει τον έλεγχο ξανακατεβάζοντας τα τανκς στους δρόμους και στις κλίκες που ήδη προσανατολίζονταν στις γέφυρες με τους πολιτικούς (Ντάβος, Γκράτσιος). Ένα πετυχημένο πραξικόπημα στην Κύπρο θα λειτουργούσε σαν τονωτική ένεση για το καθεστώς στην Αθήνα.

Παράλληλα ο Ιωαννίδης υπολόγιζε ότι το πραξικόπημα στην Κύπρο θα αναβάθμιζε τη θέση του τόσο απέναντι στην Τουρκία όσο και απέναντι στις ΗΠΑ. Η επέκταση του ελέγχου της Χούντας στην Κύπρο δεν θα είχε μόνο εσωτερικές επιπτώσεις για το καθεστώς. Είχε πολύ προφανή στρατηγική σημασία στην αναμέτρηση με την Τουρκία. Ο ελληνικός καπιταλισμός θα κατοχύρωνε το προβάδισμά του σαν ο πιο σημαντικός συνεταιρισμός των ιμπεριαλιστών, και στο Αιγαίο και στη Μέση Ανατολή.

Η κατοχύρωση αυτή γινόταν πιεστική για τον ελληνικό καπιταλισμό επειδή δεν ήταν καθόλου σίγουρος για τη στάση που θα κρατούσε η ελληνοκυπριακή άρχουσα τάξη μέσα στις συνθήκες εκείνης της κρίσης. Ο Μακάριος είχε κερδίσει τις προεδρικές εκλογές του 1968 με ποσοστό 95% και είχε κάνει σε πολλές περιπτώσεις επίδειξη ανεξαρτησίας απέναντι στο "εθνικό κέντρο". Ο κυπριακός καπιταλισμός δεν ήταν απλά και μόνο ένα "αβύθιστο αεροπλανοφόρο" που περίμενε παθητικά τη σύγκρουση Αθήνας-Άγκυρας για τον έλεγχό του. Ήταν η τρίτη κορυφή ενός τριγώνου και είχε τα δικά του ανοίγματα και προς τη Μέση Ανατολή και προς την ΕΣΣΔ.

Ο Μακάριος αντιμετώπισε την όξυνση της ελληνοτουρκικής διαμάχης στο Αιγαίο σαν ευκαιρία να απαλλαγεί από τις πιέσεις της Χούντας. Στις 12 Ιούλη του 1974 ζήτησε με επιστολή του την απομάκρυνση των αξιωματικών της Εθνοφρουράς. Η απάντηση του Ιωαννίδη ήταν το πραξικόπημα της 15ης Ιούλη.

Για όσους υποστηρίζουν ότι η παρουσία του ελληνικού στρατού στην Κύπρο θα είχε να παίξει ρόλο "εθνικοαπελευθερωτικό", εκείνη ήταν η στιγμή της αλήθειας. Όλες οι πηγές συμφωνούν ότι αν επικρατούσε το πραξικόπημα Ιωαννίδη-Σαμψών, θα προχωρούσε στην ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.

Κι όμως οι εργάτες και η νεολαία της Κύπρου αντιστάθηκαν μαχητικά στην απόπειρα της Χούντας να τους επιβάλει τους υποτιθέμενους "εθνικούς πόθους" τους με τη βία. Οι συνδυασμένες δυνάμεις της ΕΛΔΥΚ, της Εθνοφρουράς και της ΕΟΚΑ Β΄ δεν είχαν καταφέρει να επιβάλουν τον έλεγχό τους μέχρι τις 20 Ιούλη που ξεκίνησε η επέμβαση του τουρκικού στρατού.

Το αποτυχημένο αυτό πραξικόπημα αναφέρεται πάντα σαν προδοτικό, κρίνοντας από το αποτέλεσμα -δηλαδή από το γεγονός ότι στο τέλος νίκησε η Τουρκία. Όμως αυτό δεν είναι απόδειξη ότι η Χούντα ξεκίνησε τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του '74 για να τον χάσει... Το μόνο στοιχείο που προβάλλεται σαν απόδειξη προδοσίας είναι οι πληροφορίες ότι ο Σαμψών είχε σκοπό να εξαιρέσει τους τουρκοκυπριακούς θύλακες από την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.

Ακόμα κι αν θεωρήσουμε αυτές τις πληροφορίες ακριβείς (πράγμα υπερβολικό, γιατί μέσα στις συνθήκες κρίσης που επικρατούσαν κανένας δεν μπορεί να πει με σιγουριά ποιες θα ήταν οι επόμενες κινήσεις της κάθε πλευράς), οι τουρκοκυπριακοί θύλακες μέχρι το '74 αποτελούσαν μόνο το 4% του κυπριακού εδάφους. Οι σφαγές του 1963-64 και του '67 είχαν ξεριζώσει τους τουρκοκύπριους από τα χωριά τους και είχαν κλείσει το 18% του πληθυσμού μέσα σε κλειστά γκέτο που αποτελούσαν μόνο το 4% του εδάφους. Είναι δύσκολο να θεωρηθεί "διχοτόμηση" μια ένωση της Κύπρου κάτω από τέτοιες συνθήκες.

Ένα άλλο επιχείρημα περί προδοσίας είναι οι δεσμοί της Χούντας με τους Αμερικάνους, οι οποίοι τελικά την εμπόδισαν να αντιδράσει στην τουρκική απόβαση στην Κύπρο. Δεν υπάρχει όμως κανένα αποδεικτικό στοιχείο ότι ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός πριν από τον Ιούλη του '74 ευνοούσε την τουρκική κυβέρνηση απέναντι στην ελληνική Χούντα. Το αντίθετο. Οι ΗΠΑ ήθελαν να αποφύγουν τον πόλεμο ανάμεσα στους συμμάχους της ανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, αλλά το ποια πλευρά θα δεχόταν τις μεγαλύτερες πιέσεις να αποδεχθεί την έκβαση της κρίσης χωρίς να αντιδράσει δεν ήταν προκαθορισμένο. Η Χούντα σίγουρα είχε το πράσινο φως για το πραξικόπημα και αν κατάφερνε να ελέγξει την κατάσταση στην Κύπρο και στην Ελλάδα ίσως και να κρατούσε την εύνοια των ΗΠΑ.

Αυτό που έδωσε τη χαριστική βολή στην τυχοδιωκτική πολεμική εξόρμηση του Ιωαννίδη ήταν η μαζική αντίσταση στην Κύπρο και την Ελλάδα.

Η "επιστράτευση της σαγιονάρας"

Η μεγαλύτερη έκπληξη περίμενε τους στρατοκράτες της Χούντας όταν προσπάθησαν να κηρύξουν επιστράτευση στην Ελλάδα για να αντιμετωπίσουν τον πόλεμο που είχε ήδη ξεσπάσει στην Κύπρο. Η επιστράτευση εξελίχθηκε σε ένα τρομερό φιάσκο. Ο κόσμος διαισθάνονταν ότι ο εχθρός βρίσκεται μέσα στην ίδια μας τη χώρα και δεν είναι άλλος από τη Χούντα και τους στρατοκράτες που είχαν μακελέψει το Πολυτεχνείο. Αντί για κλίμα πολεμικού ενθουσιασμού κυριαρχούσε η πολιτική συζήτηση και η προσμονή της ευκαιρίας για αντιχουντική δράση. Στα καφενεία, στις πλατείες, στα τρένα που μετέφεραν τους επιστρατευμένους, το μίσος απέναντι στη Χούντα διατυπώνονταν ανοιχτά. Οι επιστρατευμένοι εργάτες μετέφεραν την οργή τους και μέσα στους στρατώνες. Οι αξιωματικοί διαπίστωναν με τρόμο ότι όχι μόνο δεν έλεγχαν την επιστράτευση αλλά ότι χαλάρωνε σημαντικά η πειθαρχία και μέσα στους φαντάρους. Ποτέ δεν τόλμησαν να μοιράσουν όπλα στους χιλιάδες εργάτες που μάζεψαν στους στρατώνες. Δεν τολμούσαν καν να τους βάλουν στη διαδικασία των ασκήσεων, της υποταγής στα στρατιωτικά παραγγέλματα και της ομοιομορφίας της στολής. Η τηλεόραση αναγκαστικά έδινε στις ειδήσεις ζωντανές εικόνες της απειθαρχίας και της διάλυσης, της "επιστράτευσης της σαγιονάρας". Αυτή η αυθόρμητη αντίδραση των εργατών έκανε τους στρατοκράτες να καταλάβουν ότι το καθεστώς τους δεν άντεχε να προχωρήσει σε κλιμάκωση του πολέμου.

Η αντιπολεμική-αντιχουντική διάθεση του κόσμου στρίμωξε τη Χούντα στη γωνία μιας στρατιωτικής ήττας στην Κύπρο και ταυτόχρονα ενός ανεξέλεγκτου ξεσπάσματος στο εσωτερικό. Στη Βόρεια Ελλάδα ο στρατηγός Ντάβος έστειλε μήνυμα ("προνουτσιαμέντο") ότι οι αξιωματικοί των μονάδων του υποστηρίζουν ένα άνοιγμα προς τους πολιτικούς. Ο στρατηγός Γκιζίκης, ο "Πρόεδρος της Δημοκρατίας" της Χούντας του Ιωαννίδη, κάλεσε τον Καραμανλή και την κυβέρνηση "Εθνικής Ενότητας" να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά.

Οι εφημερίδες της εποχής προσπάθησαν να εξηγήσουν το φιάσκο της επιστράτευσης με θεωρίες ότι η Χούντα δεν είχε όπλα να μοιράσει, δεν ήταν οργανωτικά έτοιμη για πόλεμο. Αυτές ήταν θεωρίες εκ των υστέρων. Η αλήθεια είναι ότι ο Ιωαννίδης είχε αρχίσει έναν τρομακτικό αγώνα δρόμου εξοπλισμών παραγγέλνοντας μαχητικά Φάντομ και βομβαρδιστικά Α7, που οι Αμερικάνοι ήταν πρόθυμοι να του πουλήσουν.

Δεν ήταν οι πολεμικές προετοιμασίες που έλειψαν από τη Χούντα. Ο καθοριστικός παράγοντας ήταν το μίσος των εργατών και της νεολαίας για τους καραβανάδες. Το πρώτο αυθόρμητο σύνθημα στις διαδηλώσεις της Αθήνας ήταν "Φόλα στο σκύλο της ΕΣΑ" και "ΕΣΑ, ΕςΕς, Βασανιστές". Το τελευταίο πράγμα που ήταν διατεθειμένος να δεχθεί ο κόσμος από εκείνο το καθεστώς ήταν να τον οδηγήσει σε πόλεμο. Αυτή ήταν η δύναμη που εμπόδισε μια γενικότερη ανάφλεξη του πολέμου, οδηγώντας τη Χούντα στην κατάρρευση.


Σοσιαλισμός Από τα Κάτω, Ν.12, Ιούλης-Αύγουστος 1994

Σχόλια