Τα μαθήματα της Βαϊμάρης

 Γερμανική επανάσταση, Νοέμβρης 1918: «Όλη η εξουσία στα συμβούλια των εργατών και των στρατιωτών»

 

Ο Λέανδρος Μπόλαρης παρουσιάζει ανατρεπτικά ένα νέο βιβλίο που ανατρέχει στην “Ανάπηρη Δημοκρατία του 1918-1933” στη Γερμανία.

 
Οι αναφορές στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης γίνονται όλο και συχνότερες το τελευταίο διάστημα, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Η πρώτη Γερμανική Δημοκρατία, που απέκτησε το Σύνταγμά της το 1919 στη πόλη της Βαϊμάρης, κατέρρευσε άδοξα κάτω από τα χτυπήματα του ναζισμού το 1933. Πολύ λίγα από τα δεκατέσσερα χρόνια της ήταν χρόνια σταθερότητας και ευημερίας. Ο υπερπληθωρισμός του 1923, η οικονομική κρίση από το 1929, η άνοδος των ναζί, είναι γεγονότα που έχουν μείνει στην ιστορική μνήμη. Το φάντασμα της Βαϊμάρης αρχίζει να πλανιέται ξανά πάνω από όσους θεωρούν τους θεσμούς όπως της «Ενωμένης Ευρώπης», σαν το φράγμα που συγκρατεί τις δυνάμεις του σκότους και του χάους. Κοιτάξτε τι συνέβη όταν τέτοιοι θεσμοί κατέρρευσαν στη δεκαετία του ’30, μας προειδοποιούν.

Τι συνέβη όμως στη Γερμανία του Μεσοπολέμου; Ποια ήταν τα γεγονότα που σημάδεψαν την άνοδο και την πτώση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και ποιες οι βαθύτερες αιτίες τους; Λίγα είναι τα βιβλία που μπορεί να ανατρέξει κανείς: η αναντικατάστατη ιστορία της Γερμανικής Επανάστασης από τον Κρις Χάρμαν για την περίοδο από το 1918 μέχρι το 1923, η έξοχη βιογραφία του Χίτλερ από το Βρετανό ιστορικό Ίαν Κέρσοου, και βέβαια τα κείμενα του Λ. Τρότσκι για το φασισμό και το ενιαίο μέτωπο, γραμμένα ανάμεσα στο 1930 και το 1933. Το βιβλίο του Χάινριχ Βίνκλερ «Βαϊμάρη – Η Ανάπηρη Δημοκρατία 1918-1933» (εκδόσεις Πόλις, 2011) συμπληρώνει, όμως, το κενό που υπήρχε για μια πολιτική ιστορία όλης εκείνης της περιόδου. Ο Βίνκλερ είναι ιστορικός, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Χούμπολτ του Βερολίνου και μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (SPD). Στη δεκαετία του ’80 είχε διαδραματίσει ένα σημαντικό ρόλο στη Historikerstreit («η διαμάχη των ιστορικών»), απαντώντας σε δεξιούς διανοούμενους όπως ο Έρνεστ Νόλτε που υποστήριζαν ότι η ναζιστική θηριωδία δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια αμυντική αντίδραση στο σοβιετικό «ολοκληρωτισμό». Το βιβλίο του είναι γραμμένο από τη σκοπιά της υπεράσπισης του βασικού πυλώνα της Βαϊμάρης, της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας.

Επανάσταση και Αντεπανάσταση

Το Νοέμβρη του 1918, ένα χρόνο μετά τον Οκτώβρη του 1917 στη Ρωσία, η επανάσταση ξέσπασε στη Γερμανία. Ξεκίνησε από τους ναύτες του πολεμικού στόλου στο Κίελο, απλώθηκε στα λιμάνια και τις βιομηχανικές πόλεις της βόρειας Γερμανίας και στις 9 Νοέμβρη έφτασε στο Βερολίνο. Οι φαντάροι ενώθηκαν με τους απεργούς, ένοπλους εργάτες και το Ράιχ (Αυτοκρατορία) του Κάιζερ Γουλιέλμου κατέρρευσε. Η επανάσταση έβαλε τέλος στην προοπτική της παράτασης του ιμπεριαλιστικού αιματοκυλίσματος στα χαρακώματα.
 
Μέσα στις φλόγες του αγώνα δημιούργησαν τα ίδια όργανα αγώνα και εξουσίας, όπως τα σοβιέτ στη Ρωσία: τα «συμβούλια» (räte) των φαντάρων και των εργατών αντιπροσώπων. Μπορούσαν να πάρουν την εξουσία ακολουθώντας το παράδειγμα των Ρώσων συντρόφων τους ή υπήρχε μια άλλη ρεαλιστικότερη προοπτική;
 
Ο Βίνκλερ υποστηρίζει ότι αυτή η άλλη προοπτική ήταν εκείνη που επέβαλε, εν τέλει, το SPD. Η γερμανική σοσιαλδημοκρατία βρέθηκε μπροστά σε μια επανάσταση που δεν την ήθελε – είχε στηρίξει τη δικιά της άρχουσα τάξη στον πόλεμο και, στις παραμονές της επανάστασης, υπουργοί της μπήκαν στη «μεταβατική» αυτοκρατορική κυβέρνηση. Η ηγεσία της, αντιμέτωπη με την προοπτική της «Δημοκρατίας των Συμβουλίων» που προωθούσαν οι επαναστάτες όπως ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ, έριξε το βάρος της στην παγίωση μιας αστικής, κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας.
 
Ο Βίνκλερ αναφέρει, συμφωνώντας, την εκτίμηση του Έντουαρντ Μπερνστάιν ότι η σοσιαλιστική επανάσταση ήταν όχι μόνο αχρείαστη αλλά και επικίνδυνη για τη Γερμανία. Αχρείαστη γιατί ήταν μια δημοκρατική κοινωνία που μπορούσε να μεταρρυθμιστεί ειρηνικά και επικίνδυνη γιατί ήταν τόσο βιομηχανικά ανεπτυγμένη ώστε η αποδιοργάνωση που θα προκαλούσε μια επανάσταση θα ήταν καταστροφική. Είκοσι περίπου χρόνια πριν, η Ρόζα Λούξεμπουργκ απαντώντας στον ίδιο τον Μπερνστάιν, είχε επισημάνει ότι όποιος υποστηρίζει τη στρατηγική της μεταρρύθμισης απέναντι στη στρατηγική της κοινωνικής επανάστασης «δεν επιλέγει έναν πιο ήρεμο, πιο ασφαλή και βραδύ δρόμο προς τον ίδιο σκοπό, αλλά έναν άλλο σκοπό – και συγκεκριμένα, όχι τη δημιουργία ενός νέου κοινωνικού καθεστώτος, αλλά απλούστατα επουσιώδεις μεταβολές στο παλιό».
 
Αποδείχτηκε τραγικά σωστή. Η Ρόζα δολοφονήθηκε – μαζί με εκατοντάδες επαναστάτες – το Γενάρη του 1919 όταν η κυβέρνηση του SPD έστειλε τα Freikorps, σώματα εθελοντών αξιωματικών και στρατιωτών του παλιού στρατού, να καταστείλουν την πρόωρη εξέγερση στο Βερολίνο. Δυο μήνες μετά, τα ίδια στρατιωτικά σώματα, με τις εντολές του «σοσιαλιστή» υπουργού Άμυνας Νόσκε, θα καταστείλουν ένα μεγάλο απεργιακό κύμα στο Βερολίνο και θα στραφούν ενάντια ακόμα και στις «μετριοπαθείς» οργανώσεις των σοσιαλδημοκρατών του SPD και του USPD. Απολογισμός: 1.000 νεκροί.
 
Μέσα σε τέτοιες συνθήκες συνήλθε η Εθνοσυνέλευση που θα συνέτασσε το Σύνταγμα της νέας Δημοκρατίας, στην ήσυχη, πανεπιστημιακή πόλη της Βαϊμάρης, μακριά από το Βερολίνο με τις ριζοσπαστικές παραδόσεις του εργατικού του κινήματος. Στις εργασίες κυριαρχούσε το SPD – οι «Σοσιαλιστές της Πλειοψηφίας». Έχει σημασία να τονιστεί ότι παρά το βρώμικο ρόλο της ηγεσίας του, το κόμμα αυτό το ακολουθούσαν εκατομμύρια εργάτες όχι μόνο ένα μεγάλο μέρος της παλιάς βάσης του, αλλά και εκατομμύρια εργαζόμενοι που έμπαιναν για πρώτη φορά στην πολιτική. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα για τους φαντάρους και τους φτωχούς εργάτες γης στα ανατολικά στα μεγάλα αγροκτήματα των «Γιούνκερ» στην Ανατολική Πρωσία. Το SPD είχε πάρει τη μεγάλη πλειοψηφία στις εκλογές των εργατικών συμβουλίων και τα έπεισε ότι η μόνη σωστή στρατηγική ήταν η ενσωμάτωσή τους στο νέο δημοκρατικό καθεστώς.

Η «Υπερσυνέχεια»

Το νέο καθεστώς γεννήθηκε από την επανάσταση αλλά σημαδεύτηκε εξ αρχής από την αντεπανάσταση. Το Σύνταγμα της Βαϊμάρης αντανακλούσε αυτή την πραγματικότητα, ακόμα και στην επίσημη ονομασία του: δεν ήταν το Σύνταγμα της Γερμανικής Δημοκρατίας αλλά το Σύνταγμα του Γερμανικού Ράιχ. Στο προηγούμενο καθεστώς της Αυτοκρατορίας, το Ράιχσταγκ, η Κάτω Βουλή, είχε ακόμα περιορισμένες εξουσίες και το εκλογικό σύστημα έκανε διακρίσεις σε βάρος της εργατικής τάξης. Το νέο Σύνταγμα μπορεί να κατοχύρωνε το γενικό εκλογικό δικαίωμα, μαζί με την ψήφο των γυναικών, όμως έδινε τόσες υπερεξουσίες στον Πρόεδρο του Ράιχ, που εκλεγόταν με άμεση ψηφοφορία, ώστε να τον κάνει πιο ισχυρό από τον «πρόεδρο της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας ή τον Πρόεδρο των ΗΠΑ». Ο Πρόεδρος είχε την δυνατότητα να νομοθετεί και να διορίζει κυβερνήσεις σε «περιόδους εθνικής ανάγκης» σύμφωνα με το περίφημο άρθρο 48. Ο Χίτλερ έγινε καγκελάριος το 1933 με ένα τέτοιο προεδρικό διάταγμα.
 
Ο Βίνκλερ αναφέρει τη φράση του σοσιαλδημοκράτη Έμπερτ, του πρώτου Προέδρου της Βαϊμάρης στην Εθνοσυνέλευση του 1919: «Ήμασταν στην κυριολεξία οι διαχειριστές της χρεοκοπίας του παλαιού καθεστώτος». Και αναρωτιέται στη συνέχεια: «Τι θα είχε συμβεί στην πρώτη Γερμανική Δημοκρατία αν οι σοσιαλδημοκράτες Λαϊκοί Πληρεξούσιοι δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους διαχειριστές της πτώχευσης του παλαιού καθεστώτος αλλά πατέρες και θεμελιωτές μιας Δημοκρατίας; Όλες οι απαντήσεις κινούνται στη σφαίρα του υποθετικού». Κι όμως, η Λούξεμπουργκ είχε προειδοποιήσει τι σήμαινε αυτή η διαχείριση: «επουσιώδεις αλλαγές στο παλιό καθεστώς».
 
Πράγματι, ο ίδιος ο Βίνκλερ αναγνωρίζει ότι το SPD άφησε σε τόσο βαθμό ανέγγιχτο τον παλιό κρατικό μηχανισμό, ώστε να υπάρχει το πρόβλημα της «υπερσυνέχειας» (uberkontinuität). Ένα κραυγαλέο παράδειγμα ήρθε το 1920. Όταν κάποιοι στρατηγοί έκαναν πραξικόπημα και εγκαθίδρυσαν μια κυβέρνηση υπό τον Καπ, ο φον Σέεκτ, ο αρχηγός της Ράιχσβερ – του γερμανικού στρατού – δήλωσε στον πρόεδρο της Δημοκρατίας όταν του ζήτησε να αντιμετωπίσει το πραξικόπημα ότι «η Ράιχσβερ δεν πυροβολεί τη Ράιχσβερ».
 
Όμως, δεν επρόκειτο για παράλειψη ή για λάθος εκτίμηση εκ μέρους της σοσιαλδημοκρατίας. Για να διαλύσει τον παλιό κρατικό μηχανισμό του Κάιζερ, των γαιοκτημόνων και των μιλιταριστών, έπρεπε να συγκρουστεί με τον ίδιο τον καπιταλισμό. Σε ένα σημείο ο Βίνκλερ παρατηρεί ότι: «Οι ομοιότητες με την προηγούμενη γερμανική επανάσταση του 1848-49 ήταν ολοφάνερες. Και οι δυο επαναστάσεις ήταν έως ένα βαθμό ‘ακούσιες’. Οι σοσιαλδημοκράτες του 1918 έγιναν επαναστάτες χωρίς να το έχουν προγραμματίσει, όπως κι οι φιλελεύθεροι του 1848».
 
Το 1848 η αστική τάξη πρόδωσε την επανάσταση και συμβιβάστηκε με το Πρωσικό απολυταρχικό κράτος των ευγενών γαιοκτημόνων από το φόβο μιας νέας επαναστατικής τάξης, του προλεταριάτου. Το αποτέλεσμα αυτού του συμβιβασμού ήταν ότι το έργο της αστικής επανάστασης, το άνοιγμα του δρόμου για την ανάπτυξη του καπιταλισμού, το ανέλαβε το πρωσικό κράτος υπό τον Βίσμαρκ, από «τα πάνω». Η Γερμανία έγινε ένα ενιαίο εθνικό κράτος, απέκτησε μεγάλη βιομηχανία και σύγχρονο στρατό. Η αστική τάξη ήταν ευχαριστημένη με αυτό το συμβιβασμό: τα συμφέροντά της ικανοποιούνταν με το παραπάνω. Οι Γιούνκερ, οι Πρώσοι γαιοκτήμονες που στελέχωναν το στρατό και τη γραφειοκρατία, παρήγαγαν για την καπιταλιστική αγορά – και ακόμα κι αν τα συμφέροντά τους δεν ταυτίζονταν πάντα με εκείνα της βιομηχανίας, μοιράζονταν τις ίδιες στρατηγικές επιδιώξεις. Η δήμευση των χτημάτων τους το 1918-19 θα έσπαζε τη ραχοκοκαλιά της ισχύος τους και θα απελευθέρωνε τη δυναμική των εργατών γης. Όμως κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο για τη σοσιαλδημοκρατία, γιατί αποτελούσε κατάφωρη παραβίαση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας. Μετά το χάσιμο της επαναστατικής ευκαιρίας του 1923, οι περιοχές ανατολικά του ποταμού Έλβα έγιναν μια αντιδραστική έρημος. Εκεί θα σημείωνε τις πρώτες εντυπωσιακές επιτυχίες του το ναζιστικό κίνημα λίγα χρόνια μετά.

Τα «λύτρα της ταξικής πάλης» και η κρίση

Όλα τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι η Βαϊμάρη ήταν μια απλή συνέχεια του παλιού καθεστώτος. Η επανάσταση του 1918-19 δεν είχε καταλήξει στην νίκη των εργατών, αλλά είχε αλλάξει τον ταξικό συσχετισμό δύναμης.
 
Η κυρίαρχη τάξη είχε χάσει έναν παγκόσμιο πόλεμο. Είχε χάσει τη στρατιωτική ισχύ της. Η Συνθήκη των Βερσαλλιών τής άφηνε μόνο 100.000 στρατιώτες στη Ράιχσβερ. Έχασε ένα μεγάλο μέρος της οικονομικής ισχύος της, και η ίδια ληστρική Συνθήκη «ειρήνης» φόρτωνε στη Γερμανική οικονομία αβάσταχτα βάρη αποζημιώσεων. Στο εσωτερικό, για να αποφύγει την επανάσταση αναγκάστηκε να κάνει παραχωρήσεις. Δεν ήταν μόνο ο νόμος για το οχτάωρο, που έτσι κι αλλιώς, όπως καταγράφει ο Βίνκλερ, είχε πολλά «παραθυράκια» και άρχισε να παραβιάζεται από το 1922. Ούτε η θεσμοποίηση των εργοστασιακών συμβουλίων ως συμβουλευτικών οργάνων στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις.
 
Η κυρίαρχη τάξη αναγκάστηκε να κάνει υλικές παραχωρήσεις και να αναγνωρίσει το ρόλο των συνδικάτων σε μια σειρά τομείς: επιδόματα ανεργίας, κοινωνική ασφάλιση, κράτος πρόνοιας. Ο θεσμός των συλλογικών διαπραγματεύσεων καθιερώθηκε και τα συνδικάτα απέκτησαν ισότιμη εκπροσώπηση στις επιτροπές διαιτησίας για τις διαφορές που ανέκυπταν. Το SPD μπορεί να μην συμμετείχε στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση από το 1924 μέχρι το 1928, αλλά έλεγχε σταθερά την κυβέρνηση της Πρωσίας και άλλων κρατιδίων. Τα «λύτρα της ταξικής πάλης» όπως αποκαλεί αυτή την ισορροπία ο Βρετανός μαρξιστής ιστορικός Ντόνι Γκλουκστάιν σήμαιναν ότι ενώ προπολεμικά το μερίδιο της εργασίας στο εθνικό εισόδημα ήταν 46%, το 1928 ανερχόταν στο 62%. Πάλι σε σχέση με την προπολεμική περίοδο, οι δαπάνες για κοινωνική ασφάλιση διπλασιάστηκαν, για υγεία-πρόνοια τετραπλασιάστηκαν.
 
Η κυρίαρχη τάξη ανέχτηκε τέτοιες παραχωρήσεις, με σφιγμένα δόντια, γιατί μετά το 1924 η γερμανική οικονομία μπήκε σε τροχιά ανάκαμψης και στο πολιτικό επίπεδο η επαναστατική «απειλή» απομακρύνθηκε. Το Κομμουνιστικό Κόμμα παρέμεινε ένα μαζικό κόμμα, αλλά μειοψηφικό – στις εκλογές του 1928 η εκλογική του δύναμη ήταν το 1/3 της σοσιαλδημοκρατίας.
 
Ακόμα και η Συνθήκη των Βερσαλλιών και το ζήτημα των επανορθώσεων έγινε πιο «διαχειρίσιμο». Οι σοσιαλδημοκράτες ήταν ο πυλώνας της «πολιτικής τής εκπλήρωσης» της Συνθήκης, αλλά δεν ήταν οι μόνοι. Ο Στράζεμαν, επικεφαλής του μεγαλύτερου κόμματος της Δεξιάς, του Γερμανικού Λαϊκού Κόμματος (DVP), την υποστήριζε. Τα φτηνά δάνεια από τις ΗΠΑ του Σχεδίου Ντόου έκαναν πιο εύκολη την αποπληρωμή των επανορθώσεων και έδιναν ώθηση στην οικονομία. Η Γερμανία θα ξαναγινόταν μεγάλη δύναμη με την οικονομία της και τη σώφρονα διπλωματία.
 
Όλα αυτά τα τίναξε στον αέρα η έλευση της οικονομικής κρίσης. Τον Οκτώβρη του 1929 το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης κατέρρευσε, και στα επόμενα δυο χρόνια η κρίση είχε φτάσει στη Γερμανία, εκτινάσσοντας τον αριθμό των ανέργων στα πέντε εκατομμύρια. Οι συμβιβασμοί γίνονταν όλο και πιο ανυπόφοροι για την κυρίαρχη τάξη. Το αποτέλεσμα των εκλογών του 1928 είχε οδηγήσει στη συγκρότηση μιας κυβέρνησης «Μεγάλου Συνασπισμού» με τη συμμετοχή του SPD και καγκελάριο το σοσιαλδημοκράτη Χέρμαν Μύλερ. Τον Μάρτη του 1930, η κυβέρνησή του οδηγήθηκε στην παραίτηση με αφορμή μια σύγκρουση για το ύψος των περικοπών στα επιδόματα ανεργίας και πρόνοιας.
 
Ο πρόεδρος Χίντεμπουργκ διόρισε καγκελάριο έναν συντηρητικό πολιτικό, τον Μπρύνιγκ. Ο Βίνκλερ υπογραμμίζει ότι «η κοινοβουλευτική και εξωκοινοβουλευτική Δεξιά επιθυμούσε αυτή την εξέλιξη κυρίως επειδή δεν έβλεπε άλλο τρόπο για να συντρίψει το κοινωνικό κράτος της Βαϊμάρης». Ασκεί κριτική στο SPD γιατί αποδέχτηκε αυτή την εξέλιξη και απέτυχε να υπερασπίσει την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Αυτό θα μπορούσε να το κάνει, υποστηρίζει, αν δεν έφευγε από την κυβέρνηση του «Μεγάλου Συνασπισμού».
 
Το πραγματικό δίλημμα της Σοσιαλδημοκρατίας το είχε θέσει στο έκτακτο συνέδριο του SPD στη Λειψία τον Μάρτη του 1931 ο Φριτζ Τάρνοβ, ηγετικό στέλεχος των συνδικάτων και βουλευτής: «Στεκόμαστε… στο κρεβάτι του πόνου του καπιταλισμού… σαν το γιατρό που επιθυμεί να κάνει τον άρρωστο καλά; Ή σαν τους χαρούμενους κληρονόμους που βιάζονται να έλθει ο φυσικός θάνατος και μάλιστα θα ήθελαν να τον επιταχύνουν με δηλητήριο;». Για την ηγεσία της Σοσιαλδημοκρατίας η απάντηση ήταν το πρώτο.

Οι ναζί και το «μικρότερο κακό»

Από κει πήγαζαν όλες οι επιλογές της στα χρόνια της κρίσης. Στο κέντρο τους ήταν η προσπάθεια να αντιμετωπιστούν τα «άκρα» – η «άκρα αριστερά» και η «άκρα δεξιά» – μέσω της πολιτικής υπεράσπισης της «Συνταγματικής νομιμότητας». Μια πολιτική που στο τέλος την έφερε να δέχεται αμαχητί το ένα πλήγμα στη δημοκρατία και το εργατικό κίνημα μετά το άλλο.
 
Στις εκλογές του Σεπτέμβρη του 1930, το Κομμουνιστικό Κόμμα αύξησε κατά 40% την εκλογική του δύναμη και η Σοσιαλδημοκρατία, παρόλο που διατήρησε χοντρικά τον αριθμό των ψηφοφόρων της, είδε τα ποσοστά της να πέφτουν. Όμως, το εντυπωσιακό και το ανησυχητικό ήταν η εκτόξευση της δύναμης του ναζιστικού κόμματος, από τις 800.000 ψήφους του 1928 έφτασε τα 6.400.000! Ο Βίνκλερ καταρρίπτει καταρχήν τον μύθο ότι η εκλογική άνοδος των ναζί οφειλόταν στους ανέργους. «Οι άνεργοι εργάτες», όπως επισημαίνει, «είχαν προτιμήσει να δώσουν τη ψήφο τους στο Κομμουνιστικό Κόμμα του Ερνστ Τέλμαν κι όχι στον Αδόλφο Χίτλερ».
 
Η κύρια δεξαμενή που αντλούσαν δύναμη οι ναζί τότε και στα επόμενα χρόνια, ήταν η μεσοαστική βάση των κομμάτων της δεξιάς. Ήταν οι «τρελαμένοι από την κρίση μικροαστοί», όπως έγραφε ο Τρότσκι, που εγκατέλειπαν τα παραδοσιακά τους κόμματα γιατί δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν την κρίση, αλλά ταυτόχρονα στρέφονταν με μανία ενάντια στην οργανωμένη εργατική τάξη με τα «προνόμια» και τις «αντεθνικές» παραδόσεις της.
 
Όμως, το ναζιστικό κόμμα δεν εμφανίστηκε σαν από μηχανής θεός για να γίνει ο εκφραστής τους. Ο Βίνκλερ δείχνει με λεπτομέρεια πως το κόμμα του Χίτλερ έγινε «αξιοσέβαστο» την ίδια στιγμή που τα Τάγματα Εφόδου του προσπαθούσαν να σκορπίσουν τον τρόμο στους δρόμους. Η δεξιά αστική αντιπολίτευση το αγκάλιασε, με σκοπό να το χρησιμοποιήσει. Για παράδειγμα το 1929, μια συμμαχία, του DNVP (των «Εθνικολαϊκών»), των Stahlhelm (των «Χαλυβδόκρανων»), μιας μαζικής δεξιάς παραστρατιωτικής οργάνωσης, και των Ναζί, οργάνωσαν κοινή εκστρατεία ενάντια στο «Σχέδιο Γιανγκ» για το διακανονισμό των πολεμικών επανορθώσεων. Το 1931, μαζί με τμήματα του DVP, όλοι οι παραπάνω έφτιαξαν μια συμμαχία, το «Μέτωπο του Χάρτσμπουργκ» (από την ομώνυμη πόλη). Το μέτωπο διαλύθηκε γιατί ο Χίτλερ δεν ήθελε να γίνει συμπλήρωμα της «εθνικής αντιπολίτευσης». Την χρησιμοποίησε, αντί να τον χρησιμοποιήσει.
 
Ο Βίνκλερ θεωρεί ότι η επαναστατική πολιτική ήταν αδιανόητη σε τέτοιες συνθήκες και την ταυτίζει με εκείνη του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας που έκανε επαναστατικά κηρύγματα και ταυτόχρονα δήλωνε ότι ο κύριος εχθρός είναι οι σοσιαλδημοκράτες, οι «σοσιαλφασίστες» όπως τους αποκαλούσε η σταλινοποιημένη πλέον Κομιντέρν. Πράγματι, το KPD ακολουθούσε την παρανοϊκή «πολιτική της Τρίτης Περιόδου» που το καταδίκασε σε απομόνωση από τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες. Να συμπληρώσουμε, ότι αυτή η πολιτική έμοιαζε να δικαιώνεται από τη στιγμή που το κόμμα αύξανε σταθερά τις ψήφους και τα ποσοστά του – οι κοινοβουλευτικές αυταπάτες δεν ήταν αποκλειστικό προνόμιο του SPD. Όμως, ο Βίνκλερ λέει μισές αλήθειες. Πρώτον, κάνει τη λαθροχειρία να ταυτίζει τη βάση του KPD, που ήταν πολύ περισσότερο ευαίσθητη στο φασιστικό κίνδυνο, με την ηγεσία. Δεύτερον, αποσιωπά το γεγονός ότι ακόμα και με εντελώς λάθος πολιτική, οι αγωνιστές του KPD από το 1931 μέχρι και το 1933 προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν στους δρόμους τη ναζιστική πανούκλα.
 
Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι αγνοεί επιδεικτικά την επαναστατική πολιτική για την οποία πάλευε ο Τρότσκι: το ενιαίο εργατικό μέτωπο, την κοινή δράση ενάντια στο φασισμό. Μια ενεργητική πολιτική που θα κινητοποιούσε την οργανωμένη εργατική τάξη ενάντια στους ναζί, ενάντια στις επιπτώσεις της κρίσης, θα μπορούσε να αντιστρέψει την πορεία προς τον γκρεμό.
 
Ο Βίνκλερ επαναλαμβάνει το επιχείρημα, που το μοιράζονται και πολλοί αριστεροί ιστορικοί, ότι η κρίση είχε κάνει αδύνατη μια μαχητική πολιτική. Είναι αλήθεια, γράφει, ότι μια γενική απεργία είχε τσακίσει το πραξικόπημα του Καπ το 1920. Όμως, τέτοιες μέθοδοι, δεν μπορούσαν να επιστρατευθούν στις συνθήκες της τεράστιας ανεργίας του 1930 – μόνο μια μειοψηφία θα ακολουθούσε και η αποτυχία θα οδηγούσε σε κατάρρευση των εργατικών οργανώσεων. Πρόκειται για εύκολες κρίσεις κατόπιν εορτής: το μούδιασμα που υπήρχε στις γραμμές των εργατών, οφειλόταν ακριβώς στην παθητικότητα και τον σεχταρισμό των ηγεσιών τους. Κι όχι μόνο αυτό: η ηγεσία της Σοσιαλδημοκρατίας συνειδητά επενέβαινε κάθε στιγμή που τμήματα της βάσης της πίεζαν για μια πιο ενεργητική πολιτική ενάντια στον φασισμό. Υπάρχουν σκόρπιες, σχεδόν υπαινικτικές αναφορές σ’ αυτό σε διάφορα σημεία του βιβλίου του Βίνκλερ – όπως όταν αναφέρεται στους Schufos, στις επίλεκτες ομάδες δράσης της σοσιαλδημοκρατικής οργάνωσης αυτοάμυνας Reichsbanner.
 
Ο Τρότσκι είχε πολύ εύστοχα γράψει το 1931 ότι «η ικανότητα προσαρμογής της Σοσιαλδημοκρατίας έφτασε στο σημείο όπου αρχίζει η αυτοαναίρεσή της». Έδωσε «ανοχή» στη διορισμένη κυβέρνηση Μπρύνιγκ. Στις προεδρικές εκλογές του Απρίλη 1932 στήριξε την υποψηφ­ιότητα του απερχόμενου Προέδρου, του υπερ-συντηρητικού στρατάρχη Χίντεμπουργκ - ήταν το «μικρότερο κακό» σε σχέση με το Χίτλερ και άλλωστε ήταν υπερασπιστής του Συντάγματος. Ο Χίντεμπουργκ αντάμειψε την Σοσιαλδημοκρατία για την υποστήριξή της διορίζοντας έναν ακόμα πιο συντηρητικό καγκελάριο, τον φον Πάπεν.
 
Στις 20 Ιούλη, η ηγεσία της Σοσιαλδημοκρατίας βρέθηκε αντιμέτωπη με το «Βιασμό της Πρωσίας». Για χρόνια το SPD καλλιεργούσε την ιδέα ότι θα κινιόταν μοναχά αν παραβιαζόταν ανοιχτά το Σύνταγμα. Θεωρούσε ότι ο δικός του έλεγχος της κυβέρνησης της Πρωσίας με τους 80.000 βαριά εξοπλισμένους αστυνομικούς – το Βερολίνο ήταν και πρωτεύουσα της Πρωσίας – πολλοί από αυτούς σοσιαλδημοκράτες, του πρόσφερε ένα απόρθητο φρούριο και μάλιστα «Συνταγματικό». Ο Πάπεν με την έγκριση του Χίντεμπουργκ απλά απέλυσε την κυβέρνηση της Πρωσίας και έγινε «Επίτροπος του Ράιχ» για την Πρωσία. Μάταια, όμως, οι εργάτες της Reichsbanner περίμεναν το σύνθημα να βάλουν σε πράξη τα χιλιο-προβαρισμένα σχέδια δράσης. Η σοσιαλδημοκρατική ηγεσία διαμαρτυρήθηκε και… προσέφυγε στα δικαστήρια. O Βίνκλερ αναγνωρίζει ότι: «το γεγονός ότι οι σοσιαλδημοκράτες αποδέχτηκαν αμαχητί το ‘βιασμό της Πρωσίας’ ήταν εκτός των άλλων και αποτέλεσμα της εικοσάμηνης πολιτικής της ανοχής, όπως και του μακροχρόνιου ηγετικού τους ρόλου στην κυβέρνηση της Πρωσίας» και κατόπιν παραδέχεται ότι: «Το SPD έμεινε πιστό στη γραμμή που είχε χαράξει από το 1918 όταν ιδρύθηκε η πρώτη Γερμανική Δημοκρατία».
 
Όταν έξι μήνες μετά, στις 30 Γενάρη 1933, ο Χίντεμπουργκ θα διόριζε τελικά τον Χίτλερ καγκελάριο, η κοινοβουλευτική ομάδα του SPD αποφάσιζε ότι «αν ο Χίτλερ ακολουθήσει την συνταγματικό οδό…», τότε «θα ήταν λάθος να του δώσουμε εμείς την αφορμή να παραβιάσει το Σύνταγμα».

Αιτίες

Ο Βίνκλερ υποστηρίζει ότι ο Χίντεμπουργκ δεν ήταν υποχρεωμένος να διορίσει το Χίτλερ καγκελάριο. Παρασύρθηκε από τους συμβούλους του και έκανε το λανθασμένο υπολογισμό ότι ο κίνδυνος μιας δικτατορίας απομακρύνθηκε, αφού έβαλε το Χίτλερ επικεφαλής μιας κυβέρνησης συντηρητικής μεν, αλλά όπου οι ναζί ήταν μικρή μειοψηφία. Άλλωστε, στις εκλογές του Νοέμβρη 1932 είχαν χάσει 2,5 εκατομμύρια ψήφους και έμπαιναν σε κρίση. Ο Βίνκλερ δίνει δυο εξηγήσεις για την πτώση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Η πιο βαθιά ήταν ο «ασύμμετρος πολιτικός εκσυγχρονισμός της Γερμανίας», ότι δηλαδή το γενικό εκλογικό δικαίωμα που είχε παραχωρήσει ο Βίσμαρκ στον 19ο αιώνα δεν είχε συνοδευτεί από τον εκδημοκρατισμό των θεσμών. Η πιο άμεση αιτία ήταν το γεγονός ότι «η Βαϊμάρη είχε πέσει στην παγίδα της νομιμότητας που είχαν στήσει για τους εαυτούς τους οι ίδιοι οι αρχιτέκτονες του Συντάγματος».
 
Είναι εξηγήσεις και λάθος και επιφανειακές, γιατί αγνοούν τις ανάγκες και τις επιδιώξεις του γερμανικού καπιταλισμού και της κυρίαρχης τάξης του. Για την κυρίαρχη τάξη οι ναζί ήταν το μέσο που θα τους εξασφάλιζε το ξερίζωμα των εργατικών οργανώσεων, το φίμωμα και τον κατακερματισμό της εργατικής τάξης. Το γεγονός ότι το ναζιστικό κόμμα έμοιαζε να φθίνει στο τέλος του 1932 δεν έδινε περισσότερα περιθώρια επιλογής στον Χίντεμπουργκ και τους καπιταλιστές. Αντίθετα, τους ωθούσε να βιαστούν γιατί διαφορετικά μπορεί να έχαναν αυτό το «βαρύ ρόπαλο» ενάντια στην εργατική τάξη. Ο «ασύμμετρος πολιτικός εκσυγχρονισμός» ήταν ο τρόπος με τον οποίο γιγαντώθηκε ο γερμανικός καπιταλισμός, όχι κάποια παράβλεψη της ιστορίας. Και οι «αρχιτέκτονες του Συντάγματος» έπεσαν θύματα της «νομιμότητας» που είχαν στηρίξει ενάντια στην επανάσταση.
 
Αν έχουμε να βγάλουμε ένα συμπέρασμα από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης για το σήμερα, είναι ότι όποιος προσπαθεί να αναλάβει το ρόλο του γιατρού σε ένα βαθιά άρρωστο καπιταλιστικό σύστημα, το μόνο που καταφέρνει είναι να ρίχνει αναισθησιογόνα σε αυτούς που υφίστανται τις επιθέσεις του. Αυτό κάνουν όσοι μας καλούν να είμαστε ρεαλιστές και να μην αμφισβητούμε τα όσια και ιερά της Ευρωπαϊκής Ενωσης, του καπιταλισμού και του κέρδους. Από αυτή την άποψη, οι ηγεσίες στυλ ΠΑΣΟΚ που συναγελάζονται με τους φασίστες στην κυβέρνηση είναι θλιβεροί συνεχιστές των προγόνων τους «αρχιτεκτόνων της Βαϊμάρης».

Σχόλια