Τα αντιφασιστικά διδάγματα του 1930




Η διαδήλωση της 16 Σεπτέμβρη για να κλείσουν τα γραφεία των ναζί δολοφόνων στη Μεσογείων ήταν μια μεγάλη επιτυχία. Έδειξε όχι μόνο ότι το αντιφασιστικό κίνημα είναι ζωντανό τέσσερα χρόνια μετά τη δολοφονία του Π. Φύσσα, αλλά κι ότι κλιμακώνει τη δράση και τα αιτήματά του. Αναζωπύρωσε, παράλληλα, και τη συζήτηση για το πως απαντάμε στη φασιστική απειλή σε μια στιγμή που τα αποτελέσματα των γερμανικών εκλογών την κάνουν πιο επείγουσα. 

Δεν είναι η πρώτη φορά που έχει τεθεί αυτό το ερώτημα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 η Αριστερά στη Γερμανία βρέθηκε αντιμέτωπη με την αλματώδη άνοδο των ναζί. Οι εκλογικές επιτυχίες του κόμματος του Χίτλερ, του NSDAP, πρόσφεραν  τη δυνατότητα για την ανάπτυξη των παραστρατιωτικών SA («τάγματα εφόδου») των «φαιοχιτώνων» όπως ήταν γνωστά και της δολοφονικής τους δράσης. 

Το SPD, το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα έδινε τη δικιά του απάντηση στο ερώτημα. Συνοπτικά, αυτό που υποστήριζε η ηγεσία του ήταν ότι η απάντηση στους ναζί και τη βία τους ήταν οι «θεσμοί» της Δημοκρατίας. Ίσως η πιο χαρακτηριστική στιγμή αυτής της στάσης ήταν οι προεδρικές εκλογές του Απρίλη του 1932. 

Στο όνομα της υπεράσπισης των θεσμών και της «συνταγματικής νομιμότητας» το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα στήριξε την υποψηφιότητα του στρατάρχη Χίντεμπουργκ που ήταν πρόεδρος από το 1925. Ο Χίντεμπουργκ ήταν νοσταλγός της αυτοκρατορικής Γερμανίας κι από το 1930 χρησιμοποιούσε τις υπερεξουσίες που του έδινε το Σύνταγμα για να «περνάει» τα μέτρα σκληρής λιτότητας των κυβερνήσεων που δεν διέθεταν πλειοψηφία στη βουλή με προεδρικά διατάγματα. 

Η άλλη απάντηση στους ναζί προερχόταν από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας, το KPD. Ήταν το μεγαλύτερο κομμουνιστικό κόμμα έξω από τα σύνορα της Ρωσίας. Δεν είχε τις θεσμικές αυταπάτες του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Ανάμεσα στο 1930 και το 1933 τα μέλη του βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της πάλης ενάντια στους ναζί. 

Στα επίσημα κομματικά ντοκουμέντα η αναφορά γινόταν στην ανάγκη  της «μαχητικής πάλης ενάντια στον φασισμό» (wehrhafter Kampf gegen den Faschismus). Υποτίθεται ότι αυτή η «μαχητική πάλη» θα ήταν υπόθεση της μαζικής κινητοποίησης των εργατών σε γειτονιές που απειλούνταν από τα ναζιστικά τάγματα εφόδου. Ενός μαζικού κινήματος που θα απαγόρευε στους ναζί να ριζώσουν και να λειτουργήσουν στη καρδιά των «κόκκινων» περιοχών. 

Στα τέλη του 1930 το ΚΡD είχε 30 χιλιάδες μέλη στο Βερολίνο και στις εκλογές που είχαν γίνει τον Σεπτέμβρη είχε πάρει το 1/3 των ψήφων. Ήταν δηλαδή μια μαζική δύναμη, που μπορούσε να κάνει πράξη τη «μαχητική πάλη». Όμως, συναντούσε προβλήματα.  

Απεργίες


Το KPD πάντα πρόβαλε ως επίσημη γραμμή του ότι οι «πολιτικές απεργίες» ενάντια στους ναζί ήταν βασικό κομμάτι της πολιτικής του. Όμως, δεν είχε τη δύναμη να την εφαρμόσει. Μόνο 5 χιλιάδες κομματικά μέλη δούλευαν σε εργοστάσια το 1931 και μάλιστα όχι στα μεγαλύτερα. Η ανεργία που είχε φέρει η Μεγάλη Κρίση είχε διώξει ένα ολόκληρο στρώμα μαχητικών εργατών από τα εργοστάσια. 

Για να υλοποιηθεί αυτή η γραμμή χρειαζόταν η συμμετοχή των εργατών που ανήκαν στα συνδικάτα και ακολουθούσαν το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Οι σοσιαλδημοκρατικές ηγεσίες έβαζαν, είναι αλήθεια, κάθε λογής εμπόδιο σε αυτή την εξέλιξη. 

Η προσκόλλησή τους στο αστικό κράτος και τη «νομιμότητά» του έφτασε σε τέτοια αυτοκτονικά ύψη, ώστε τον Γενάρη του 1933 όταν ο Χίτλερ διορίστηκε καγκελάριος από τον Χίντεμπουργκ κι οι ναζί ανέβηκαν στην εξουσία, καταδίκασαν δημόσια τις προσπάθειες τμημάτων της Σοσιαλιστικής Νεολαίας να οργανώσουν παράνομη δράση. Κι όχι μόνο αυτό. Την Πρωτομαγιά του 1929 για παράδειγμα η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας απαγόρευσε τις διαδηλώσεις κι όταν οι κομμουνιστές την αψήφησαν έστειλε την αστυνομία που δολοφόνησε 25 διαδηλωτές και επέβαλε καθεστώς τρόμου στις εργατογειτονιές. 

Όμως, οι ναζί απειλούσαν όλες τις οργανώσεις που είχε χτίσει το εργατικό κίνημα, κάθε δημοκρατική ελευθερία που είχε κατακτηθεί. Οι σοσιαλδημοκράτες εργάτες το έβλεπαν αυτό. Είχαν κάθε συμφέρον -και τη διάθεση- να παλέψουν ενάντια στη φασιστική απειλή. Το ΚPD θα μπορούσε να τους κερδίσει σε αυτή την πάλη, και να τους αποσπάσει από τον παραλυτικό έλεγχο των ηγεσιών τους. 

Όμως, η γραμμή που είχε επιβάλλει ο Στάλιν στη Κομιντέρν και στο γερμανικό κόμμα από το 1928 εκμηδένιζε αυτή τη δυνατότητα. Για το KPD η σοσιαλδημοκρατία ήταν μια πτέρυγα του φασισμού, «σοσιαλφασιστική». Το κράτος ήταν ήδη, ή γινόταν με ταχύτητα, φασιστικό. Το «ενιαίο μέτωπο» μπορούσε να εφαρμοστεί μόνο «από τα κάτω», κάθε συνεννόηση για κοινή δράση με το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και τα συνδικάτα ήταν από «παρέκκλιση» μέχρι και προδοσία. Στην ουσία, οι σοσιαλδημοκράτες έπρεπε να προσχωρήσουν στο ΚPD για να παλέψουν τους φασίστες. 

Ήταν μια σεχταριστική πολιτική που απομόνωσε τους δεκάδες χιλιάδες αγωνιστές οι οποίοι θέλανε να παλέψουνε τους ναζί.

Η καμπάνια για το κλείσιμο των ταβερνών των φαιοχιτώνων έδειξε ανάγλυφα τη φύση αυτών των προβλημάτων. 


Ορμητήρια


Οι ταβέρνες ήταν το σημερινό ανάλογο των γραφείων των ναζί της Χρυσής Αυγής. Στη μια γειτονιά μετά την άλλη, ταβέρνες που πριν ήταν σημεία συνάντησης σοσιαλδημοκρατών ή κομμουνιστών εργατών και των οργανώσεών τους, άνοιγαν τις πόρτες τους στα Τάγματα Εφόδου. Οι ναζί διέθεταν χρήμα ώστε να μπορούν να εξαγοράζουν τους ιδιοκτήτες με εγγυημένη κατανάλωση. Σύντομα μετατρέπονταν σε κανονικούς στρατώνες και ορμητήρια για παρελάσεις και επιθέσεις. 

Τον Απρίλη του 1931 το KPD ξεκίνησε μια μεγάλη καμπάνια για την εκδίωξη των ναζί από αυτά τα σημεία. Η κομματική εφημερίδα δημοσίευσε μια λίστα με τις ταβέρνες που είχαν κάνει ορμητήρια οι ναζί. Η μαζική δράση περιλάμβανε μορφές πάλης όπως η άρνηση των ενοικιαστών που κατοικούσαν σε συγκροτήματα εργατικών κατοικιών να καταβάλλουν το νοίκι μέχρι να φύγουν οι ναζί από τις ταβέρνες που συνήθως στεγάζονταν στα ισόγεια αυτών των συγκροτημάτων, μέχρι μαζικές διαδηλώσεις που θα έκαναν έφοδο σε αυτές τις ταβέρνες. 

Όμως, μπροστά στις δυσκολίες υλοποίησης αυτής της γραμμής αποφασίστηκε στροφή στη «δυναμική δράση» μιας μαχητικής, συνωμοτικά οργανωμένης μειοψηφίας. 

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η δράση ενάντια στη ταβέρνα της οδού Ρίχαρντστράσε 35 στο Νοϊκέλν, μια γειτονιά προπύργιο του KPD στο Βερολίνο. Το καλοκαίρι του 1931 η «απεργία των ενοικιαστών» είχε αποτύχει, για τον απλό λόγο ότι τα ενοίκια παρακρατούνταν αυτόματα από τα επιδόματα ανεργίας που έπαιρναν οι περισσότεροι ένοικοι. Τον Σεπτέμβρη ο μηχανισμός του ΚPD υιοθέτησε τη νέα τακτική. 

Στις 15 Οκτώβρη μια διαδήλωση καλέστηκε λίγα τετράγωνα μακριά από την ταβέρνα. Σκοπός της διαδήλωσης ήταν απλά να τραβήξει την αστυνομία μακριά από τη ταβέρνα. Την έφοδο ανέλαβε μια άλλη ομάδα, τόσο συνωμοτικά οργανωμένη που την ύπαρξή της την αγνοούσαν ακόμα και τα περισσότερα μέλη της κομματικής ηγεσίας του Βερολίνου. 

Αρχικά η νέα τακτική έμοιαζε να δουλεύει. Ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας υπέκυψε στα τραύματά του, εφτά ναζί τραυματίστηκαν και η ταβέρνα έκλεισε. Σε παρόμοιες επιθέσεις τον Οκτώβρη και τον Νοέμβρη σκοτώθηκαν 14 ναζί και μόνο 6 κομμουνιστές. Η κομματική ηγεσία δήλωνε ότι «με τη μεθοδική εφαρμογή τέτοιων μεθόδων σε τέσσερις βδομάδες θα μπορούμε να πούμε ότι κάποτε υπήρχαν SA». 

Δεν έγινε όμως έτσι. Η ταβέρνα στη Ρίχαρνστράσε άνοιξε πάλι ως ορμητήριο των ναζί τρεις μήνες μετά. Εντωμεταξύ, 22 αγωνιστές οδηγήθηκαν στα δικαστήρια και τις φυλακές για συμμετοχή στην επίθεση. Την ίδια κατάληξη είχαν κι άλλες τέτοιες δράσεις. Τον Νοέμβρη του 1931, η κομματική ηγεσία αναγκάστηκε να βγάλει μια επίσημη απόφαση ενάντια στην «ατομική τρομοκρατία» και να αποσύρει από τις εφημερίδες και τις προκηρύξεις το σύνθημα «Χτυπάτε τους φασίστες όπου τους συναντάτε» (schlagt die Faschisten, wo Ihr sie trefft). 

Όμως, αυτή η μετατόπιση δεν έλυσε κανένα πρόβλημα. Η δυσκολία οργάνωσης μαζικών αντιφασιστικών απεργιών και διαδηλώσεων συνεχίστηκε καθώς η σοσιαλδημοκρατική ηγεσία έφτανε να δικαιολογεί τη δικιά της προδοτική παθητικότητα λέγοντας ότι οι κομμουνιστές είναι τυχοδιώκτες και διασπαστές της ενότητας. 

Οι «παραδειγματικές ενέργειες» ενίσχυαν αυτή την εικόνα και αντί να χτίζουν το μαζικό κίνημα του δημιουργούσαν μεγαλύτερα προβλήματα. Η κατάληξη είναι γνωστή. Η ναζιστική βαρβαρότητα επικράτησε στη Γερμανία το 1933. Όχι γιατί η εργατική τάξη δεν είχε τη δύναμη και τη διάθεση να παλέψει αλλά γιατί οι ηγεσίες της την οδήγησαν στην ήττα. 



Σχόλια