Το πραξικόπημα της Χούντας στην Κύπρο


Μια αιματηρή στρατιωτική επέμβαση που κατέληξε σε φιάσκο και οδήγησε στην κατάρρευση της δικτατορίας, όπως περιγράφει ο Νίκος Λούντος.


40 χρόνια κλείνουν αυτό τον Ιούλη από τα γεγονότα στην Κύπρο που καθόρισαν όχι μόνο το μέλλον του νησιού μέχρι σήμερα, αλλά και τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα – το τέλος της Χούντας και τη Μεταπολίτευση. Ο Ιούλης του '74 συνεχίζει να περιβάλλεται από ένα πέπλο σιωπής και σύγχυσης. Είναι μια “μαύρη σελίδα” την οποία καλούμαστε να μην διαβάσουμε. Αρκεί ένας πυρήνας από κλισέ – που περιλαμβάνει την “προδοσία” της Χούντας μέχρι την “προδοσία” των Αμερικάνων – υποτίθεται για να εξηγήσει τα πάντα.
 
Είναι λογικό να φοβούνται τη συζήτηση για την Κύπρο του '74. Μια πιο προσεκτική ματιά στα γεγονότα αποκαλύπτει πράγματα για το ρόλο και το χαρακτήρα της ελληνικής άρχουσας τάξης, του ελληνικού καπιταλισμού στο σύνολό του – όχι μόνο της Χούντας – που χαλάνε τη βιτρίνα τόσο της “αμυνόμενης” ελληνικής πλευράς, όσο και της Ελλάδας ως μητέρας-πατρίδας.
 
Στα μέσα του Ιούλη του '74 ο δικτάτορας Ιωαννίδης έδωσε εντολή στην Εθνοφρουρά (το στρατό της Κυπριακής Δημοκρατίας) να ανατρέψει τον εκλεγμένο Πρόεδρο, Μακάριο, και να στήσει ένα καθεστώς μακρύ χέρι της Χούντας των Αθηνών. Για μια βδομάδα περίπου, ντε φάκτο πρόεδρος της Κύπρου ήταν ο Νίκος Σαμψών, γνωστός και ως “χασάπης της Ομορφίτας”, από τη συμμετοχή του στην κατεδάφιση του τουρκοκυπριακού χωριού Ομορφίτα και τη μαζική σφαγή αμάχων το 1963-64.
 
Και μόνο η αναφορά σε αυτά τα γεγονότα είναι αρκετή για να σπάσει το μύθο ότι το “Κυπριακό” ξεκίνησε στις 20 Ιούλη του 1974 όταν η Τουρκία αποφάσισε να εισβάλει από βορρά στο νησί. Ο Ιούλης του 1974 ήταν η κορύφωση της άγριας παρέμβασης των δύο “μητέρων-πατρίδων” στην Κύπρο, μια παρέμβαση που είχε ξεκινήσει από το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου και επισημοποιήθηκε με τις συμφωνίες της Ζυρίχης του 1959-60. Η Κύπρος έγινε ανεξάρτητο κράτος με το τέλος της βρετανικής αποικιοκρατίας, όμως τόσο η Βρετανία, όσο και η Τουρκία και η Ελλάδα ορίστηκαν ως “εγγυήτριες δυνάμεις”. Από το '60 ως το '74 εξελισσόταν ένας ψυχρός πόλεμος με πολλά θερμά επεισόδια, όπως τα ματωμένα Χριστούγεννα του '63 και η κρίση της Κοφίνου το 1967. Για την ελλαδική και ελληνοκυπριακή πλευρά οι συμφωνίες της Ζυρίχης ήταν απλώς ένα σκαλοπάτι προς τον πλήρη έλεγχο του νησιού. Οι Τουρκοκύπριοι, σχεδόν ένας στους πέντε κατοίκους του νησιού, ήταν απλώς ένα εμπόδιο. Η πράσινη γραμμή στη Λευκωσία δεν χαράχτηκε το 1974, αλλά το 1964, κατά την επέλαση του ξεχασμένου ελληνικού “Αττίλα”. Τουλάχιστον 230 άμαχοι Τουρκοκύπριοι δολοφονήθηκαν τα Χριστούγεννα του '63 και θάφτηκαν σε πηγάδια. Πάνω από 500 σπίτια ισοπεδώθηκαν και 2000 λεηλατήθηκαν. Το αποτέλεσμα ήταν οι Τουρκοκύπριοι να αναγκαστούν να περιοριστούν ακόμη περισσότερο σε μικρούς θύλακες του νησιού, δυσανάλογους με τον πληθυσμό τους και να αποχωρήσουν από τα μεικτά χωριά όπου ζούσαν μαζί με τους Ελληνοκύπριους. Και το '63 και το '67 υπήρξε απειλή ελληνοτουρκικού πολέμου, αλλά δεν έγινε πραγματικότητα. Η ελληνική πλευρά είχε συνηθίσει να παραβιάζει τόσο ωμά τις συμφωνίες και να βλέπει ότι αποκτά κεκτημένα.
 
Κάτι τέτοιο νόμιζε η Χούντα του Ιωαννίδη ότι θα συμβεί και το 1974. Όμως η κατάσταση τής ξέφυγε από δυο πλευρές. Από τη μια μεριά οι Κύπριοι αντιστάθηκαν στο πραξικόπημα. Δεν ήταν διατεθειμένοι να αποδεχθούν ως δεδομένη μια Χούντα ακροδεξιών δολοφόνων απλώς επειδή έτσι ήθελε η Αθήνα. Ταυτόχρονα στην Ελλάδα, όταν κηρύχθηκε η επιστράτευση η οποία έμεινε στην ιστορία ως “επιστράτευση της σαγιονάρας” αποκαλύφθηκε ότι ο έλεγχος που είχε η Χούντα πάνω στον κόσμο ήταν μηδαμινός. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου είχε κατασταλεί οχτώ μήνες νωρίτερα και οι “σκληροί” του Ιωαννίδη είχαν πάρει την εξουσία κάνοντας πραξικόπημα κατά του Παπαδόπουλου. Αντίθετα όμως με την εικόνα του “δεν κουνιέται φύλλο”, ο νέοι άνθρωποι που καλούνταν στα κέντρα κατάταξης και τα Φρουραρχεία δεν ήταν διατεθειμένοι να σκοτωθούν για τους δολοφόνους τους. Η επιστράτευση κατέληξε σε φιάσκο. Η εικόνα χιλιάδων συγκεντρωμένων επιστρατευμένων φαντάρων δεν μοιάζει καθόλου με πατριωτικό κάλεσμα στα όπλα, αλλά με ένα μαζικό κράξιμο στη Χούντα, το μίσος για τους συνταγματάρχες ξεχειλίζει και οι δικτάτορες μυρίζονται απειλή.
 
Η πλειοψηφία των συνεργατών του Ιωαννίδη φαίνεται να κατανοούν ότι τα τανκς που στέλνουν στον Έβρο μάλλον θα τους είναι πιο χρήσιμα στην Αθήνα.
 
Η άλλη πλευρά που ξάφνιασε τη Χούντα ήταν η αντίδραση της Τουρκίας. Αντίθετα με το '63 και το '67, το '74 εξελίχθηκε ελληνοτουρκικός πόλεμος πάνω στο έδαφος της Κύπρου, στον οποίο ηττήθηκε η ελληνική πλευρά. Η σιγουριά του Ιωαννίδη ότι η μεν Τουρκία θα ήταν εξίσου χαρούμενη με την ανατροπή του Μακάριου, οι δε ΗΠΑ θα έδιναν κάλυψη και στήριξη στις ελληνικές κινήσεις αποδείχθηκε μακριά από την πραγματικότητα. Μέσα σε λίγες μέρες από την τουρκική εισβολή, ο Γκιζίκης – ο πρόεδρος της “δημοκρατίας” που είχε διορίσει ο Ιωαννίδης μετά το Πολυτεχνείο – ήρθε σε επαφή με τον Καραμανλή καλώντας τον να γυρίσει στην Ελλάδα για να σχηματίσει κυβέρνηση “εθνικής ενότητας” για μετάβαση προς κοινοβουλευτική δημοκρατία. Η Χούντα είχε παίξει το πιο προχωρημένο της χαρτί, έχασε και κατέρρευσε.

Ο Μακάριος και ο Ιωαννίδης

Η ταχύτητα με την οποία εξελίχθηκαν τα γεγονότα δίνει τροφή για χρόνια σε όσους βλέπουν “συνωμοσίες” και “προδοσίες”. Η παρέμβαση του Ιωαννίδη στην Κύπρο δεν ξεκίνησε το '74, ούτε καν το '67 αλλά πιο πριν, σε περίοδο δημοκρατίας. Δεν επρόκειτο για κινήσεις “αφρόνων” αλλά για στρατηγική του ελληνικού καπιταλισμού. Ο ίδιος ο Μακάριος σε συνέντευξή του στην Οριάνα Φαλάτσι το 1974 μιλάει και για τον “αόρατο δικτάτορα” και για τον Σαμψών. “Το 1963 και το 1964 είχε βρεθεί στην Κύπρο ως αξιωματικός της Εθνοφρουράς, και μια μέρα ήρθε να με δει, συνοδευόμενος από τον Σαμψών, με στόχο να μου εξηγήσει μυστικά ένα σχέδιο το οποίο θα έδινε λύση σε όλα. Γονάτισε μπροστά μου, φίλησε το χέρι μου με το μεγαλύτερο σεβασμό και μου είπε: 'Μακαριώτατε, ορίστε το σχέδιο. Θα επιτεθούμε στους Τουρκοκύπριους ξαφνικά, σε κάθε σημείο του νησιού. Θα τους εξολοθρεύσουμε μια και καλή. Τέλος.' Έμεινα άναυδος. Του είπα ότι δεν μπορούσα να συμφωνήσω μαζί του, ότι δεν μπορούσα ούτε να συλλάβω την ιδέα να σκοτώσουμε τόσους πολλούς αθώους ανθρώπους. Μου ξαναφίλησε το χέρι και έφυγε οργισμένος. Σας το λέω, είναι εγκληματίας”.
Το ζήτημα δεν είναι να μείνουμε στα εγκληματικά σχέδια του Ιωαννίδη. Αλλά στο ότι, ο Μακάριος, πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεχόταν στο γραφείο του τέτοιους τύπους για να συζητήσει τέτοιου είδους σχέδια. Η εξήγηση είναι ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις είχαν χαρίσει στην ακροδεξιά τη σύνδεση με την Κύπρο, ήδη πριν από τη Χούντα. 

Το Γεώργιο Γρίβα “Διγενή” είχε στείλει η ελληνική κυβέρνηση (του Γεωργίου Παπανδρέου) το '64 να πάρει στα χέρια του τις ελληνοκυπριακές ένοπλες δυνάμεις – μια μεραρχία. Ο Γρίβας ήταν ο ηγέτης της περιβότης οργάνωσης “Χ” στην κατοχή και στο ξεκίνημα του εμφύλιου, με εμπειρία σε σφαγές, βασανιστήρια και βιασμούς σε βάρος κομμουνιστών και αντιστασιακών.
 
Τη δεκαετία του '50 στάλθηκε στην Κύπρο για να στήσει την ΕΟΚΑ, με κύριο στόχο να εξασφαλιστεί ότι με το τέλος της αποικιοκρατίας το νησί δεν θα περάσει στον έλεγχο της Αριστεράς. Η ΕΟΚΑ βάζει στο στόχαστρό της πολύ περισσότερο ελληνοκύπριους και τουρκοκύπριους συνδικαλιστές, αριστερούς και προοδευτικούς ανθρώπους παρά τα όργανα της αγγλικής αποικιοκρατίας. Μετά τις συνθήκες της Ζυρίχης-Λονδίνου όλος ο ακροδεξιός συρφετός βρέθηκε να κληρονομεί οπλισμό και διασυνδέσεις, λειτουργώντας σε μεγάλο βαθμό ως παρακράτος στην Κύπρο.
 
Δεν υπάρχει εύκολος τρόπος να μπει όριο ανάμεσα στις ακροδεξιές οργανώσεις και στην επίσημη ελληνική και ελληνοκυπριακή πολιτική. Τα πρόσωπα ήταν σε μεγάλο βαθμό τα ίδια. Ο ηγέτης της “Οργάνωσης” που συσσώρευε οπλισμό για να στηθεί κάποια στιγμή προβοκάτσια κατά των Τουρκοκύπριων είχε το ψευδώνυμο “Ακρίτας”, όμως στην πραγματικότητα ήταν ο ίδιος ο Υπουργός Εσωτερικών Πολύκαρπος Γεωρκάτζης. Οι συσκέψεις της “Οργάνωσης” γίνονταν μέσα στο ίδιο το Προεδρικό Μέγαρο. Ανάμεσα στις πολλές παραστρατιωτικές οργανώσεις και η “Οργάνωση Προστασίας Ελλήνων Κυπρίων” του Σαμψών. Ο Σαμψών για τη σφαγή της Ομορφίτας πήρε εντολή από τον ίδιο τον Γεωρκάτζη. Όταν λοιπόν ο Μακάριος λέει στη Φαλάτσι: “δεν μπορούσα ούτε να συλλάβω την ιδέα να σκοτώσουμε τόσους πολλούς αθώους ανθρώπους”, το κλειδί είναι στις λέξεις “τόσους πολλούς”. Γιατί δίπλα του εξελίσσονταν το ίδιο διάστημα συζητήσεις για να σκοτωθούν αθώοι Τουρκοκύπριοι, απλώς όχι όλοι. Υπό τη διοίκηση του Γρίβα έγιναν οι επιθέσεις το '67 με τη σφαγή των τουρκοκύπριων στα χωριά Κοφίνου και Άγιο Θεόδωρο.
 
Ο Ιωαννίδης ήταν κομμάτι όλου αυτού του βρώμικου κυκλώματος. Είχε βρεθεί να υπηρετεί στην Ελληνική Δύναμη Κύπρου (ΕΛΔΥΚ) το '63 και '64, αλλά δεν έμεινε μέχρι εκεί. Όπως γράφει ο Μακάριος Δρουσιώτης: “Μέχρι σήμερα επικρατεί σε πολλούς η εντύπωση ότι αποστολή της μεραρχίας ήταν η άμυνα της Κύπρου σε περίπτωση εισβολής. Η έρευνα απέδειξε ότι η μεραρχία έφτασε με την έγκριση των ΗΠΑ και την ανοχή της Τουρκίας για να ελέγξει την εσωτερική κατάσταση, σε σχέση με την ελληνοκυπριακή κοινότητα. Τόσο στην ΕΛΔΥΚ όσο και στη μεραρχία υπηρέτησε διαδοχικά όλη η αφρόκρεμα της ελληνικής χούντας.
 
Το 1964 ο Ιωαννίδης μετατέθηκε στην Ελλάδα, όμως άφησε πίσω του δεσμούς. Μια ομάδα φίλων του, προεξάρχοντος του επιχειρηματία Παντελή Δημητρίου από τη Λάρνακα, διατήρησαν επαφή μαζί του, τον επισκέπτονταν στην Αθήνα, του έστελναν γράμματα και τον ενημέρωναν για το κάθε τι που συνέβαινε στην Κύπρο, ενώ τον συμβουλεύονταν για τις δικές τους πολιτικές δραστηριότητες”.
Μετά τα εγκλήματα του '67 ο Παπαδόπουλος απέσυρε έτσι κι αλλιώς τη Μεραρχία, όμως οι ελλαδίτες αξιωματικοί της Εθνοφρουράς, όπως και οι υπόλοιποι “οπλαρχηγοί” συνέχιζαν να έχουν απευθείας σύνδεση με τους χουντικούς.
 
Το ενδιαφέρον του βαθέος ελληνικού κράτους με την Κύπρο δεν ήταν καπρίτσιο της ακροδεξιάς. Πρέπει να το δούμε στο πλαίσιο της μοιρασιάς του κόσμου μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Ελλάδα και η Τουρκία εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ (Βορειοατλατική Συμμαχία) πολύ νωρίς, το 1952, παρότι ως γνωστόν καμία σχέση δεν έχουν με το Βόρειο Ατλαντικό. Οι ΗΠΑ τις χρειάζονταν ως συμμάχους που φυλάνε τις “Θερμοπύλες” έχοντας σύνορα με τις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ, από την Αλβανία ως την ΕΣΣΔ. Μαζί στη συμμαχία με τις ΗΠΑ δεν σήμανε ειρήνευση, αντίθετα σήμανε ότι οι δυο χώρες ανέβηκαν στις πρώτες θέσεις της λίστας παγκοσμίως όσον αφορά τις στρατιωτικές δαπάνες, ενώ αγρίεψε ο ανταγωνισμός μεταξύ τους για το ποιος θα είναι ο “βασικός αντιπρόσωπος” του μεγάλου αφεντικού στην περιοχή. Με τις πλάτες των ΗΠΑ, Ελλάδα και Τουρκία αναδείχθηκαν σε υπο-ιμπεριαλισμούς και αυτή τους η αναβάθμιση σήμανε μια διαρκή κόντρα αναμεταξύ τους που κρατάει μέχρι σήμερα. Η κόντρα αυτή τουλάχιστον ως το 1974, όποτε κινδύνευε με ανάφλεξη, εκφραζόταν ως σύγκρουση και πάνω στην Κύπρο (1955, 1963, 1967, 1974).
 
Αυτή η γενική περιγραφή αποκτάει πιο ειδικά χαρακτηριστικά τη δεκαετία του '60 και του '70, καθώς είναι η περίοδος που τίθεται σε αμφισβήτηση ποιος ελέγχει τη Μέση Ανατολή. Η σύγκρουση της Δύσης με το Ανατολικό Μπλοκ δεν εκφράστηκε με θερμό πόλεμο, αλλά αντανάκλασή της ήταν ένα συνεχές μπρα-ντε-φερ στον αραβικό κόσμο. Μετά την ήττα των Αγγλογάλλων και Ισραηλινών στον πόλεμο του Σουέζ το 1956, οι ΗΠΑ αναλαμβάνουν το Ισραήλ υπό την κηδεμονία τους, ενώ η Ρωσία σφίγγει τους δεσμούς της με την Αίγυπτο και τη Συρία. Η αντιπαράθεση θα συνεχιστεί και δεν είναι τυχαίο ότι οι ελληνοτουρκικές συγκρούσεις σχεδόν συμπίπτουν με τους αραβοϊσραηλινούς πολέμους (πόλεμος των 6 ημερών το 1967, πόλεμος του Οκτώβρη το 1973). Η Κύπρος είχε και έχει το χαρακτηρισμό του αβύθιστου αεροπλανοφόρου. Για το δυτικό ιμπεριαλισμό είχε μεγάλη σημασία να παραμείνει η Κύπρος στο δυτικό στρατόπεδο και οι στρατιωτικές βάσεις να παραμείνουν ανενόχλητες. Οι μητέρες-πατρίδες και ιδιαίτερα η Ελλάδα, όπου ο εμφύλιος υποτίθεται είχε ξεκαθαρίσει μια και καλή ποιος είναι ο νικητής και ποιος ο νικημένος, ήταν αυτές που θα εξασφάλιζαν ότι η Κύπρος θα μείνει στον ίσιο δρόμο.
 
Το λοξοκοίταγμα δεν αφορούσε μόνο την περίπτωση όπου το ΑΚΕΛ θα έπαιρνε την εξουσία στην Κύπρο – αν και προφανώς αυτό θα ήταν αφορμή για να μπει σε κίνηση ο τρομοκρατικός μηχανισμός της δεξιάς. Αφορούσε και τον ίδιο το Μακάριο που ήθελε να κινηθεί πιο ανεξάρτητα, κάνοντας ανοίγματα προς τη Ρωσία και προς τις αραβικές χώρες. Ο ελληνοκυπριακός καπιταλισμός είχε χρειαστεί τη βοήθεια του ελληνικού κράτους για να εξασφαλίσει τα νώτα του σε βάρος της Τουρκίας και σε βάρος της Αριστεράς, όμως από τη δεκαετία του '60 τμήματά του βλέπουν την ευκαιρία να μετατραπεί το σκηνικό από δίπολο Ελλάδας - Τουρκίας με την Κύπρο ως εξάρτημα σε τρίγωνο Άγκυρας-Αθήνας-Λευκωσίας.
 
Η Κύπρος παραμένει σήμερα σημαία ευκαιρίας όσον αφορά τον εφοπλισμό. Η αρχή αυτής της πορείας ανόδου ήταν μετά τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου όταν ξεπετάχτηκαν νέα τζάκια στη Λευκωσία που πήραν στα χέρια τους μεγάλο μέρος του πλούτου που άφηναν πίσω τους οι Άγγλοι, έχοντας πρόσβαση στην κρατική εξουσία. Η ταλάντευση ανάμεσα στα συνθήματα “αυτοδιάθεση” και “ένωση” εκφράζει αυτό το διχασμό προσανατολισμού του ελληνοκυπριακού κεφαλαίου. Η “αυτοδιάθεση” εξέφραζε τις βλέψεις προς μια Κύπρο περισσότερο αυτόνομο κέντρο συσσώρευσης κεφάλαιου, ενώ η “ένωση” την υπέτασσε στην Αθήνα.
 
Από την πλευρά του ελλαδικού καπιταλισμού δεν έλειπαν οι σχεδιασμοί περί “διπλής ένωσης”. Η “διπλή ένωση” επειδή δεν μπορούσε να εφαρμοστεί με τη σύμφωνη γνώμη των Κυπρίων, εντασσόταν σε μυστικά στρατιωτικά σχέδια με προβοκάτσιες που είτε θα ξεκινούσαν από την ελληνική, είτε από την τουρκική πλευρά, θα είχαν σαν αποτέλεσμα την ταυτόχρονη παρέμβαση των δυο μητέρων-πατρίδων που θα έκοβαν το νησί σε δυο κομμάτια. Οι ίδιες οι συνθήκες του '59-'60 άφηναν τέτοια περιθώρια, και η Τουρκία αυτό επικαλείται ως επιχείρημα για την εισβολή του '74.
 
Ότι υπήρχαν δυνάμεις που έσπρωχναν τα πράγματα προς τα εκεί ο Μακάριος το γνώριζε. Ο Γρίβας είχε ξανακατέβει στην Κύπρο το 1971 για να στήσει την τρομοκρατική οργάνωση ΕΟΚΑ Β', με προφανή στόχο να κόψει το δρόμο σε όσους έφευγαν από τη γραμμή της “ένωσης”. Το τέρας των παραστρατιωτικών οργανώσεων είχε στηθεί με βασική ευθύνη του ίδιου του Μακάριου και τώρα στρεφόταν εναντίον του. Γι' αυτό και στις αρχές Ιούλη στέλνει επιστολή στον Γκιζίκη ζητώντας του να ανακληθούν στην Ελλάδα όλοι οι αξιωματικοί που παίζουν το παιχνίδι και εξοπλίζουν την ΕΟΚΑ Β'. Λίγες μέρες αργότερα οι μυστικές του υπηρεσίες θα τον προμηθεύσουν με 1000 τσέχικα αυτόματα όπλα, για να εξοπλιστεί η φρουρά που θα αναλάμβανε να σταματήσει πιθανό ελλαδίτικο πραξικόπημα.

Αιγαίο και Κύπρος

Οι εξελίξεις στην πραγματικότητα κινήθηκαν πιο γρήγορα από όσο προέβλεπαν όλες οι πλευρές. Υπήρχαν αλλαγές που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Από τις αρχές της δεκαετίας του '70 ο παγκόσμιος καπιταλισμός είχε μπει σε κρίση. Αυτή η κρίση παρότι είχε βαθύτερες αιτίες, από τα τέλη του '73 εκφράστηκε ως “πετρελαϊκή κρίση” με αφορμή το πετρελαϊκό εμπάργκο που κηρύχθηκε λόγω του αραβοϊσραηλινού πολέμου τον Οκτώβρη. Η κρίση αυτή θα οξύνει την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση και θα φέρει στην επιφάνεια το ζήτημα των πετρελαίων και της μοιρασιάς του Αιγαίου.
 
Το Φλεβάρη και το Μάρτη του 1974 γίνονται οι πρώτες γεωτρήσεις που ανακαλύπτουν πετρέλαιο στον Πρίνο. Η ελληνική πλευρά κραδαίνει την επέκταση της υφαλοκρηπίδας στα 12 μίλια ως απειλή που θα μετατρέψει το Αιγαίο σε κλειστή ελληνική θάλασσα αφήνοντας την Τουρκία έξω από οποιαδήποτε έρευνα στα διεθνή ύδατα. Ο Μακάριος έβλεπε αυτές τις συνθήκες ως ευκαιρία για να απαλλαγεί από τις χειροπέδες που του φορούσε η Αθήνα. Αυτό που είχε συμβεί όμως ήταν ότι ο ανταγωνισμός είχε ανέβει επίπεδο και η Τουρκία δεν μπορούσε να κάτσει με σταυρωμένα χέρια να παρακολουθεί τετελεσμένα.
 
Ο Ιωαννίδης είχε δυο ακόμη βλέψεις όταν ξεκινούσε το πραξικόπημα. Η μία αφορούσε τις ΗΠΑ. Μια επικράτηση της Χούντας στην Κύπρο θα σήμαινε πως η Ελλάδα κατοχυρώνεται ως ο βασικός παίχτης στην περιοχή, εγγυητής της αμερικανικής σταθερότητας. Έτσι έλπιζε ότι ακόμη κι αν η Τουρκία επιχειρούσε να κινηθεί, οι ΗΠΑ θα της έβαζαν φρένο. Όταν η αντίσταση στην Κύπρο έδειξε ότι ο Σαμψών δεν μπορεί να σταθεί πρόεδρος, ήταν φανερό ότι οι ΗΠΑ δεν θα προσέτρεχαν να σώσουν μια καταρρέουσα χούντα και έτσι ο Ιωαννίδης βρέθηκε εγκαταλελειμμένος κι από τους στενούς φίλους του. Ο ελληνικός στρατός την ώρα που εξελισσόταν η εισβολή έκανε αυτό που είχε συνηθίσει να κάνει, να χτυπάει τουρκοχώρια που δεν είχαν καμιά σχέση με το μέτωπο.
 
Δεύτερη βλέψη ήταν να ανασυντάξει τη Χούντα από το σμπαράλιασμα που είχε υποστεί στο Πολυτεχνείο. Μπορεί η ρεφορμιστική Αριστερά να τα είχε βάψει μαύρα μετά την επικράτηση των Ιωαννιδικών, όμως η χούντα ήταν πιο αδύναμη από ποτέ. Ακριβώς την περίοδο που άνοιγε δρόμο για γέφυρες με τους αστούς πολιτικούς, με την κυβέρνηση Μαρκεζίνη το 1973, πήραν κεφάλι αυτοί που ήθελαν κλιμάκωση του κατασταλτικού κράτους. Οι χουντικοί ήταν πολυδιασπασμένοι και χωρίς καμιά εμπιστοσύνη μεταξύ τους. Μια πιθανή νίκη στην Κύπρο που θα εισέπραττε και μια ζεστή αγκαλιά από τις ΗΠΑ θα μπορούσε να ενώσει ξανά τη χούντα και να της δώσει ζωή.
 
Μέσα σε λίγες μέρες τα γεγονότα έδειξαν ότι τα πράγματα δεν πάνε προς τα εκεί και όλα τα ποντίκια άρχισαν να εγκαταλείπουν το σκάφος, ζητώντας σωτηρία από τους πολιτικούς. Έτσι εξηγούνται και οι ασυνάρτητες κινήσεις στο μέτωπο, με αλλεπάλληλες αλλαγές γραμμής, με τα υποβρύχια να φεύγουν και να ξαναγυρνούν. Οι στρατοκράτες ήταν μπερδεμένοι για το ποια γραμμή ακολουθούν, σε ποιον υπακούν και γιατί κάνουν αυτόν τον πόλεμο.
 
Η αντίσταση στο πραξικόπημα στην Κύπρο έκανε όλους αυτούς τους σοβινιστικούς και ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς θρύψαλα. Το ποιος πλήρωσε βέβαια τη μανία της Χούντας να διατηρηθεί στην εξουσία και του ελληνικού καπιταλισμού να κυριαρχήσει στη Μεσόγειο είναι γνωστό. Οι εκατοντάδες νεκροί και χιλιάδες πρόσφυγες και στις δυο πλευρές της πράσινης γραμμής. Η Κύπρος του '74 δεν ήταν το τελευταίο έγκλημα του ελληνικού εθνικισμού, αλλά έμελλε να είναι το τελευταίο έγκλημα της χούντας. Ο Ιούλης του '74 έγινε το τρίτο μεγάλο επεισόδιο αντίστασης, μετά τη Νομική και το Πολυτεχνείο, και τελικά το γεγονός που αποτελείωσε τη Χούντα.


Περιοδικό Σοσιαλισμός Από τα Κάτω, τ. 105, Ιούλιος-Αύγουστος 2014

Σχόλια