Ο κεντρικός ρόλος της ταξικής πάλης

Κρις Χάρμαν, Βάση και Εποικοδόμημα, 1986


Η Μαρξιστική προσέγγιση παίρνει σαν αφετηρία την επισήμανση των αντιφατικών τρόπων με τους οποίους αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις και οι σχέσεις παραγωγής, η βάση και το εποικοδόμημα, η υλική πραγματικότητα και οι ιδέες των ανθρώπων. Όμως, καμιά απ' αυτές τις αντιθέσεις δεν λύνεται από μόνη της, όπως υποστηρίζουν οι μηχανιστικοί υλιστές. Η επίλυσή τους επέρχεται μόνο στη βάση των αγώνων ανάμεσα στους ανθρώπους της ταξικής πάλης.

Από τη στιγμή που έχουμε κοινωνίες όπου υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα σε αυτούς που παράγουν άμεσα και σε αυτούς που ζουν από το πλεονάζον προϊόν, κάθε ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων οδηγεί σε αλλαγές στο αντικειμενικό βάρος των διαφορετικών τάξεων -όσο αργή και αποσπασματική κι αν είναι αυτή η ανάπτυξη. Επίσης, κάποιοι τρόποι ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων οδηγούν σε ποιοτικές αλλαγές, σε νέους τρόπους απόσπασης πλεονάσματος, σε εμβρυακές μορφές εκμεταλλευτικών και εκμεταλλευόμενων τάξεων (και τελικά στη διαμόρφωση μιας τάξης που μπορεί να διαχειρίζεται την κοινωνία χωρίς να εκμεταλλεύεται κανέναν).

Όμως, οι νέες μέθοδοι παραγωγής συναντούν πάντα την αντίσταση τουλάχιστον ενός μέρος όσων έχουν συμφέρον από τη διατήρηση των παλιών τρόπων. Το προχώρημα του κάθε νέου τρόπου παραγωγής σημαδεύεται πάντοτε από σκληρούς ταξικούς πολέμους (ακόμα και σε περιπτώσεις όπως των θρησκευτικών πολέμων του 16ου και του 17ου αιώνα, όπου αυτοί οι τρόποι δεν παίρνουν πάντοτε τη μορφή μιας καθαρής ρήξης ανάμεσα σε διαφορετικές τάξεις, αλλά συχνά τη μορφή περιπλεγμένων συμμαχιών που διαπερνούν τα πιο δυναμικά κομμάτια της ανερχόμενης τάξης και συγκεκριμένες ομάδες συμφερόντων της παλιάς τάξης πραγμάτων). Το αν αυτές οι νέες μέθοδοι παραγωγής καταφέρνουν να αναδειχθούν, κρίνεται από το ποιος θα επικρατήσει σε αυτή την πάλη. Οι οικονομικές εξελίξεις παίζουν έναν πολύ σημαντικό ρόλο σ' αυτή τη διαδικασία. Καθορίζουν το μέγεθος των αντιμαχόμενων τάξεων, τη γεωγραφική τους συγκέντρωση (δηλαδή το πόσο εύκολο είναι να οργανωθούν), το βαθμό ομοιογένειάς τους, τους πόρους που έχουν στη διάθεσή τους.

Άμεσοι οικονομικοί παράγοντες σαν τους παραπάνω, μπορούν πράγματι να δημιουργήσουν μια κατάσταση όπου μια ανερχόμενη τάξη δεν μπορεί να κερδίσει ό,τι και να κάνει. Ο αντικειμενικός συσχετισμός δυνάμεων γέρνει πολύ αποφασιστικά προς την άλλη μεριά. Όμως, όταν οι αντικειμενικοί παράγοντες δημιουργούν μία κατάσταση όπου οι αντίπαλες τάξεις έχουν ίσες δυνάμεις, αυτό που τελικά κρίνει τα πράγματα είναι μια σειρά από άλλους παράγοντες -η ιδεολογική ομοιογένεια, η οργάνωση και η ηγεσία της κάθε τάξης.

Για το μηχανιστικό υλιστή οι ιδέες αποτελούν απλώς μια αντανάκλαση του υλικού Είναι. Όμως, τα πράγματα δεν είναι ποτέ τόσο απλά στις πραγματικές ιστορικές διαδικασίες του κοινωνικού μετασχηματισμού.

Οι θεσμοί της άρχουσας τάξης προσπαθούν συνεχώς να διαμορφώσουν τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τους εαυτούς τους και τις σχέσεις τους. Τα μέλη μιας ανερχόμενης τάξης αρχικά αποδέχονται αυτούς τους ορισμούς, αφού είναι οι μόνοι διαθέσιμοι: έτσι για παράδειγμα οι πρώτοι αστοί του Μεσαίωνα αποδέχονταν στην ολότητά τους τα κηρύγματα του Μεσαιωνικού καθολικισμού.

Όμως, τα μέλη μιας ανερχόμενης τάξης εμπλέκονται σε μια πρακτική δραστηριότητα την οποία οι παλιοί ορισμοί δεν μπορούν να την εγκολπωθούν εύκολα. Οι άνθρωποι αρχίζουν και κάνουν πράγματα που δεν τα επιτρέπει ο παλιός τρόπος σκέψης. Και τότε, οι θεσμοί που επιβάλλουν τον παλιό τρόπο σκέψης απειλούν με μέτρα τιμωρίας.

Σ' αυτό το σημείο προβάλλουν δύο επιλογές. Όσοι επιδίδονται σε νέες μορφές δραστηριότητας υποχωρούν στις πιέσεις της παλιάς τάξης πραγμάτων και η νέα δραστηριότητα σταματά. Η άλλη επιλογή είναι να γενικεύσουν τη σύγκρουση με την παλιά ιδεολογία και μέσα απ' αυτή τη σύγκρουση να αναπτύξουν στοιχεία ενός νέου τρόπου θεώρησης του κόσμου -και να προσπαθήσουν να συσπειρώσουν γύρω απ' αυτές τις ιδέες όλους όσους βρίσκονται σε παρόμοια αντικειμενική κατάσταση.

Ένα  νέο σύστημα ιδεών δεν αποτελεί απλά μια παθητική αντανάκλαση οικονομικών αλλαγών. Αντίθετα, οι νέες ιδέες αποτελούν ένα βασικό κρίκο στη διαδικασία της κοινωνικής αλλαγής. Κινητοποιούν αυτούς που αφορούν οι ποσοτικές αλλαγές μικρής κλίμακας στην παραγωγή και τους μεταμορφώνουν σε μια δύναμη που βάζει στόχο τη συνολική αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων.

Ας πάρουμε για παράδειγμα την κλασική διαμάχη γύρω από τον Προτεσταντισμό και την άνοδο του καπιταλισμού. Σύμφωνα με αντιπάλους του Μαρξισμού, όπως ο Μαξ Βέμπερ, η αυτόνομη μη-οικονομική ανάπτυξη μιας νέας θρησκευτικής ιδεολογίας ήταν το μοναδικό στοιχείο που μπορούσε να προσφέρει το έδαφος για να ρίξουν ρίζες οι νέες καπιταλιστικές μέθοδοι παραγωγής. Ο Πουριτανισμός ήταν η αιτία του καπιταλισμού.

Σύμφωνα με τους μηχανιστικούς υλιστές συνέβη το αντίστροφο. Ο Προτεσταντισμός ήταν απλώς μια μηχανιστική αντανάκλαση της ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων. Ο καπιταλισμός ήταν το αίτιο, ο Προτεσταντισμός ήταν το αποτέλεσμα.

Τόσο από τη μια όσο κι από την άλλη άποψη διαφεύγει ένας ζωντανός κρίκος στην αλυσίδα της ιστορικής ανάπτυξης. Ο Προτεσταντισμός αναπτύχθηκε γιατί κάποιοι άνθρωποι μέσα στη φεουδαρχική κοινωνία άρχισαν να ζουν και να δουλεύουν με τρόπους που δεν ήταν εύκολα συμβατοί με την κυρίαρχη ιδεολογία του Μεσαιωνικού καθολικισμού. Άρχισαν να δίνουν μια νέα ερμηνεία σε δόγματα του Καθολικισμού ώστε να βγάλουν νόημα από τις νέες συμπεριφορές τους. Όμως, αυτή η προσπάθεια οδήγησε σε συγκρούσεις με τους θεματοφύλακες της παλιάς τάξης (την εκκλησιαστική ιεραρχία). Σ' αυτό το σημείο παρουσιάστηκαν προσωπικότητες που προσπάθησαν να γενικεύσουν την αμφισβήτηση της παλιάς ιδεολογίας, ο Λούθηρος, ο Καλβίνος και άλλοι. Όπου αυτή η αμφισβήτηση δεν είχε επιτυχία ή όπου οι υποστηριχτές της συμβιβάστηκαν με την παλιά τάξη (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία) τα νέα στοιχεία εργασίας και τρόπου ζωής δεν έγιναν τίποτα περισσότερο από περιθωριακά φαινόμενα σε μια φεουδαρχική κοινωνία που συνέχισε τη ζωή της. Όμως εκεί που αμφισβήτηση στέφθηκε με επιτυχία (όπως στη Βρετανία και την Ολλανδία) απελευθέρωσε από τα παλιά δεσμά τους νέους τρόπους εργασίας και διαβίωσης -και έτσι γενίκευσε τις αστικές μορφές παραγωγής.

Παρόμοια είναι και η σχέση ανάμεσα στους εργατικούς αγώνες στον καπιταλισμό και στις ιδέες του επαναστατικού σοσιαλισμού.

Αρχικά, οι εργάτες προσπαθούν να εντάξουν τις εμπειρίες από τους αγώνες τους ενάντια σε συγκεκριμένες πτυχές του καπιταλισμού σε ιδεολογικά πλαίσια που τους έχουν "κληροδοτηθεί" από το παρελθόν. Αυτά τα πλαίσια διαμορφώνουν τις μορφές που παίρνουν οι αγώνες τους και γι' αυτό το λόγο αυτοί οι αγώνες δεν είναι ποτέ μια αυτόματη αντανάκλαση των υλικών συμφερόντων. Όπως έχει πει ο Μαρξ "το νεκρό παρελθόν βαραίνει σαν εφιάλτης στο μυαλό των ζωντανών". Όμως, η προσπάθεια να ερμηνεύσουν τις εμπειρίες μέσα από παλιά πλαίσια δημιουργεί μια ένταση μέσα στα παλιά πλαίσια, που επιλύεται μόνο όταν κάποιοι άνθρωποι προσπαθούν να τα αλλάξουν.

Όπως γράφει ο Αντόνιο Γκράμσι "ο πρακτικός άνθρωπος των μαζών, εργάζεται πρακτικά, αλλά δεν έχει μια ξεκάθαρη θεωρητική συνείδηση των πράξεών του, η οποία αποτελεί επίσης μια γνώση του κόσμου στο βαθμό που μπορεί να τον αλλάξει". Υπάρχουν "δυο είδη συνείδησης", αυτή που "υπονοείται από τις πράξεις του" και αυτή που "εκδηλώνεται επιφανειακά, την οποία έχει κληρονομήσει από το παρελθόν και την οποία αποδέχεται χωρίς κριτική".
Αυτή η "λεκτική" αντίληψη δεν είναι χωρίς επιπτώσεις: τον δένει με μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, επηρεάζει με ένα περισσότερο ή λιγότερο έντονο τρόπο την ηθική του συμπεριφορά και τη θέλησή του και μπορεί να φτάσει στο σημείο όπου η αντίθεση μέσα στη συνείδηση μπορεί να αποτρέψει οποιαδήποτε δράση... (Γι' αυτό το λόγο) η ενότητα θεωρίας και πράξης δεν είναι ένα δεδομένο γεγονός, αλλά μια ιστορική διαδικασία γίγνεσθαι. 
Κατ' αυτό τον τρόπο οι Χαρτιστές του 19ου αιώνα προσπάθησαν να ερμηνεύσουν νέες εμπειρίες με τη βοήθεια παλιότερων, ριζοσπαστικών δημοκρατικών αντιλήψεων. Όμως αυτό είχε σαν αποτέλεσμα το σχηματισμό αντιφατικών ιδεολογικών προτάσεων κάθε είδους. Γι' αυτό το λόγο κάποιοι από τους πιο φημισμένους ρήτορες και συγγραφείς του κινήματος ήταν άνθρωποι όπως ο Μπρόντερ Ο Μπράιεν, ο Τζούλιαν Χάρβι και ο Έρνεστ Τζόουνς που άρχισαν να διατυπώνουν τις εμπειρίες του κόσμου με ένα πιο καινοτόμο, περισσότερο σαφή σοσιαλιστικό τρόπο.

Ο ίδιος ο μαρξισμός δεν είναι ένα σύνολο ιδεών που βγήκαν έτοιμες από το μυαλά του Μαρξ και του Ένγκελς -και μετά με ένα μαγικό τρόπο κυριάρχησαν στο εργατικό κίνημα. Η γέννηση της θεωρίας στηρίχτηκε στην απόσταξη των εμπειριών του νέου εργατικού κινήματος στα χρόνια που προηγήθηκαν του 1848 από το Μαρξ και τον Ένγκελς. Οι εργάτες από τότε την αποδέχτηκαν στο βαθμό που ανταποκρίνονταν σ' αυτά που είχαν ήδη αρχίσει να τους διδάσκουν οι αγώνες τους. Όμως αυτή η εκδοχή επιδρά με τη σειρά της σ' αυτούς τους αγώνες επηρεάζοντας την έκβασή τους.

Η θεωρία δεν αντανακλά απλώς τις εμπειρίες των εργατών στον καπιταλισμό: γενικεύει κάποια στοιχεία αυτής της εμπειρίας (αυτά του αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό) σε μια συνειδητοποίηση του συστήματος ως συνόλου. Κάνοντας αυτό προσφέρει νέες προοπτικές για το πώς θα διεξαχθεί ο αγώνας και ταυτόχρονα γεμίζει με νέα αποφασιστικότητα αυτούς που παλεύουν.

Η θεωρία αναπτύσσεται στη βάση της πρακτικής, αλλά επιδρά στην πρακτική και επηρεάζει την αποτελεσματικότητά της.

Πρόκειται για μια σημαντική διαπίστωση, γιατί η θεωρία δεν είναι πάντοτε η σωστή. Ιστορικά έχουν υπάρξει πολύ σημαντικοί εργατικοί αγώνες που έχουν διεξαχθεί κάτω από την επιρροή λανθασμένων θεωριών: ο Προυντονισμός και ο Μπλανκισμός στη Γαλλία στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, ο Λασαλισμός στη Γερμανία, ο Ναροντνικισμός, ακόμα και η Ρώσικη Ορθοδοξία, στη Ρωσία πριν το 1905, ο Περονισμός στην Αργεντινή, ο Καθολικισμός και ο εθνικισμός στην Πολωνία και φυσικά τα τρομερά δίδυμα, η Σοσιαλδημοκρατία και ο Σταλινισμός.

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις οι εργάτες διεξάγουν τους αγώνες υπό την επιρροή "υβριδικών" θεωρήσεων του κόσμου -αντιλήψεων που συνδυάζουν μια κάποια άμεση κατανόηση των αναγκών της ταξικής πάλης με ένα πιο γενικό σύστημα ιδεών που αποδέχεται βασικά στοιχεία της υφιστάμενης κοινωνίας. Μια τέτοια λανθασμένη κατανόηση της κοινωνίας στην ολότητά της, οδηγεί σε χονδροειδή σφάλματα -σφάλματα, που ξανά και ξανά έχουν οδηγήσει σε ήττες τεραστίων διαστάσεων.

Μπροστά σε τέτοιες συγχύσεις και τέτοιες ήττες, δεν υπάρχει πιο επικίνδυνο πράμα από τον ισχυρισμό ότι οι ιδέες τελικά θα συμβαδίσουν με την πραγματικότητα και ότι η νίκη είναι σίγουρη. Γιατί κάτι τέτοιο οδηγεί πάντοτε στην υποτίμηση της ανάγκης να συνδυάζεται ο πρακτικός και ο ιδεολογικός αγώνας.  

Βάση και επικοδόμημα

Συγγραφέας: Harman, Chris
Εκδόσεις: Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο
 

Σχόλια