Μέθη και επανάσταση

Intoxication and Revolution 
“Fringes blown by the wind”: High Hopes for Expanded Consciousness in Benjamin and Brecht 
by Lauren Hawley
Published April 2016



Όπως έδειξε ο Μάρκους Μπουν στο βιβλίο του Ο Δρόμος της Υπερβολής, τα άτομα από τις προμοντέρνες εποχές ως τα σύγχρονα χρόνια αναζητούσαν τρόπους μεταβολής της κατάστασης της συνείδησης μέσω ψυχοδραστικών παραγόντων, είτε υπήρχαν νομικές ή ηθικές κυρώσεις είτε όχι, που να ασκούν έναν έλεγχο πάνω στη χρήση τέτοιων ουσιών. Καθώς οι σύγχρονες αντιλήψεις απέναντι στα ναρκωτικά και τη μέθη αλλάζουν, οι διανοούμενοι μπορούν να ξεφορτωθούν το στίγμα που περιβάλλει το θέμα των ναρκωτικών και της μέθης και να θέσουν ερωτήματα σχετικά μ' αυτή την πανταχού παρούσα "νόμιμη επιθυμία να είναι κανείς φτιαγμένος". Η επανεξέταση ζητημάτων όπως η αξία της άλλης κατάστασης δεν είναι κάτι απλό καθότι προϋποθέτει το ξεπέρασμα των πεισματάρικων προκαταλήψεων, συμπεριλαμβανομένων και των αδυναμιών, που μας οδήγησαν να συνδέουμε τη μέθη καταρχήν με την εξάρτηση, τις τάσεις φυγής ή, από την άλλη, με το δρόμο προς τη δημιουργική έμπνευση. Ο Μπουν συνοψίζει το μοντέλο του για την ανάλυση των σχετικών αξιών της μέθης αναφερόμενος στην πρόταση του Τίμοθι Λίρι ότι "η ιδιοσυγκρασία και το περιβάλλον" ή οι γνωστικές και περιβαλλοντικές συνθήκες σε μεγάλο βαθμό καθορίζουν την ποιότητα μιας ψυχεδελικής εμπειρίας. Για τον Μπουν, η αξιολόγηση του νοήματος που τα άτομα ενδέχεται να έχουν βρει μέσα από άλλες καταστάσεις συνείδησης περιλαμβάνει προσεκτική εξέταση της "ιδιοσυγκρασίας και του περιβάλλοντος" ή του συγκεκριμένου γενικότερου πλαίσιου που επηρεάζει, παρακινεί, αποδοκιμάζει και ελέγχει την επιδίωξη της άλλης κατάστασης. 

Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ και ο Βάλτερ Μπένγιαμιν είναι δύο φυσιογνωμίες και, παράλληλα, δυο φίλοι και συνεργάτες, από την εποχή του μοντερνισμού που ενδιαφέρθηκαν για τη δυνατότητα των άλλων καταστάσεων της συνείδησης να μετασχηματίσουν τη δημιουργική και κριτική σκέψη. Οι σκέψεις τους για τα όρια και τις δυνατότητες των άλλων καταστάσεων περιπλέκουν σημαντικά τις σχετικά απλοϊκές απόψεις για τη μέθη που έχουμε κληρονομήσει. Οι ιδέες του Μπερχτ και του Μπένγιαμιν για τις άλλες καταστάσεις συνείδησης και τη μέθη διαμορφώνονται, εν μέρει, από "την ιδιοσυγκρασία και το περιβάλλον", που περιλαμβάνει ένα φάσμα θεωρητικών και κριτικών παρορμήσεων, όπως ο Μαρξισμός, η ψυχανάλυση και η πίστη στις δυνάμεις μετασχηματισμού της τέχνης και της αισθητικής πρακτικής. Ο Μπρεχτ ο δραματουργός και ο Μπένγιαμιν ο φιλόσοφος και κριτικός του πολιτισμού συμμερίζονταν την άποψη ότι η τέχνη, η αισθητική πρακτική, και η μέθη μαζί, θα μπορούσαν να επαναστατικοποιήσουν τη μαζική συνείδηση. Οι καινοτομίες του Μπρεχτ στο επικό θέατρο και τα γραπτά του Μπένγιαμιν για τον πειραματισμό με το χασίς, όλες συνθέσεις του Μεσοπολέμου, αντιπροσωπεύουν προσπάθειες να εφαρμοστεί στην πράξη η θεωρία ότι η μέθη, οι ευφορικές εμπειρίες θα μπορούσαν να μετασχηματίσουν το αυτοϊκανοποιημένο άτομο του αστού σε συνειδητό ιστορικό υποκείμενο. Αν και τα ίδια τα γραπτά υπαινίσσονται, και η ιστορία φυσικά αποδεικνύει, ότι καμιά τέτοια επανάσταση στη μαζική συνείδηση δεν υπήρξε. Σ' αυτή την εργασία προτείνω ότι ένας από τους κάμποσους δυνητικούς παράγοντες που περιορίζουν την αφύπνιση της ιστορικής συνείδησης μέσω της μέθης είναι η δυσκολία επίτευξης μιας αδιάφορης στάσης απέναντι στις άβολες σωματικές και συναισθηματικές καταστάσεις που προκαλεί η μέθη. Απαραίτητη προϋπόθεση για να είναι η μέθη μία μεταμορφωτική εμπειρία, μια προϋπόθεση που είναι εγγενής και στον Μπρεχτ και στον Μπένγιαμιν, είναι ότι τα ανησυχητικά αποτελέσματα της μέθης πρέπει να διαμεσολαβούνται σαν αντικείμενα αισθητικού ενδιαφέροντος, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται το ξεπέρασμα της αυθόρμητης άρνησης του εγώ απέναντι στις άβολες εντάσεις και ώστε, όπως λέει ο Φρόιντ, "αυτό που είναι από μόνο του δυσάρεστο [να γίνεται] ένα αντικείμενο που να ανακαλείται στη μνήμη και να θεραπεύεται". Όπως τα πρωτόκολλα του χασίς του Μπένγιαμιν και τα δοκίμια για το Σουρεαλισμό δείχνουν με τον πιο οδυνηρό τρόπο, η επισημοποίηση και το στιλιζάρισμα των συνεπειών της μέθης κάνουν πιθανή του επιστροφή στις περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνθήκες, βοηθώντας μ' αυτό τον τρόπο στην εξάπλωση της ιστορικής συνείδησης. 

Ο Χέρμαν Χέρλινγκχαους είναι ένας κριτικός που αντιμετωπίζει το ενδιαφέρον του Βάλτερ Μπένγιαμιν για τη μέθη σαν πιο κεντρικό στη σκέψη του Μπένγιαμιν απ' ότι παλιότεροι μελετητές του Μπένγιαμιν είχαν κάνει στο παρελθόν. Έργα με τεράστια απήχηση, όπως το βιβλίο του Ρίτσαρντ Γουόλιν του 1982 Βάλτερ Μπένγιαμιν: Η αισθητική της εξιλέωσης ή η μελέτη της Σούζαν Μπακ-Μορς του 1989 Διαλεκτική του βλέπειν δείχνουν ότι η μέθη είναι μια σημαντική ψηφίδα του έργου του Μπένγιαμιν, αλλά επί το πλείστον επιτρέπουν στον όρο να υπάρχει πρωταρχικά σαν ένας τρόπος περιγραφής των διαφόρων στρατηγικών του Μπένγιαμιν για την απόκτηση υλικού για σκέψη: σ' αυτά τα κείμενα, η flânerie, η σουρεαλιστική συνάντηση, η προυστιανή αθέλητη ανάμνηση είναι συναρπαστικές εμπειρίες επειδή επιτρέπουν στον Μπένγιαμιν να επεκτείνει το σύνηθες αντιληπτικό του πεδίο. Παρ' όλα αυτά, στο δοκίμιό τουIn/Comparable Intoxications” ο Χέρλινγκχαους δείχνει ότι το ενδιαφέρον του Μπένγιαμιν για τη μέθη είναι πιο αυστηρό θεωρητικά απ' ότι το εμφανίζουν εργασίες προηγούμενων σχολιαστών. Αναλύει την περίπλοκη μεταχείριση του όρου "μέθη" από τον Μπένγιαμιν, εξετάζοντας κάποιες καταγραφές που ο Μπένγιαμιν έκανε όταν πειραματίζονταν με το χασίς και τη μεσκαλίνη, διερευνώντας την αξία της μέθης στη φιλοσοφική και κριτική σκέψη. Ο Χέρλινγκχαους πραγματεύεται το πώς κάποιες αληθινές εμπειρίες μέθης επέτρεψαν στον Μπένγιαμιν να μετατρέψει τον όρο μέθη σε μια "πολυδιάστατη" κριτική κατηγορία. Ο Χέρλινγκχαους προτείνει ότι η μέθη παρείχε στον Μπένγιαμιν μια μετατόπιση προοπτικής που συνέβαλε στην έρευνά του για την κατάσταση μαζικής συνείδησης και της σχέση της με το πολιτικό ασυνείδητο της Δυτικής υποκειμενικότητας. Σχηματοποιεί την κατάσταση μαζικής συνείδησης και τη σχέση της με το πολιτικό ασυνείδητο στην καπιταλιστική κοινωνία μέσα από τον παραμορφωτικό φακό της μέθης προτείνοντας ότι ο Μπένγιαμιν αποκαλύπτει το πώς οι ορατές διενέξεις για την απελευθέρωση ή την απαγόρευση σε σχέση με τους ψυχοδραστικούς παράγοντες, όπως το χασίς, έχουν αποστρέψει την προσοχή από την ύπαρξη πολυποίκιλων και διαδεδομένων μορφών θολωμένης συνείδησης. Ήτανε μέσα από τον πειραματισμό με στιγματισμένες ουσίες, όπως το χασίς, που ο Μπένγιαμιν κατάφερνε να επιφέρει και να βελτιώνει μιαν αντίληψη μέσω της οποίας ηδονοθηρικές συμπεριφορές, όπως ο καταναλωτισμός ή η διασκέδαση, φαίνεται να λειτουργούν σύμφωνα με τα πρότυπα της διέγερσης και του κορεσμού που χαρακτηρίζουν την τοξικοεξάρτηση. Πειραματιζόμενος με τη δική του συνειδησιακή κατάσταση, ο Μπένγιαμιν κατάφερνε να βγει έξω, και συνεπώς να αναγνωρίσει, πώς μια καθημερινή κατάσταση ναρκωμένης συνείδησης αλληλεπιδρούσε με την εκτέλεση των καθημερινών πολιτισμικών ασκήσεων που κανονικοποιούνται εξαιτίας της μαζικής συμμετοχής. Αυτή η αλληλεπίδραση εξηγεί, για τον Μπένγιαμιν, το πώς μια ιδεολογική δομή που ανυψώνει την αναζήτηση της ηδονής και την αποφυγή της δυσφορίας σε αρχές μπορεί να βρει ένα συνεχές στο επίπεδο της συνειδητής ύπαρξης μέσα από την άμπωτη και πλημμυρίδα της εξάρτησης.

Και για τον Μπένγιαμιν και για τον Μπρεχτ, αυτή η κατάσταση μαζικής νάρκωσης ή ενθουσιασμού, που περιγράφεται από τον κριτικό Μαξ Πένσκι ως "ιδεολογία της ατέρμονης νεωτερικότητας και της εγγυημένης προόδου" στην οποία οι καταπιεσμένες επιθυμίες ανάκτησης της πολιτικής επενδύονται ασυνείδητα στην κατανάλωση εμπορευμάτων, αντιπροσώπευε μια αποδιοργάνωση της αντίληψης μιας ηπείρου που έτεινε στο χείλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μια επείγουσα ανάγκη κατανόησης και αλλαγής των συνθηκών μαζικής συνείδησης σε μια κατάσταση οξυμένης πολιτικής επίγνωσης μπερδεύει την κανονική δυϊστική κατανόηση της μέθης, ότι ή θα είναι κανείς μεθυσμένος ή νηφάλιος. Μπορούμε να δούμε μέσα από το έργο του Μπένγιαμιν και του Μπρεχτ την εφαρμογή ενός συμπεράσματος που υπάρχει στον Ντεριντά ότι η ταξινόμηση ενός ναρκωτικού σαν δηλητήριο ή σαν αντίδοτο δεν περιγράφει τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της ουσίας, αλλά αντικατοπτρίζει μια διεκδίκηση εξουσίας. Ο Μπένγιαμιν και ο Μπρεχτ αντιπαραβάλλουν τη δηλητηριασμένη, ενθουσιαστική μαζική συνείδηση με μία μέθη που ξεκαθαρίζει τις κοινωνικές συνθήκες που το δηλητήριο της κατανάλωσης θολώνει, επιτρέποντας έτσι στα άτομα να ανακτήσουν μια αίσθηση πολιτικής ταυτότητας. Αυτό επιτυγχάνεται και από τους δυο συγγραφείς μέσα από την ιδέα της μέθης που ξεπερνά την απλή συσχέτισή της με το ναρκωτικό. Πρώτον, και για τους δυο συγγραφείς η μέθη μπορεί να αναφέρεται είτε σε μια παθητική ναρκωθολούρα, είτε σε μια ευφορική, συναρπαστική εμπειρία. Δεύτερον, καμιά μορφή μέθης δεν προκαλείται απαραίτητα από τη χρήση ναρκωτικών. Οτιδήποτε προκαλεί τη ναρκωμένη παθητικότητα της κανονικής μαζικής συνείδησης λογίζεται σαν ναρκωτικό. Από την άλλη, οι ευφορικές καταστάσεις της μέθης μπορεί να περιλαμβάνουν αποκρίσεις σε αισθητικές επιρροές, δυνατές συναισθηματικές καταστάσεις, μία οξύνοια που ο Μπρεχτ αποκαλεί νηφαλιότητα, και επιδράσεις που προκαλούνται από τα ναρκωτικά. Και για τους δύο, οι ευφορικές καταστάσεις της μέθης θα μπορούσαν να διαλύσουν την επίδραση της κανονικής νάρκωσης, ενσαρκώνοντας εμπειρίες που επιτρέπουν σε κάποιον να ξεφύγει από τον κύκλο των επαναλαμβανόμενων αντιδράσεων της κανονικής συνείδησης και τις δραστηριότητες και ιδεολογίες που σχετίζονται μ' αυτή, έτσι ώστε να αποστασιοποιείται κανείς από συνήθειες που κατάντησαν να μοιάζουν φυσιολογικές μέσα από την επανάληψη και τη μαζική συμμετοχή. Έτσι, με την αποστασιοποίηση από τη μαζική συνείδηση μπορεί αυτή να γίνει αντικείμενο ανάλυσης.

Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ ζητούσε να παρέμβει σ' αυτό τον κύκλο στη σφαίρα της ψυχαγωγίας προσφέροντας στα ακροατήριά του τυπικά καινοτόμες παραστάσεις που μπορούσαν να σπάνε τον αποχαυνωτικό κύκλο της αναμονής και της πλήρωσης. Ενώ ο Μπρεχτ σκόπευε να μετατρέψει τους παθητικούς θεατές σε συνειδητούς αναλυτές των κοινωνικών συνθηκών, το δοκίμιο του Μπένγιαμιν "Σουρεαλισμός: το τελευταίο στιγμιότυπο της Ευρωπαϊκής διανόησης" (1929) βεβαιώνει ότι η σουρεαλιστική πρακτική της ενεργοποίησης περιεχομένων του υποσυνείδητου νου είναι μια μορφή μέθης που επιτρέπει στο υποκείμενο να αναγνωρίζει τις καταπιεσμένες επιθυμίες για συλλογική ταυτότητα μέσα στην ατομική του ή της ψυχή. Το ίδιο δοκίμιο κατονομάζει διάφορες άλλες μεθόδους μέθης, μεταξύ των οποίων το χασίς και το όπιο, αλλά και το όνειρο, ο έρωτας και το κακό που μπορούν να δώσουν ώθηση στην πεφωτισμένη ενόραση. Αυτό το πλήθος μορφών μέθης μπορούν να διακριθούν με βάση την αποτελεσματικότητά τους στο να υποκινούν την ενόραση σε πολιτισμικές συνθήκες. Όποια μεθοδολογία κι αν την προκαλεί, η εμπειρία της μέθης, που ο Μπένγιαμιν αποκαλεί "γόνιμη, ζωντανή εμπειρία", και που εγώ θα αποκαλούσα "ευφορική έκταση", μπορεί να βελτιώσει τη δεκτικότητα κάποιου στις σκέψεις, τα συναισθήματα, τις ιδέες και τα αντικείμενα που τα οργανωμένα μοτίβα της συνείδησης τείνουν να καταπιέζουν. Η ευφορική έκταση υπερβαίνει τα περιορισμένα όρια της ναρκωμένης συνείδησης δημιουργώντας συνθήκες αυξημένης δεκτικότητας σε στοιχεία και εμπειρίες που οι επινοήσεις, οι φαντασίες και οι λογικές που συντηρεί η ναρκωμένη συνείδηση δεν μπορούν εύκολα να αντιληφθούν. Από την οπτική της ευφορικής έκτασης οι καταστάσεις της κανονικής συνείδησης μοιάζουν προσδεμένες στις συνήθειες και περιορισμένες στις επιδράσεις της διέγερσης και του κορεσμού.

Σχόλια