Η κοινωνική λειτουργία της σεξουαλικής καταπίεσης

Ο Μαρξισμός του Ράιχ (Μέρος 1ο)
Μπέρτελ Όλμαν, Κοινωνική και Σεξουαλική Επανάσταση (1979)



"Ακριβώς όπως ο Μαρξισμός υπήρξε αρχικά η έκφραση της ανθρώπινης συνειδητοποίησης των νόμων της οικονομίας και της εκμετάλλευσης μιας πλειοψηφίας από μια μειοψηφία, έτσι και η ψυχανάλυση είναι η έκφραση της ανθρώπινης συνειδητοποίησης της κοινωνικής καταπίεσης του φύλου". (Βίλχελμ Ράιχ, Διαλεκτικός Υλισμός και Ψυχανάλυση). Πώς όμως προκύπτει η σεξουαλική καταπίεση; Τι μορφές παίρνει; Τι συνέπειες έχει για το άτομο; Και, πάνω απ' όλα, ποια είναι η κοινωνική της λειτουργία; Στο Φρόιντ αξίζουν τα εύσημα γιατί ήταν ο πρώτος που έθεσε αυτά τα ερωτήματα, ήταν όμως ο Βίλχελμ Ράιχ αυτός που προχώρησε περισσότερο στο να δώσει απαντήσεις. Για να το πετύχει αυτό, όχι μόνο ανέπτυξε τις ιδέες του ίδιου του Φρόιντ, αλλά εμπλούτισε αφάνταστα τόσο τη θεωρία όσο και την πρακτική του Μαρξισμού.

Τα γραπτά του Ράιχ μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες: 1) του ψυχαναλυτή και συνεργάτη του Φρόιντ, 2) του Μαρξιστή και 3) του κοινωνικού επιστήμονα. Σ' αυτό το δοκίμιο θα ασχοληθώ μόνο με το Μαρξιστή Ράιχ, παρότι οι παραδρομές στα άλλα δύο πεδία είναι κάπου-κάπου απαραίτητες μιας και ο διαχωρισμός μεταξύ τους είναι συχνά αβέβαιος, τόσο στο χρόνο όσο και στη σύλληψη. Η μαρξιστική περίοδος του Ράιχ ξεκινάει περίπου το 1927, όταν έγινε μέλος του Αυστριακού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, και φτάνει μέχρι το 1936, όταν απελπίστηκε από τα αποτελέσματα της στρατηγικής των εργατικών κινημάτων. Από το 1930 ως το 1933 ήταν μέλος του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο Μαρξ είχε πει: "Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει την ύπαρξή τους, αλλά αντίθετα, η κοινωνική τους ύπαρξη καθορίζει τη συνείδησή τους". Αυτός ο τύπος πολεμήθηκε και υπερασπίστηκε με ζέση, αλλά σπάνια ερευνήθηκε. Οι Μαρξιστές γενικά αρέσκονται να αναλύουν ζητήματα κοινωνικής ύπαρξης και να καταλήγουν αργά ή γρήγορα σε συμπεράσματα που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, συνδέονται με αντίστοιχες διεργασίες στην πνευματική ζωή των ανθρώπων που εμπλέκονται. Ο Ράιχ είναι ένας από τους λίγους που πήραν αυτό τον τύπο σαν πρόσκληση για ερευνητική δουλειά. Πώς η καθημερινή ζωή μετατρέπεται σε ιδεολογία, σε τύπους και βαθμούς συνείδησης; Τι λειτουργεί υπέρ μιας τέτοιας μετατροπής και τι κατά; Από πού προέρχονται αυτές οι αρνητικές επιρροές και με ποιο τρόπο ασκούν την επίδρασή τους;

Ο Ράιχ πίστευε ότι η ψυχανάλυση μπορεί να συμβάλει στο να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα. Οι Μαρξιστές, όμως, πάντα αισθάνονταν μια ιδιαίτερα έντονη αποστροφή για την επιστήμη του Φρόιντ. Στο πρακτικό κομμάτι η ψυχανάλυση εξασκείται από πλούσιους γιατρούς πάνω σε ακόμα πιο πλούσιους ασθενείς. Εννοιολογικά, έχει ως αφετηρία τα προσωπικά προβλήματα και τείνει να υποβαθμίζει τις κοινωνικές συνθήκες και περιορισμούς. Φαίνεται σαν να λέει ότι οι παλιές τραυματικές εμπειρίες, ειδικά οι σεξουαλικής φύσης, είναι υπεύθυνες για τη δυστυχία, και ότι οι ατομικές λύσεις σε τέτοιου είδους ζητήματα είναι πιθανές. Φαίνεται επίσης σαν να θεωρεί ότι όλη η συνειδητή κατάσταση του ατόμου κατά κάποιο τρόπο εξαρτάται από την ασυνείδητή του/της πνευματική ζωή, ορίζοντας κάθε λογική εξήγηση -συμπεριλαμβανομένου του Μαρξισμού- ως εκλογίκευση. Κοντολογίς, τόσο ως προς την ανάλυση όσο και ως προς τις θεραπευτικές μεθόδους, η ψυχανάλυση παίρνει την καπιταλιστική κοινωνία ως δεδομένη. Και σαν να μην έφτανε αυτό για να την καταδικάσει στα μάτια των Μαρξιστών, η ψυχανάλυση γίνεται αχρείαστα προσβλητική απέναντί τους υπονοώντας ότι επειδή επιθυμούν διακαώς τη ριζοσπαστική αλλαγή είναι νευρωτικοί. 

Ο Ράιχ δεν ενδιαφέρεται καθόλου να υπερασπιστεί την ψυχανάλυση, και συγκεκριμένα την ψυχανάλυση όπως εφαρμόζεται, από τέτοιες κατηγορίες, άλλα τις εμπλουτίζει κιόλας προσδιορίζοντας με λεπτομέρεια τα όρια του τι μπορεί και τι δεν μπορεί να κάνει η επιστήμη του Φρόιντ. Ως έρευνα των ατομικών πνευματικών διεργασιών, δεν μπορεί να εξάγει συμπεράσματα για κοινωνικές διαδικασίες, ούτε για το πώς λειτουργούν ή θα έπρεπε να λειτουργούν: η ψυχανάλυση δεν είναι ούτε κοινωνιολογία ούτε σύστημα ηθικής. Το να χρησιμοποιείται η ψυχανάλυση στην εξήγηση κοινωνικών φαινομένων -όπως όταν ο Λαφάργκ χρεώνει την ύπαρξη της αστυνομίας στην ανάγκη του ανθρώπου για τιμωρία- είναι μια ιδεαλιστική παρέκκλιση, όταν δεν είναι απλά μια ανοησία. Όμοια, ο Ράιχ δηλώνει πως η πλατιά διαδεδομένη ανάμεσα στους ψυχαναλυτές πεποίθηση ότι ο δρόμος για την κοινωνική καλυτέρευση περνάει μέσα από "τη λογική προσαρμογή των ανθρώπινων σχέσεων και διά της εκπαίδευσης προς το συνειδητό έλεγχο της ενστικτώδους ζωής" δεν είναι λογική συνέπεια των ευρημάτων του Φρόιντ.

Παρ' όλα αυτά, σύμφωνα με το Ράιχ, αυτός ο κατάλογος των μειονεκτημάτων δεν εξαντλεί τις δυνατότητες της ψυχανάλυσης. Είναι ιδιαίτερα κάτω από την επίδραση των κοινωνικών φαινομένων στα άτομα που πιστεύει ότι η ψυχανάλυση έχει κάτι να διδάξει στους Μαρξιστές. Εστιάζοντας σ' αυτό ακριβώς το κομμάτι των κοινωνικών συνθηκών που παράγει τις ιδέες και τις συμπεριφορές, οι Μαρξιστές έχουν αγνοήσει τη διαδικασία κατά την οποία οι μεν επιδρούν στις δε, κατά την οποία η εξωτερική κατάσταση μετασχηματίζεται σε ιδεολογία. Έχουν αγνοήσει επίσης το ρόλο που παίζουν οι παράλογες δυνάμεις στο να κρατούν τους ανθρώπους μακριά από την αναγνώριση των συμφερόντων τους. Κατά το Ράιχ, οι φροϊδικές θεωρίες προσφέρουν ένα μέσο για τη διόρθωση αυτών των παραλείψεων.


Η φροϊδική επιστήμη της ψυχανάλυσης βασίζεται σε τρία θεμέλια: στη θεωρία της λίμπιντο, τη θεωρία του ασυνείδητου και τη θεωρία των αμυντικών μηχανισμών της συνείδησης (καθένας γίνεται αντιληπτός υπό το φως της υπάρχουσας καταπίεσης). Οι διάφορες σχολές ψυχανάλυσης και, πράγματι, οι διάφορες περίοδοι της ζωής του ίδιου του Φρόιντ διακρίνονται πιο άνετα σε σχέση με το πόση προσοχή δίνεται σε καθένα απ' αυτά τα θεμέλια.

Απ' όλους τους οπαδούς του Φρόιντ, ο Ράιχ είναι ίσως ο πιο ένθερμος υποστηριχτής της θεωρίας της λίμπιντο, που υποστηρίζει ότι η σεξουαλική διέγερση και φαντασίωση είναι λειτουργίες μιας μετρήσιμης σεξουαλικής ενέργειας. Ο Ράιχ διατείνεται ότι: "Η βασική δομή της ψυχαναλυτικής θεωρίας είναι η θεωρία των ενστίκτων. Απ' αυτήν, το πιο στέρεα θεμελιωμένο σημείο είναι η θεωρία της λίμπιντο -το δόγμα της δυναμικής των σεξουαλικών ενστίκτων.

Παραδόξως, η μεγάλη "ανακάλυψη" του Φρόιντ ήταν γνωστή σε όλους αλλά δεν είχε ποτέ εκληφθεί σοβαρά. Ποιος δεν έχει την εμπειρία της συσσώρευσης του σεξουαλικού ερεθισμού; Ποιος δεν γνώρισε ποτέ την αίσθηση της απελευθέρωσης της σεξουαλικής έντασης; Ποιος δεν έχει χρησιμοποιήσει την έκφραση "περισσότερο" ή "λιγότερο" αναφερόμενος στα δύο παραπάνω; Οι άνθρωποι πάντα μιλούσαν για το σεξ σαν να είχε να κάνει μ' ένα είδος ενέργειας. Ο Φρόιντ είπε ότι αυτή υπάρχει και, επιπλέον, της έδωσε όνομα και ρόλο στην ευρύτερη θεωρία του για την προσωπικότητα.

Η αντίληψη του Φρόιντ για την ενστικτώδη δραστηριότητα εστιάζει στη λίμπιντο, αλλά συμπεριλαμβάνει επίσης το σκοπό, την πηγή και το αντικείμενο αυτής της δραστηριότητας. Ο σκόπος είναι η αύξηση της απόλαυσης και η αποφυγή ή ελάττωση του πόνου. Η πηγή είναι εκείνο το σημείο του σώματος όπου η ένταση και ο ερεθισμός γίνονται αισθητά, και το αντικείμενο είναι αυτό που επιθυμείται ή οτιδήποτε μπορεί να ανακουφίσει την ένταση. Πριν το Φρόιντ, λέει ο Ράιχ, η θεωρία του ενστίκτου βρισκόταν σε αποδιοργάνωση, αναγνωρίζονταν τόσα ένστικτα όσες και οι πράξεις. Όμως, η τάξη που έφερε ο Φρόιντ σ' αυτή την κατάσταση υπερεκτιμάται. Για παράδειγμα, ο Φρόιντ χρησιμοποιεί το "σεξουαλικό ένστικτο" και τα "σεξουαλικά ένστικτα" εκ περιτροπής. Τα τελευταία είναι γενικά συνώνυμο της λίμπιντο, ενώ το πρώτο μεταχειρίζεται κάθε πηγή της λίμπιντο (στόμα, πρωκτός, γεννητικά όργανα) και, κατά περίπτωση, κάθε τάξη αντικειμένων ως ένδειξη ενός διακριτού ενστίκτου.

Αν και ο Φρόιντ μίλησε για μη σεξουαλικά ένστικτα, όπως η αυτοσυντήρηση ή τα ένστικτα του εγώ, και, αργότερα, για το ένστικτο του θανάτου, μόνο η σεξουαλικότητα μελετήθηκε με κάποια λεπτομέρεια. Σ' αυτό τον τομέα, το μεγαλύτερο επίτευγμά του βρίσκεται στο ότι ανέπτυξε την έννοια της σεξουαλικότητας ώστε να περιλαμβάνει κάθε λειτουργία άντλησης ευχαρίστησης ερωτική ως προς το χαρακτήρα και ότι κατέγραψε την πρόοδό τους από προ-γενετικές σε γενετικές μορφές. Ο Ράιχ, που αποδέχονταν το φροϊδικό χάρτη ανάπτυξης, ήταν πιο συνεπής στη σύνδεση αυτών των θέσεων με ένα και μοναδικό σεξουαλικό ένστικτο.

Οι Μαρξιστές, κατά κανόνα, ένιωθαν πολύ άβολα σε σχέση με οποιαδήποτε θεωρία των ενστίκτων, γιατί η κουβέντα για τα ένστικτα γίνεται συνήθως με σκοπό την αντίθεση στις κοινωνιολογικές εξηγήσεις των κοινωνικών φαινομένων και σαν δικαιολογία για να αφεθεί η ανθρώπινη φύση στην τύχη της. Η έννοια του ενστίκτου έχει επίσης δεχθεί επιθέσεις ως ένα άλλο όνομα για τις δραστηριότητες που περιγράφει (γιατί είναι μόνο μέσα απ' αυτές τις δραστηριότητες που μπορεί να παρατηρηθεί), και επειδή αυτό που λέμε ενστικτώδη συμπεριφορά διαφέρει τόσο πολύ από κοινωνία σε κοινωνία. Τέτοιες κριτικές προσφέρουν καλούς λόγους  για να είμαστε επιφυλακτικοί, αλλά δεν εξαλείφουν την ανάγκη για μια θεωρία του ενστίκτου που να εξηγεί την καθολικότητα της σεξουαλικής παρόρμησης. Ομολογουμένως, χωρίς την υπόθεση της ύπαρξης της σεξουαλικής ενέργειας, το ένστικτο είναι απλά ακόμα ένα όνομα για την παρατηρούμενη σεξουαλική δραστηριότητα. Αυτή είναι η παγίδα που πέφτει ο Φρόιντ, με τον περιστασιακό του λόγο περί σεξουαλικών ενστίκτων, και όσοι από τους οπαδούς του απορρίπτουν τη θεωρία της λίμπιντο. Με την υπόθεση της λίμπιντο, από την άλλη, διάφορες σεξουαλικές δραστηριότητες γίνονται εκδηλώσεις ενός ενστίκτου που είναι κάτι άλλο από τις μορφές που παίρνει.

Η κύρια σημασία της θεωρίας της λίμπιντο είναι ότι χρησιμοποιείται ως κεντρική αρχή οργάνωσης της φροϊδικής θεραπείας της σεξουαλικής καταπίεσης και των συνεπακόλουθων νευρώσεων. Το δεδομένο είναι η σεξουαλική ενέργεια πιέζει συνεχώς στο να απελευθερωθεί. Μερικές φορές η πίεση είναι μεγάλη, άλλες πενιχρή. Οι σχέσεις με γονείς, αδέρφια, φίλους, δασκάλους και άλλους, παρέχουν αντικείμενα και ευκαιρίες για ικανοποίηση. Είναι επίσης και όργανα κοινωνικής καταπίεσης. Η καταπίεση λαμβάνει χώρα με κάθε τρόπο που οι άνθρωποι κατασκευάζουν και θέτουν σε λειτουργία με την προσταγή "μην". Τα άμεσα αποτελέσματα είναι μια μπλοκαρισμένη λίμπιντο και η δημιουργία μιας καταπιεστικής δύναμης, ή ενοχής, στο ίδιο το άτομο. Καθώς η πίεση της λίμπιντο συσσωρεύεται, εμφανίζονται εναλλακτικά μέσα ικανοποίησης. Γενικά, αυτά είναι επιτρεπτά από το ίδιο το άτομο και την κοινωνία στο βαθμό που ο σεξουαλικός τους χαρακτήρας μεταμφιέζεται. Όταν αυτά τα εναλλακτικά μέσα ικανοποίησης κάνουν δύσκολο για το άτομο να λειτουργεί αποτελεσματικά ή άνετα στο δεδομένο περιβάλλον, τότε γίνονται συμπτώματα νεύρωσης.

Ο Φρόιντ διέκρινε δύο είδη νευρώσεων, την πραγματική νεύρωση και την ψυχονεύρωση. Η πρώτη περιλαμβάνει την αγχωτική νεύρωση και τη νευρασθένεια, και οφείλεται σε πρόσφατες διαταραχές στη σεξουαλική ζωή. Πρόκειται απλά για τα άμεσα αποτελέσματα μιας φρακαρισμένης σεξουαλικότητας. Οι ψυχονευρώσεις, από την άλλη, όπως η υστερία και η ψυχαναγκαστική νεύρωση, έχουν ένα ψυχικό περιεχόμενο, τις φαντασιώσεις και τις φοβίες του ασθενούς, κατά κύριο λόγο. Σίγουρα, αυτές οι ιδέες γενικά περιστρέφονται γύρω από πραγματικές ή φανταστικές σεξουαλικές εμπειρίες, αλλά η σχέση τους με την παρούσα σεξουαλικότητα του ασθενούς είναι θολή. Ο Φρόιντ, που η κλινική του εμπειρία περιορίζονταν σχεδόν αποκλειστικά σε περιστατικά ψυχονεύρωσης, πρότεινε ότι κάθε ψυχονεύρωση έχει ένα "πραγματικό νευρωτικό πυρήνα", αλλά δεν ξεκαθάρισε ποτέ τι ήταν αυτός.

Ο Ράιχ το έκανε. Υποστήριξε ότι ο πραγματικός νευρωτικός πυρήνας για τον οποίο μιλούσε ο Φρόιντ είναι μία φρακαρισμένη σεξουαλική ενέργεια και είναι αυτή που παρέχει την κινητήρια δύναμη κάθε ψυχονεύρωσης. Η ψυχονεύρωση κρατά το ψυχικό της περιεχόμενο, αλλά αυτές οι ιδέες γίνονται προβληματικές μόνο κάτω από την παρουσία του σεξουαλικού φρακαρίσματος ή στάσης. Συνεπάγεται ότι η εσωτερική διαμάχη χάνει την ισχύ της όταν το σεξουαλικό φρακάρισμα εξουδετερώνεται.

Η κριτική που απευθύνεται συχνότερα στην περιγραφή της νεύρωσης κατά Ράιχ είναι ότι πολλοί άνθρωποι που υποφέρουν από τη μια ή την άλλη ψυχονεύρωση έχουν μια "υγιή" σεξουαλική ζωή. Πράγματι, ήταν αυτή η παρατήρηση που έκανε το Φρόιντ να μην ακολουθήσει την περιγραφή του Ράιχ. Ο Ράιχ, επίσης, ήταν σαστισμένος από την ικανότητα ανθρώπων με σοβαρά σεξουαλικά μπλοκαρίσματα να έχουν στύση και οργασμό. Άρχισε να ρωτά τους ασθενείς του πιο επισταμένα για την ποιότητα της σεξουαλικής τους δραστηριότητας και ανακάλυψε ότι κανείς τους δεν είχε αισθανθεί μεγάλη ευχαρίστηση κατά τη σεξουαλική πράξη και κανείς τους δεν είχε την εμπειρία μιας ολοκληρωμένης απελευθέρωσης της έντασης κατά τον οργασμό. Σε κανέναν δεν υπήρχε "ένα τέτοιο ίχνος αθέλητης συμπεριφοράς ή απώλειας εγρήγορσης κατά τη διάρκεια της πράξης".

Ο Ράιχ συμπέρανε ότι η ικανότητα στη στύση και την εκσπερμάτωση (τους μόνους μέχρι τότε τύπους αναγνωρισμένους απ' την ψυχανάλυση) δεν οδηγούν απαραίτητα στην οργασμική ικανότητα, που όρισε ως "την δυνατότητα να παραδίνεται κανείς στη ροή της βιολογικής ενέργειας χωρίς καμία συστολή, τη δυνατότητα για πλήρη αποφόρτιση όλης της φρακαρισμένης σεξουαλικής διέγερσης". Μόνο ο γενετήσιος οργασμός μπορεί να αποφορτίσει την πλήρη ποσότητα της σεξουαλικής ενέργειας που παράγεται στο σώμα, αλλά χωρίς οργασμική ικανότητα πολλή απ' αυτή την ενέργεια παραμένει μπλοκαρισμένη και διαθέσιμη για νευρώσεις και άλλου είδους παράλογες συμπεριφορές.

Τα όρια της οργασμικής ικανότητας που βλέπει ο Ράιχ είναι τριών ειδών: ψυχικές, σωματικές και κοινωνικές. Ψυχικά, βρίσκονται στις ηθικολογικές πεποιθήσεις και νευρωτικές φαντασιώσεις και φοβίες, στις οποίες επενδύεται υπολογίσιμη σεξουαλική ενέργεια. Σωματικά, υπάρχουν στις στάσεις του σώματος, στην ψυχρότητα και την αμηχανία που αναλαμβάνονται κατά την αυτο-καταπίεση ώστε να εμποδιστούν οι εξάρσεις ενέργειας. Αυτοί οι ψυχικοί και σωματικοί περιορισμοί αλληλεπιδρούν και ενσωματώθηκαν από το Ράιχ στην έννοια της χαρακτηροδομής. Κοινωνικά, τα όρια της οργασμικής ικανότητας δεν είναι μόνο οι καταπιεστικές συνθήκες που έφεραν στην επιφάνεια την αρχική στάση, αλλά επίσης και οι συνθήκες που δυσχεραίνουν τόσο πολύ την επίτευξη μιας ικανοποιητικής ερωτικής ζωής προς το παρόν. Οι πιο σημαντικοί απ' αυτές είναι οι θεσμοί του μονογαμικού γάμου και τα δύο μέτρα και δύο σταθμά που εφαρμόζονται σε σχέση με την προγαμιαία σεξουαλική επαφή.

Ο Φρόιντ ποτέ δεν αποδέχθηκε τη θεωρία του οργασμού του Ράιχ σαν ορθή προέκταση της θεωρίας του για τη λίμπιντο. Όσο παράξενο κι αν φαίνεται, αυτό μάλλον οφείλεται τουλάχιστο σ' ένα βαθμό στη σεμνοτυφία του. "Είναι απίστευτο κι όμως αληθινό ότι μια ακριβής ανάλυση της γενετήσιας συμπεριφοράς πέρα από τέτοιες ασαφείς δηλώσεις όπως 'Κοιμήθηκα με κάποιον άνδρα ή γυναίκα' ήταν αυστηρά απαγορευμένες στην ψυχανάλυση εκείνο τον καιρό". Ίσως το πιο καθοριστικό στοιχείο σε σχέση με την άρνηση του Φρόιντ ήταν η απροθυμία αμφισβήτησης από μέρους του της κοινωνικής τάξης. Το κύριο μέλημά του ήταν η νέα επιστήμη της ψυχανάλυσης να γίνει αποδεκτή. Αυτός ο φόβος των συνεπειών για την εργασία του δεν καθόρισε πάντα τη συμπεριφορά του. Στο "Η 'Πολιτισμική' Σεξουαλική Ηθική και η Σύγχρονη Νευρικότητα" (1908) ο Φρόιντ ξεκαθάριζε την ευθύνη της κοινωνίας για ένα ευρύ φάσμα νευρωτικών ασθενειών που πέρασαν από τον ψυχαναλυτικό καναπέ του, και το 1910 έφτασε στο σημείο να εξετάζει την ένταξη του κινήματός του με τη "Διεθνή Αδελφότητα για την Ηθική και την Κουλτούρα" για να παλέψει ενάντια στην καταπιεστική επιρροή της εκκλησίας και του κράτους. Αυτή η αποφασιστικότητα σύντομα αποκαταστάθηκε από πιο αμφίσημη κοινωνική κριτική και, τελικά, στο "Ο Πολιτισμός Πηγή Δυστυχίας", από μια εξίσου αμφίσημη υπεράσπιση της σεξουαλικής καταπίεσης. Η ίδια η αοριστία της θεωρίας της λίμπιντο επέτρεπε τέτοιες μεταλλάξεις. Η θεωρία του οργασμού, που αναγνωρίζει το ρόλο της κοινωνίας στην άρνηση της θεραπείας, ακόμα και στην ενίσχυση της ασθένειας έβαλε την ψυχανάλυση στη συγκρουσιακή πορεία που ο Φρόιντ είχε ως τότε αποφύγει με επιτυχία.

Η άλλη σημαντική συμβολή του Ράιχ στην ψυχανάλυση, εκτός από τη θεωρία του οργασμού, είναι η θεωρία του για τη χαρακτηροδομή. Ο Ράιχ αντιλαμβάνεται τη δομή του χαρακτήρα ως ένα εσωτερικευμένο πρότυπο συμπεριφοράς που κάθε άτομο φέρει στην καθημερινή του πρακτική, σαν οργανωμένο σχήμα. "Αντιπροσωπεύει τον ακριβή τρόπο ύπαρξης ενός ατόμου" και είναι "μια έκφραση του γενικού του παρελθόντος". Στη χαρακτηροδομή η τυπική αντίδραση έχει γίνει αυτόματη αντίδραση. Μ' αυτή τη θεωρητική καινοτομία, ο μετασχηματισμός του συνόλου του χαρακτήρα αντικατέστησε την ανακούφιση του συμπτώματος σαν σκοπό της ραϊχικής θεραπείας.

Ο Άλφρεντ Άντλερ είχε ήδη εισαγάγει την έννοια του χαρακτήρα στο ψυχαναλυτικό λεξιλόγιο, αλλά για εκείνον ήταν ένας τρόπος να τραβήξει την προσοχή από τη θεωρία της λίμπιντο. Κατανοούσε το χαρακτήρα τελεολογικά, σε σχέση με την ατομική θέληση για εξουσία. Ο Ράιχ, από την άλλη, εξηγεί το σχηματισμό του χαρακτήρα τόσο αιτιολογικά, σαν αποτέλεσμα παλιότερης καταπίεσης, όσο και λειτουργικά, σαν απαίτηση της λιμπιντικής οικονομίας. 

Για το Ράιχ, η χαρακτηροδομή αντλεί την προέλευσή της από τις συγκρούσεις της Οιδιπόδειας περιόδου σαν τρόπους ανταπόκρισης στις εξωτερικές πιέσεις και απειλές. Τόσο ως προς τη μορφή όσο και ως προς την ισχύ της αντανακλά το είδος της καταπίεσης στην οποία έχει υποβληθεί το άτομο τη συγκεκριμένη περίοδο. Το κίνητρο για την ανάπτυξη μιας τέτοιας δομής είναι ο συνειδητός και ασυνείδητος φόβος της τιμωρίας. Συνεπώς, ο Ράιχ αναφέρεται στη χαρακτηροδομή ως ένα "ναρκισσιστικό μηχανισμό προστασίας" και λέει ότι συνίσταται από "συμπεριφορές αποφυγής". Με το να συμπεριφέρεται όπως θέλουν οι γονείς, ή με το να κρύβει τις πράξεις του, ή με το να σφίγγει τα δόντια για του τις βρέξουν, ή με οποιοδήποτε συνδυασμό αυτών, το παιδί μετατρέπει τον αυθορμητισμό του σε χαρακτηροδομή. Παρόμοιες ανταποκρίσεις στους δασκάλους, στους παπάδες και σε άλλους, ενισχύουν και μερικές φορές μεταβάλλουν το πρότυπο καθώς το παιδί μεγαλώνει.

Ενώ η προστασία από τον έξω κόσμο είναι ο κύριος σκοπός πίσω από το σχηματισμό της χαρακτηροδομής, αυτή δεν είναι η βασική της λειτουργία στο ενήλικο άτομο. Η διανοητική και μυική δομή καθώς και οι διάφοροι θεσμοί τον/την προστατεύουν από εξωτερικούς κινδύνους. Μετά την ωρίμανση είναι κυρίως κόντρα στους εσωτερικούς κινδύνους, κόντρα στις απειθάρχητες ορμές, που τον/την προφυλάσσουν οι μηχανισμοί του χαρακτήρα. Σ' αυτή την περίπτωση, η χαρακτηροδομή εμποδίζει την παρόρμηση και επανακατευθύνει την ενέργειά της, δρώντας τόσο σαν καταπιεστικός παράγοντας όσο και σαν διαχειριστής της παρεπόμενης αναστάτωσης. Η ενέργεια που ξοδεύεται στο σχηματισμό και τη διατήρηση του χαρακτήρα περιορίζει επίσης τον απαιτούμενο βαθμό καταπίεσης μειώνοντας την ισχύ των παρορμήσεων που πρέπει να καταπιεστούν. Ξανά, εξαιτίας της ξοδεμένης ενέργειας για τη διατήρησή της, η χαρακτηροδομή εξυπηρετεί σαν μέσο ελάττωσης της έντασης που συσσωρεύτηκε σαν αποτέλεσμα της ίδιας της λειτουργίας της.

Η επίτευξη του έλεγχου των παρορμήσεων κατά τέτοιο τρόπο έχει σοβαρές παρενέργειες στη γενική κινητικότητα και ευαισθησία ενός ατόμου. Σύμφωνα με το Ράιχ κάνει "μια τακτική σεξουαλική ζωή και μια πλήρη σεξουαλική εμπειρία αδύνατη". Η συστολή και οι φόβοι, οι σφιγμένες και αδέξιες ιδιοτροπίες, η ψυχρότητα και η δυσθυμία, όλες οι εκφάνσεις της χαρακτηροδομής λειτουργούν κόντρα στη δυνατότητα παραίτησης στη σεξουαλική πράξη και, ως εκ τούτου, περιορίζουν το βαθμό απολύτρωσης που επιτυγχάνεται με τον οργασμό. Η χαρακτηροδομή επίσης εξασθενίζει τους ανθρώπους αρκετά ώστε να κάνουν τη βαρετή, μηχανική δουλειά που είναι η μοίρα των περισσότερων ανθρώπων στην καπιταλιστική κοινωνία. Η ίδια βαριεστημάρα αποστειρώνει τους ανθρώπους από τα εξωτερικά ερεθίσματα τον αντίκτυπο σ' αυτούς της παραπέρα εκπαίδευσης και της ίδιας της ζωής. Τελικά η αυξανόμενη σεξουαλική στάση που έρχεται σαν αποτέλεσμα του φρακαρίσματος της λίμπιντο είναι υπεύθυνη για την ύπαρξη αντιδραστικών μηχανισμών, όπως η ανάπτυξη μιας ασκητικής ιδεολογίας, η οποία με τη σειρά της επιτείνει τη στάση.

Ο Φρόιντ είχε ήδη σημειώσει διάφορα προσωπικά χαρακτηριστικά και προβλήματα πο προέρχονται από τη σεξουαλική καταπίεση. Ανάμεσά τους, η πραγματική νεύρωση, η ένταση και το άγχος ("η σύγχρονη νευρικότητα"), η μετριασμένη περιέργεια, η αυξημένη ενοχή και υποκρισία, η συστολή και η μειωμένη σεξουαλική ικανότητα και ευχαρίστηση. Ο Φρόιντ αναφέρεται στους καταπιεσμένους ανθρώπους ακόμα και ως "αγαθούς που αργότερα χάνονται στο πλήθος που τείνει να ακολουθεί οδυνηρά την πρωτοβουλία των ισχυρών χαρακτήρων". Αυτές οι προβοκατόρικες παρατηρήσεις δεν αναπτύσσονται ποτέ. Από την άλλη μεριά, ο Ράιχ δίνει έμφαση σ' αυτές τις όψεις της υποταγής και του παραλογισμού που τώρα συνδέονται με την έννοια της αυταρχικής προσωπικότητας. Γι' αυτόν, το πιο σημαντικό αποτέλεσμα της σεξουαλικής καταπίεσης είναι ότι "παραλύει τις επαναστατικές δυνάμεις γιατί κάθε εξέγερση κουβαλάει ένα άγχος", και "παράγει, από τον περιορισμό της σεξουαλικής περιέργειας και σκέψης στο παιδί, ένα γενικό περιορισμό της σκέψεις και των κριτικών ικανοτήτων". Και ο Ράιχ είναι μοναδικός στο να βρίσκει τις ρίζες αυτών των αρνητικών στοιχείων στον ίδιο το χαρακτήρα των μηχανισμών που είναι υπεύθυνοι για την αυτο-καταπίεση.

Ο Ράιχ διαχωρίζει παραπέρα τις χαρακτηρολογικές συνέπειες της καταπίεσης σ' εκείνες που προέρχονται από την ιδιότητα του μέλους μιας συγκεκριμένης τάξης και σ' εκείνες που προέρχονται από το να ζει κανείς σε μια ταξική κοινωνία. Καθώς οι επιδράσεις στους μηχανισμούς του ενστίκτου διαφέρουν γενικά ανάλογα με την κοινωνικοοικονομική θέση του ατόμου, το ίδιο συμβαίνει και με κάποια βασικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας. Αρκεί κανείς να σκεφτεί τους περίφημους τύπους χαρακτήρα, όπως ο "αστός", ο "αξιωματούχος", ο "προλετάριος", κτλ. Η περιγραφή του Ράιχ αυτών των διαφορών μέσα στον καπιταλισμό είναι άκρως ανεπαρκής σε σύγκριση με ό,τι έχει να πει με το μέρος της χαρακτηροδομής που προέρχεται από το  να ζει κανείς σε μια ταξική κοινωνία.

Σύμφωνα με το Ράιχ, "κάθε κοινωνική τάξη παράγει εκείνες τις κοινωνικές μορφές που χρειάζεται για τη συντήρησή της. Στην ταξική κοινωνία, η κυρίαρχη τάξη εξασφαλίζει τη θέση της με τη βοήθεια της εκπαίδευσης και του θεσμού της οικογένειας, κάνοντας την ιδεολογία της κυρίαρχη ιδεολογία των μελών της κοινωνίας. Όμως δεν είναι απλά ζήτημα επιβολής ιδεολογιών, συμπεριφορών και αντιλήψεων στα μέλη της κοινωνίας. Αλλά μάλλον είναι ζήτημα μιας διαδικασίας που φτάνει σε βάθος σε κάθε νέα γενιά, διαμόρφωσης μιας ψυχικής δομής που να ανταποκρίνεται στην υπάρχουσα κοινωνική τάξη σε κάθε στρώμα του πληθυσμού". Το ενδιαφέρον του Ράιχ επικεντρώνεται εδώ στον πλατιά διαδεδομένο σεβασμό στην ατομική ιδιοκτησία και στην κατεστημένη εξουσία, και με τη νωθρότητα και τον παραλογισμό που κάνουν τόσο δύσκολο για τους ανθρώπους όλων των τάξεων να αναγνωρίσουν και να δράσουν προς το συμφέρον τους. Το πρόβλημα, όπως λέει κάπου, δεν είναι γιατί οι φτωχοί κλέβουν, αλλά γιατί δεν κλέβουν.

Οι δυο διαστάσεις της χαρακτηροδομής δεν είναι πάντα εύκολο να ξεχωριστούν και ο ίδιος ο Ράιχ συχνά μιλάει σαν ο χαρακτήρας των εργατών, για παράδειγμα, να είναι μια απ' τα ίδια. Όμως, η διάκριση ανάμεσα στον ταξικά προσδιορισμένο και τον προσδιορισμένο από την ταξική κοινωνία χαρακτήρα πρέπει να διατηρηθεί αν η συμβολή του Ράιχ είναι να κρατηθεί μέσα στο Μαρξιστικό πλαίσιο. Όπως είναι, η έννοια της χαρακτηροδομής τροποποιεί το σχήμα βάση-εποικοδόμημα του Μαρξ, λαμβάνοντας υπόψη την προέλευση και την ανάληψη της ιδεολογίας της κυρίαρχης τάξης από ανθρώπους που, παρ' όλα αυτά, έχουν διακριτά ταξικά χαρακτηριστικά. Μ' αυτό τον τρόπο, η θεωρία της χαρακτηροδομής είναι τόσο συμβολή στο Μαρξισμό όσο είναι και στην ψυχανάλυση.

Ο ίδιος ο Ράιχ πίστευε ότι με την έννοια της χαρακτηροδομής "γεφύρωσε το χάσμα" ανάμεσα στις κοινωνικές συνθήκες και την ιδεολογία στο σύστημα του Μαρξ. Ήταν τώρα δυνατό να συμπληρωθεί η εξήγηση του Μαρξ γιατί οι άνθρωποι οδηγούνται στην αναγνώριση των συμφερόντων τους, με μια εξήγηση γιατί, ακόμα και στις πιο ευνοϊκές συνθήκες, γενικά δεν το κάνουν. Αυτό το παράδοξο αντιπροσωπεύεται στα γραπτά του Μαρξ από την ένταση ανάμεσα στη θεωρία της ταξικής συνείδησης και στη θεωρία της αλλοτρίωσης. Η ένταση παραμένει ανεπίλυτη, ώστε ο Μαρξ ποτέ δεν δικαιολογεί την ανικανότητα των εργατών να αποκτήσουν ταξική συνείδηση αναφερόμενος στην αλλοτρίωση, ούτε συμπληρώνει την αλλοτρίωσή τους αναφερόμενος στο ταλέντο τους "να μετρούν πλεονεκτήματα". Παρότι ο Ράιχ δε φαίνεται να ήταν πολύ εξοικειωμένος με τη μαρξική θεωρία της αλλοτρίωσης (Η Γερμανική Ιδεολογία και τα Χειρόγραφα του 1844 έγιναν για πρώτη φορά διαθέσιμα το 1929 και το 1932 αντίστοιχα), αυτή η έννοια της χαρακτηροδομής μπορεί να ιδωθεί ως φέρουσα στοιχεία αυτής της θεωρίας στη συζήτηση περί ταξικής συνείδησης.

Σχόλια