Ιούλης 1974: Το πραξικόπημα στην Κύπρο και η επιστράτευση της “σαγιονάρας­”


Το μήνυμα ότι “η Ελλάδα δεν αποδέχεται τις συνέπειες της τουρκικής εισβολής”, έστειλε ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς, με αφορμή την 42η επέτειο από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν για άλλη μία χρονιά οι επίσημοι πολιτικοί, συμπλέοντας στην προσπάθεια καλλιέργειας του μύθου ότι το “Κυπριακό” ξεκίνησε όταν η Τουρκία αποφάσισε να εισβάλει στο νησί.

Και όμως τα πράγματα δεν έγιναν ακριβώς έτσι. Πριν από τη εισβολή της Τουρκίας είχε μεσολαβήσει το πραξικόπημα στην Κύπρο με πρωτεργάτη την ελληνική χούντα των συνταγματαρχών. Η εισβολή στην Κύπρο ήταν αποτέλεσμα ενός παρατεταμένου ελληνοτουρκικού «ψυχρού πόλεμου», ανάμεσα σε δύο άρχουσες τάξεις που φιλοδοξούσαν να αναδειχτούν σε κυρίαρχους υποϊμπεριαλισμούς της περιοχής.

Συνήθως οι αναφορές στο πραξικόπημα στην Κύπρο, κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, είναι μόνο μια σύντομη εισαγωγή για την εξιστόρηση της τουρκικής εισβολής που το ακολούθησε. Το πραξικόπημα υποτίθεται ότι ήταν μέρος μιας συνωμοσίας «αφρόνων αξιωματικών» για τη διχοτόμηση της Κύπρου. Όμως, οι πραξικοπηματίες μόνο «άφρονες» δεν ήταν. Ήταν οι χασάπηδες του Πολυτεχνείου που βούτηξαν την Κύπρο στο αίμα για να σώσουν τα τομάρια τους και να εξασφαλίσουν τα συμφέροντα του ελληνικού καπιταλισμού.

Στις 15 Ιούλη του 1974 η χούντα του Ιωαννίδη που κυβερνούσε στην Αθήνα έδωσε την εντολή για την εφαρμογή του σχεδίου της ανατροπής –και δολοφονίας– του προέδρου Μακάριου στη Λευκωσία της Κύπρου. Για την εκτέλεση του πραξικοπήματος κινήθηκαν οι μονάδες της ελληνοκυπριακής Εθνικής Φρουράς, που τη διοικούσαν Ελλαδίτες αξιωματικοί, με την ΕΛΔΥΚ και την παραστρατιωτική ΕΟΚΑ Β’ σε ρόλο υποστήριξης. Στόχο είχαν να στήσουν ένα καθεστώς «μαριονέτα» της ελληνικής Χούντας. “Πρόεδρο” διόρισαν το Νίκο Σαμψών, έναν ακροδεξιό βετεράνο της ΕΟΚΑ με βρόμικο παρελθόν εγκλημάτων ενάντια στους Τουρκοκύπριους. Ο Σαμψών ήταν γνωστός και ως “χασάπης της Ομορφίτας”, από τη συμμετοχή του στην εκκαθάριση του τουρκοκυπριακού χωριού Ομορφίτα και τη μαζική σφαγή αμάχων τα Χριστούγεννα του 1963. Πέντε ημέρες μετά το πραξικόπημα, ο τουρκικός στρατός εισέβαλε στην Κύπρο.

Το ελληνικό κράτος, ήδη από τη δεκαετία του ’50, επιδίωκε να εξασφαλίσει πως με το τέλος της βρετανικής αποικιοκρατίας το νησί θα πέρναγε στο δικό του έλεγχο -και σίγουρα όχι στον έλεγχο της Αριστεράς. Η οργάνωση ΕΟΚΑ του “ελλαδίτη” φασίστα Γρίβα έβαζε στο στόχαστρό της περισσότερο ελληνοκύπριους και τουρκοκύπριους συνδικαλιστές, αριστερούς και προοδευτικούς ανθρώπους, παρά βρετανούς στρατιωτικούς. Οι ακροδεξιοί φονιάδες της ΕΟΚΑ Β’ (που συγκροτήθηκε το 1971 όταν ο Γρίβας ξανακατέβηκε στην Κύπρο με εντολές της χούντας) δεν ήταν κάποιοι τυχαίοι. Είχαν βγει από τα σπλάχνα του κρατικού μηχανισμού που είχε στηθεί όταν η Κύπρος έγινε ανεξάρτητο κράτος με πρόεδρο τον Μακάριο μετά τις Συμφωνίες της Ζυρίχης-Λονδίνου το 1960.


Προέκταση


Το πρόβλημα της χούντας με τον Μακάριο δεν ήταν ιδεολογικό. Ο Μακάριος ήταν συντηρητικός, εθνικιστής και αντικομμουνιστής. Η Κύπρος «φιλοξενούσε» (συνεχίζει και σήμερα) τη μεγαλύτερη βρετανική στρατιωτική βάση έξω από τη Βρετανία και ήταν διάσπαρτη με αμερικάνικα ραντάρ. Η χούντα ήθελε τη Λευκωσία προέκταση της Αθήνας, με απώτερο σκοπό την «ένωση» με τη «μητέρα πατρίδα». Ο Μακάριος ήθελε τη Λευκωσία ένα ανεξάρτητο σημείο στους ανταγωνισμούς στην Ανατολική Μεσόγειο ανάμεσα στην Αθήνα και την Άγκυρα.

Η απάντηση της χούντας ήταν το πραξικόπημα. Το πρωί της 15ης Ιουλίου τα ελληνικά τεθωρακισμένα άρχισαν να βομβαρδίζουν το Προεδρικό Μέγαρο. Μια μοίρα καταδρομών κατέλαβε όλα τα επίκαιρα σημεία και τα δημόσια κτίρια. Ο Μακάριος διέφυγε, αλλά το κρατικό ραδιόφωνο ανακοίνωσε ότι ήταν νεκρός, θαμμένος μέσα στα χαλάσματα. Λίγη ώρα μετά, ο Σαμψών ορκίζεται “πρόεδρος” και κηρύσσει στρατιωτικό νόμο.

Τα πράγματα όμως δεν ήρθαν όπως τα είχαν υπολογίσει. Αυτό που συνάντησαν οι πραξικοπηματίες ήταν η άμεση αντίσταση των εργαζόμενων και της νεολαίας της Κύπρου. Και τότε, όπως και με το πραξικόπημα που έγινε πριν από λίγες μέρες στην Τουρκία, η ταχύτητα με την οποία εξελίχθηκαν τα γεγονότα έδωσε τροφή για “θεωρίες συνωμοσίας”.


Φιάσκο


Όμως ήταν η παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα στις εξελίξεις που οδήγησε και τότε τους δικτάτορες να χάσουν τον έλεγχο. Οι δυνάμεις της ΕΛΔΥΚ, της Εθνοφρουράς και της ΕΟΚΑ Β' δεν κατάφεραν να επιβάλουν τον έλεγχό τους. 91 άνθρωποι σκοτώθηκαν και 250 τραυματίστηκαν, αλλά μέσα σε λίγες ώρες το πραξικόπημα είχε καταλήξει σε φιάσκο. Ο Μακάριος απηύθυνε μήνυμα μέσω ενός αυτοσχέδιου ραδιοσταθμού της Πάφου στο λαό καλώντας τον να βγει στους δρόμους και να υπερασπιστεί τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση.

Στις 20 Ιούλη ξεκίνησε η τουρκική απόβαση. Η επιχείρηση δεν ήταν πρότυπο σχεδιασμού και εκτέλεσης, κάθε άλλο. Όμως, η απέναντι πλευρά ήταν σε χειρότερα χάλια. Στην Κύπρο επικρατούσε χάος, παρόλο που στις 23 Ιούλη ο Σαμψών είχε αποχωρήσει και καθήκοντα είχε αναλάβει ο Κληρίδης, τότε πρόεδρος της βουλής. Οι «λεβέντες» της ΕΟΚΑ Β’ προτιμούσαν να σκοτώνουν, να λεηλατούν και να βιάζουν εξαφανίζοντας ολόκληρα χωριά τουρκοκυπρίων από τον χάρτη –για παράδειγμα, ανάμεσα στην πρώτη (20 Ιούλη) και τη δεύτερη (14 Αυγούστου) φάση της εισβολής, εκτέλεσαν 84 άοπλους τουρκοκύπριους από το χωριό Τόχνη, στο νότο της Κύπρου, και τους έθαψαν σε ομαδικούς τάφους. Τα «στελέχη» του πραξικοπήματος που ήταν τόσο γενναίοι απέναντι σε άμαχους και αντιστασιακούς γίνονταν καπνός με τις οικογένειές τους.

Το χάος έφτασε και στην Αθήνα. Η χούντα κήρυξε γενική επιστράτευση. Για ποιο σκοπό όμως; Πόλεμο με την Τουρκία; Και ποιος εγγυόταν ότι θα νικήσει στον Έβρο αφού δεν κατάφερνε καλά-καλά να ελέγξει την Λευκωσία; Οι στρατηγοί, οι πτέραρχοι και οι ναύαρχοι βρίσκονταν σε αδιέξοδο.

Υπήρχε κι ένας άλλος παράγοντας. Κανείς δεν μπορούσε να εγγυηθεί ότι οι επιστρατευμένοι θα δέχονταν να πολεμήσουν με επικεφαλής τους χασάπηδες του Πολυτεχνείου. Η «επιστράτευση της σαγιονάρας», όπως ονομάστηκε, εξελίχθηκε σε έναν φοβερό φιάσκο. Ο απλός κόσμος διαισθανόταν πως ο εχθρός ήταν μέσα στην ίδια του τη χώρα και δεν ήταν διατεθειμένος να συμμετάσχει σε έναν γενικευμένο πόλεμο για τα συμφέροντα της μισητής χούντας. Οι δικτάτορες γνωρίζοντας το κλίμα ανταρσίας που υπήρχε μέσα στους επιστρατευμένους φοβήθηκε να τους μοιράσει όπλα. Η επιστράτευση έγινε «της σαγιονάρας» όχι γιατί η χούντα δεν είχε να δώσει όπλα, αλλά γιατί φοβόταν να τα δώσει.

Αυτό ήταν και το τέλος της. Οι στρατιωτικοί έσπευσαν να παραδώσουν την εξουσία στους «πολιτικούς», δηλαδή τον Καραμανλή. Όλοι έλπιζαν ότι αυτό θα ήταν μια ομαλή διαδικασία. Θα διαψεύδονταν και σε αυτό.

Δεκάδες χιλιάδες Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, εξαναγκάστηκαν στην προσφυγιά. Εκατοντάδες νεκροί, αγνοούμενοι, εγκλήματα, βιασμοί και ομαδικοί τάφοι υπήρξαν και από τις δυο μεριές. Ο απλός κόσμος στην Κύπρο πλήρωνε με αίμα, βάσανα και δυστυχία τις επεμβάσεις των «μητέρων-πατρίδων».



Ανταγωνισμοί υποϊμπεριαλισμών


Η πιο συνηθισμένη εξήγηση που δίνεται στο ερώτημα γιατί ο Σαμψών και η χούντα του Ιωαννίδη προχώρησαν στο πραξικόπημα στην Κύπρο το 1973 είναι ότι τους έβαλαν οι Αμερικάνοι για να μπορέσει να επέμβει η Τουρκία. Όμως οι θεωρίες συνωμοσίας για την εξήγηση των πραξικοπημάτων και γενικότερα των ιστορικών γεγονότων, που συναντάται και στις μέρες μας, δεν μπορεί να προσφέρει πειστικές εξηγήσεις. 

Ούτε η ελληνική χούντα ξεκίνησε τον πόλεμο του ’74 για να χάσει, ούτε οι Αμερικάνοι ξεκίνησαν ευνοώντας την τουρκική πλευρά. Ο πόλεμος του 1974 στην Κύπρο ήταν ένα ακόμα κεφάλαιο στη μακρόχρονη ιστορία των ανταγωνισμών ανάμεσα στον τουρκικό και τον ελληνικό καπιταλισμό για τον έλεγχο του Αιγαίου και συνολικότερα της Ανατολικής Μεσογείου. Ένα κεφάλαιο που γράφτηκε μέσα στο πλαίσιο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που τότε ξεκινούσε, αλλά και μέσα στο πλαίσιο ενός αγώνα δρόμου για το ποιος καπιταλισμός θα μπορέσει να παίξει το ρόλο του μαντρόσκυλου των ΗΠΑ στην περιοχή –εξασφαλίζοντας  ταυτόχρονα τα μεγαλύτερα οφέλη για τον ίδιο.

Σε αυτήν την κούρσα η ελληνική πλευρά το 1974 ένιωθε ότι είχε το πάνω χέρι –και όχι άδικα. Στην κρίση του 1963-64, όταν οι ελληνοκυπριακές ένοπλες ομάδες εγκλώβισαν τον τουρκοκυπριακό πληθυσμό (14% του πληθυσμού) σε μικρούς θύλακες-γκέτο (4% του εδάφους) οι ΗΠΑ είχαν απευθύνει τελεσίγραφο στην Τουρκία να μην επέμβει στην Κύπρο. Μετά το 1967, η ελληνική δικτατορία γίνεται το αγαπημένο παιδί των ΗΠΑ στην περιοχή –σε σύγκριση με τις τουρκικές κυβερνήσεις της εποχής: ο τότε τούρκος πρωθυπουργός, ο σοσιαλδημοκράτης Ετζεβίτ, διάβαζε άπληστα βιβλία που αφορούσαν την ανατροπή του Αλιέντε γιατί ανέμενε πραξικόπημα των ΗΠΑ στην Τουρκία. Ήταν αυτή η αυτοπεποίθηση που ώθησε τον Ιωαννίδη να εξαπολύσει το πραξικόπημα. 

Ένας προφανής πολιτικός του στόχος ήταν να μπορέσει η χούντα να σπάσει το αδιέξοδο και την απομόνωση στην οποία είχε περιέλθει μετά την καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Ένα πετυχημένο πραξικόπημα στην Κύπρο θα λειτουργούσε σαν τονωτική ένεση για το καθεστώς της Αθήνας. Όμως δεν ήταν ο μοναδικός στόχος. Η χούντα εξυπηρετούσε τις γενικότερες βλέψεις του ελληνικού καπιταλισμού, ενταγμένες σε μια γενικότερη στρατηγική συμμαχιών με τις ΗΠΑ.  


Αναταραχή

Το 1974, η Μέση Ανατολή βρισκόταν πάλι σε αναταραχή μετά τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο, ένα χρόνο πριν. Το πετρελαϊκό εμπάργκο από τα αραβικά κράτη είχε εκτινάξει τις διεθνείς τιμές του πετρελαίου. Μια συνέπεια ήταν η όξυνση του ελληνο-τουρκικού ανταγωνισμού με κέντρο τα πετρέλαια και τη μοιρασιά του Αιγαίου. Το Φλεβάρη και το Μάρτη του 1974 έγιναν οι πρώτες γεωτρήσεις που εντόπισαν κοιτάσματα στον Πρίνο και αμέσως είχαν εγερθεί ζητήματα υφαλοκρηπίδας. Σήμερα, τα κοιτάσματα στο Αιγαίο δεν σημαίνουν και πολλά. Όμως, τότε, έμοιαζαν σαν το νέο ελντοράντο –όπως μοιάζουν σήμερα τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων στην ανατολική Μεσόγειο. 

Το ζήτημα της επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια είχε ήδη από τον Ιούνη του´’74 δημιουργήσει σκηνικό έντασης, με την Τουρκία να δηλώνει πως η επέκταση από πλευράς της Ελλάδας θα αποτελούσε αφορμή πολέμου.  Αυτή η επέκταση σήμαινε πως το Αιγαίο θα γινόταν μια κλειστή ελληνική θάλασσα και τα διεθνή ύδατα θα περιορίζονταν από 49% σε 19,7%. Το Αιγαίο, όπως και σήμερα,  ήταν το ένα επίκεντρο του ανταγωνισμού. 

Το δεύτερο ήταν η ίδια η Κύπρος. Το πρώην αβύθιστο αεροπλανοφόρο των αποχωρούντων Βρετανών αποικιοκρατών, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ‘50 είχε γίνει το μήλο της έριδος ανάμεσα στις άρχουσες τάξεις της Τουρκίας και της Ελλάδας που το διεκδικούσαν η καθεμιά για λογαριασμό δικό της και βέβαια των ΗΠΑ. Για την ελληνική πλευρά το πραξικόπημα του Σαμψών αποτελούσε την «προσφορά» της «μητέρας πατρίδας» στον τάχα ενδόμυχο και διακαή πόθο των Ελληνοκύπριων για «Ένωση» με την Ελλάδα. Από την άλλη, ο Ντενίζ Μπαϊκάλ, υπουργός οικονομικών της τούρκικης κυβέρνησης, στην εισήγησή του στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας της Τουρκίας το βράδυ της 15ης Ιούλη του ’74 έλεγε: «Δεν μας απασχολεί αν έγινε πραξικόπημα και αν ανατράπηκε ο Μακάριος ή όχι. Το σημαντικό είναι ότι η Ελλάδα επίσημα θα μας κυκλώσει από το Νότο. Θα είναι σε θέση να ελέγξει την κεντρώα και ανατολική Μικρασία και να δεσπόσει στην Ανατολική Μεσόγειο».

Η τρίτη κορυφή του τριγώνου έκανε τα πράγματα πιο περίπλοκα: οι Ελληνοκύπριοι καπιταλιστές, που εκπροσωπούσε ο Μακάριος, θέλανε όλο το νησί δικό τους και το «εθνικό κέντρο» σε ρόλο υποστηρικτή. Η ελληνοκυπριακή άρχουσα τάξη από το 1964 μέχρι το 1974 είχε γνωρίσει μια τεράστια οικονομική ανάπτυξη ως ένα ανεξάρτητο κράτος χαρακτηρισμένο ως «σημαία ευκαιρίας». Ο κυπριακός καπιταλισμός ξεδίπλωνε τη δική του δυναμική και δεν είχε καμιά πρόθεση να χαρίσει οποιοδήποτε τμήμα της κερδοφορίας του στην ελληνική άρχουσα τάξη. Ο Μακάριος, που ήδη είχε προβεί σε επίδειξη ανεξαρτησίας από το «εθνικό κέντρο» με ανοίγματα προς την ΕΣΣΔ και τη Μέση Ανατολή, αντιμετώπισε την όξυνση της ελληνοτουρκικής διαμάχης στο Αιγαίο το ‘73-’74 σαν ευκαιρία να απαλλαγεί από τις πιέσεις της χούντας. Στις 12 Ιούλη του 1974 με επιστολή του ζήτησε την απομάκρυνση των αξιωματικών της εθνοφρουράς. Η απάντηση του Ιωαννίδη ήταν το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου. Το τίμημα το πλήρωσαν για ακόμα μια φορά οι απλοί άνθρωποι και στις τρεις γωνίες του τριγώνου.

Το κίνημα που σφράγισε τη Μεταπολίτευση

Με την ίδια ευκολία που σήμερα λογής-λογής εκ του μακρόθεν σχολιαστές αγνοούν τους απλούς ανθρώπους που άοπλοι στάθηκαν απέναντι στα τανκς στη γέφυρα του Βοσπόρου ενάντια στους Τούρκους πραξικοπηματίες και ανακηρύσσουν «παντοδύναμο» τον Ερντογάν, τον Ιούλιο του 1974 στην Ελλάδα παντοδύναμος ανακηρυσσόταν ο Καραμανλής. «Ο Καραμανλής εδραίωσε τη δημοκρατία» λέει η κυρίαρχη διήγηση την οποία ασπάστηκε και ο Αλέξης Τσίπρας δηλώνοντας πριν ακόμα καν γίνει πρωθυπουργός ότι «ο Κωνσταντίνος Καραμανλής μετά τη Χούντα διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο στην εμπέδωση των δημοκρατικών θεσμών». Πρόκειται για δύο μύθους.

Ξεκινώντας από τον δεύτερο, ο Καραμανλής πήγαινε για συμβιβασμό με τους πραξικοπηματίες. Της πρόσκλησης και επιστροφής του στην Αθήνα είχε προηγηθεί σύσκεψη (συμμετείχαν οι χουντικοί Γκιζίκης, Γαρουφαλιάς, Μαρκεζίνης και οι δεξιοί-κεντρώοι πολιτικοί Κανελλόπουλος, Αβέρωφ, Μαύρος, Νόβας, Ζολώτας) στην οποία οι πραξικοπηματίες έθεταν σαν όρο την αμνηστία. Έτσι, ο Καραμανλής ορκίστηκε πρωθυπουργός υπό το βλέμμα του Γκιζίκη, του “προέδρου της Δημοκρατίας” της Χούντας, ο οποίος παρέμεινε στη θέση του ως το τέλος της χρονιάς και ποτέ δεν πήγε μια μέρα φυλακή. Ο Παπαδόπουλος (που επιδίωκε να φτιάξει κόμμα και να κατέβει στις εκλογές!) και άλλοι πραξικοπηματίες συνελήφθησαν μόλις τον Οκτώβρη του 1974 για να μεταφερθούν όχι σε καμιά φυλακή αλλά στη Τζια. 

Το ίδιο διάστημα ο κόσμος διαδήλωνε καθημερινά στους δρόμους μέσα σε ένα μεθύσι χαράς για την πτώση της χούντας αλλά και οργής για τα δεινά που προκάλεσε. Όπως διαβάζουμε στον Ιό της Ελευθεροτυπίας (29/09/2002): “Το 1974 τα συνθήματα που συγκινούσαν περισσότερο τις λαϊκές διαδηλώσεις ήταν εκείνα που ζητούσαν αυστηρή τιμωρία των ενόχων: «Οι προδότες στο Γουδί», «Δώστε τη χούντα στο λαό» και «Φόλα στο σκύλο της ΕΣΑ». Η καταδίκη σε θάνατο των πρωταίτιων του πραξικοπήματος ήταν το ελάχιστο μέτρο για την ικανοποίηση του δημόσιου αισθήματος. Έτσι, η βιασύνη του Καραμανλή να μετατρέψει αυθημερόν τον Αύγουστο του 1975 τις θανατικές ποινές της χουντικής τρόικας σε ισόβια, ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών από ολόκληρη την αντιπολίτευση. Ο Γεώργιος Μαύρος, αρχηγός της Ένωσης Κέντρου, ζήτησε έκτακτη σύγκληση της Βουλής, ο Αντρέας Παπανδρέου ζήτησε διάλυση της Βουλής και εκλογές, καταγγέλλοντας συμπαιγνία Καραμανλή-χούντας, η αριστερά διαμαρτυρήθηκε για την "αδικαιολόγητη σπουδή να παραχωρηθεί χάρη”.

Οι δίκες των χουντικών ήρθαν σαν αποτέλεσμα αυτής της τεράστιας πίεσης. Αρχικά η μεθόδευση (για επτά χρόνια εγκλημάτων που διέπραξαν οι δικτάτορες) ήταν να κατηγορηθούν μόλις λίγες δεκάδες «πρωταίτιοι» για το «στιγμιαίο αδίκημα» της ανατροπής του πολιτεύματος το 1967. Πριν καν βγει η απόφαση, ο Καραμανλής είχε σπεύσει να τους δώσει χάρη μετατρέποντας την ποινή τους σε ισόβια. Στη δίκη του Πολυτεχνείου, που ξεκίνησε με πρωτοβουλία πολιτών, ο Ιωαννίδης δεν δίσταζε να καταθέτει το παράπονό του ότι «είχα μίαν πρότασιν–εντολήν… εκ μέρους του κ. Αβέρωφ και του κ. Καραμανλή, να φυγαδευθώ εις το εξωτερικόν». 

Αν σήμερα η Ελλάδα διανύει τη μεγαλύτερη περίοδο χωρίς κάποια απόπειρα πραξικοπήματος που έχει γνωρίσει στην ιστορία της, αυτό το οφείλουμε σε αυτό το κίνημα, που αν δεν υπήρχε να κραυγάζει «στο Γουδί», ούτε καν οι πρωταίτιοι δεν θα είχαν πάει φυλακή και η  μεταπολίτευση στην Ελλάδα θα είχε εξελιχθεί όπως αυτή της Χιλής του Πινοσέτ, με τον τελευταίο να απολαμβάνει το άσυλο που του προσέφερε η Βρετανία μέχρι τα βαθιά γεράματα.

Ρήση

Όσον αφορά την παντοδυναμία του Καραμανλή με το 54% που πήρε στις εκλογές του Νοέμβρη του 1974. Ήταν ένα ποσοστό που πατούσε στην αυταπάτη ενός μέρους του κόσμου που πίστευε ότι αυτός ήταν ο τρόπος για να μην ξαναγυρίσει η χούντα. Μια αυταπάτη, μάλιστα που καλλιεργούσαν τα κόμματα της ρεφορμιστικής αριστεράς, το ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσωτερικού, για να στηριχθεί η «εθνική ενότητα» που συμπυκνωνόταν στην ιστορική ρήση του Μίκη Θεοδωράκη: «Ή Καραμανλής ή τανκς». 

Ήταν μια “παντοδυναμία” πλαστή. Την ίδια στιγμή η ριζοσπαστικοποίηση του κόσμου δεν είχε σταματημό. Ένα μήνα μετά, στο δημοψήφισμα, μόνο 36% ψήφισε υπέρ βασιλευόμενης δημοκρατίας. Ούτε η αποπομπή του βασιλιά, ούτε το ξεκίνημα των δικών των χουντικών, ούτε η προσωρινή έξοδος από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, μπόρεσε να τον συγκρατήσει. Οι απλοί άνθρωποι, εργάτες και εργάτριες, προχώρησαν παρά πέρα, έκαναν ένα μικρό “Πολυτεχνείο” μέσα σε κάθε εργοστάσιο. Η πρώτη απεργία της Μεταπολίτευσης οργανώθηκε στη Νάσιοναλ Καν, στην Ελευσίνα. Αυτό που ακολούθησε την επόμενη τριετία ήταν η μεγαλύτερη εργατική έκρηξη. Πάνω από 1000 απεργίες το χρόνο σε κάθε χώρο δουλειάς –το 10% απεργίες διαρκείας. Καταλήψεις εργοστασίων, μαζικές διαδηλώσεις συμπαράστασης, πορείες αγροτών με τα τρακτέρ τους, καταλήψεις δημόσιων χώρων από οικογένειες άστεγων, μάχες με την αστυνομία και οδοφράγματα.

Την πρώτη επέτειο της Μεταπολίτευσης στις 23 Ιούλη 1975, η φιέστα-δεξίωση που οργάνωσε ο Καραμανλής στο Προεδρικό Μέγαρο, κουρελιάστηκε από την εξέγερση των οικοδόμων που συγκρούονταν με την αστυνομία μέχρι αργά το βράδυ. Ήταν μόνο η αρχή της Μεταπολίτευσης που όχι μόνο οδήγησε σε παραίτηση τον Καραμανλή από την πρωθυπουργία το 1980, αλλά κατάφερε να βάλει τη σφραγίδα της στις πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων 40 ετών.  


Σχόλια