Η στρατηγική της λήθης

Τάσος Κωστόπουλος, Η αυτολογοκριμένη μνήμη (2005)
 


Ακόμα και στις πιο αμιγώς εθνικόφρονες εκδοχές του, το μετεμφυλιακό κράτος αντλούσε την πολιτική νομιμοποίησή του από τις εξόριστες κυβερνήσεις της Μέσης Ανατολής (και τις δεξιές οργανώσεις της Αντίστασης) -και όχι από τη δωσίλογη «Ελληνική Πολιτεία» της κατοχικής Αθήνας, η ηγεσία της οποίας καταδικάστηκε από το Ειδικό Δικαστήριο ως ένοχη εσχάτης προδοσίας. Το σχήμα αυτό υιοθέτησε η Βουλή του 1946 με το Ζ΄ Ψήφισμα κι ακολουθούν χωρίς αποκλίσεις οι πανηγυρικοί των εθνικών επετείων, όσα σχολικά βιβλία φτάνουν μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, ακόμη και οριακές στρατευμένες αφηγήσεις, όπως η χουντική έκθεση της «Πολεμικής Αρετής των Ελλήνων» (1968). Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, η ενσωμάτωση του δωσιλογισμού -και ιδιαίτερα της ένοπλης εκδοχής του- στο μεταπολεμικό κράτος έγινε αντιληπτή σαν μια ανομολόγητη λειτουργική αναγκαιότητα, μια σιωπηλή άφεση αμαρτιών για την οποία καλύτερα θα ήταν να μη μιλάει κανείς δημόσια. Σε εποχές παρασυντάγματος και παρακράτους, η διπλή αναγνώριση της πρόσφατης ιστορίας ήταν -άλλωστε- κάτι το αναμενόμενο.

Αυτή η ιδιότυπη σιωπή ήταν ιδιαίτερα καταθλιπτική όσον αφορά τα Τάγματα Ασφαλείας και την κατοχική δράση τους. Αποκαλυπτική είναι η παντελής απουσία των τελευταίων από τις 63 συνολικά ταινίες μεγάλου μήκους του προδικτατορικού κινηματογράφου που αναφέρονται στην Κατοχή. Ακόμη και το θαυμάσιο «Μπλόκο» του Άδωνι Κύρου (1965), η μοναδική ταινία που τόλμησε να βγάλει στο πανί τον αγώνα όχι μόνο του αθηναϊκού ΕΛΑΣ, αλλά και την πάλη γραμμών στο εσωτερικό του ΕΑΜ, θα αποφύγει έτσι διακριτικά οποιαδήποτε αναφορά στην ύπαρξη των «ευζώνων» και τη δράση τους στο πλευρό των κατοχικών στρατευμάτων. Μοναδική εξαίρεση θα αποτελέσουν δύο ταινίες μικρού μήκους, που γυρίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του '60 και οι οποίες επιβεβαιώνουν ωστόσο -με τον τρόπο τους- τον κανόνα, καθώς προτίμησαν να εστιάσουν σε απόκεντρες εκδοχές παρά στην καρδιά του θέματος: οι «100 ώρες του Μάη» των Θέου και Λαμπρινού (1963), ντοκιμαντέρ με θέμα τη δολοφονία του Λαμπράκη και αναλυτικές αναφορές στην περίπτωση του Φον Γιοσμά, και «Οι Περιπτώσεις του Όχι» των Αυγερινού και Παπαστάθη (1965), που αποτυπώνουν συμβολικά τη μεταμφίεση του γερμανοντυμένου δωσίλογου σε καθημερινό εθνικόφρονα πολίτη. Όπως ήταν αναμενόμενο, η δημόσια προβολή της πρώτης απαγορεύτηκε από τη λογοκρισία, ενώ της δεύτερης περιορίστηκε αντικειμενικά σ' ένα ειδικό κοινό (φοιτητικές λέσχες, κλπ).

Οι επανενταγμένοι ταγματασφαλίτες βρέθηκαν, έτσι, εξαναγκασμένοι σε μια ιδιότυπη αυτολογοκρισία της κατοχικής τους στάσης και δράσης. Ο μόνος δρόμος που τους έμενε ανοιχτός, προκειμένου να χωρέσουν στην κυρίαρχη αφήγηση, ήταν αυτός των θυμάτων του κοινού εχθρού. Μ' αυτή την προμετωπίδα θα επιχειρήσουν να εισβάλουν στο προσκήνιο μετά το 1958, όταν η εκλογική άνοδος της ΕΔΑ θα οδηγήσει την αφανή καθοδηγητική επιτροπή του καραμανλικού παρακράτους να ξανακαταφύγει στις υπηρεσίες τους: «Σύνδεσμος Αγωνιστών και Θυμάτων Εθνικής Αντιστάσεως» είναι π.χ. ο τίτλος της οργάνωσης του Φον Γιοσμά, που -μεταξύ άλλων- διεκδικεί και τη δημόσια «αναγνώρισιν και αξιοποίησιν του διεξαχθέντος κατά την γερμανικήν κατοχήν αντικομμουνιστικού αγώνος» -χωρίς πλεονάζουσες, φυσικά, επεξηγήσεις.

Ακόμη και τότε, ωστόσο, οι μνήμες των επιζώντων θα εξακολουθήσουν να πλανιούνται σαν σκιά πάνω από τις ψευδώνυμες αυτές προσπάθειες. Με αποτέλεσμα, η ολοκληρωτική τους αποκατάσταση να σκοντάφτει σε όλο εκείνο το πλέγμα παραγόντων (εθνικόφρονες αντιστασιακοί, στελέχη της εξόριστης κυβέρνησης, αγγλοσάξονες σύμμαχοι) που επέτρεψαν μεν τη διάσωση και «τεχνική» αξιοποίηση των ταγματασφαλιτών, δεν ήταν όμως καθόλου διατεθειμένοι να τους επιτρέψουν την παραμικρή αμφισβήτηση της νομιμότητας του αντιχιτλερικού αγώνα. 

Σχόλια