Αστική ή εργατική δημοκρατία;

Λέανδρος Μπόλαρης - εργατική αλληλεγγύη, 20 Δεκέμβρη 2016, Νο.1254
 

Τι κάνει ένα κράτος εργατικό; Οι ιδεολογικές αναφορές του κόμματος που το κυβερνάει; Ή ότι το κυβερνάνε οι εργάτες και οι εργάτριες με σάρκα και οστά; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι κρίσιμη για τις στρατηγικές επιλογές της Αριστεράς σήμερα. Έχει τεθεί όμως, με σκληρούς όρους, από την εποχή του Λένιν, ιδιαίτερα στα τελευταία χρόνια της ζωής του. 

Το 1917 ο Λένιν έγραψε το βιβλίο «Κράτος και Επανάσταση». Σ’ αυτό επέμενε ότι το νέο εργατικό κράτος που θα χτιστεί στα συντρίμμια του αστικού, θα έχει κάποια πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. «Σύμφωνα με τον Μαρξ» έγραφε ο Λένιν «το προλεταριάτο χρειάζεται μόνο ένα κράτος που απονεκρώνεται, δηλαδή ένα κράτος έτσι φτιαγμένο που να αρχίσει να απονεκρώνεται αμέσως και να μην μπορεί παρά να απονεκρωθεί». 

Και σε ένα άλλο σημείο τόνιζε ότι το προλεταριάτο θα μπορέσει «να τσακίσει, να σπάσει, να σβήσει από το πρόσωπο της γης την αστική, ακόμα και τη δημοκρατο-αστική κρατική μηχανή, τον τακτικό στρατό, την αστυνομία και τη γραφειοκρατία και να τα αντικαταστήσει με μια πιο δημοκρατική κρατική μηχανή, αλλά μια κρατική μηχανή παρόλα αυτά, με τη μορφή των οπλισμένων εργατών που δημιουργούν μια πολιτοφυλακή που περιλαμβάνει όλο το πληθυσμό». 

Τα πρώτα διατάγματα της νέας εξουσία μετά τον Οκτώβρη του 1917 τα διαπερνούσε αυτό το πνεύμα. Για παράδειγμα το αρχικό προσχέδιο του διατάγματος για τον εργατικό έλεγχο υπέστη τροποποιήσεις, με την επιμονή του Λένιν, ώστε να δίνει περισσότερες αρμοδιότητες στις επιτροπές των εργοστασίων και να κάνει τις αποφάσεις τους δεσμευτικές για τους εργοδότες. Και δεν ήταν μόνο τα διατάγματα. 

Τα σοβιέτ διατηρούσαν τη ζωτικότητα και την άμεση δημοκρατία που τα χαρακτήριζε από την αρχή της συγκρότησής τους. Μέχρι το καλοκαίρι του 1918 για παράδειγμα έγιναν τέσσερα πανρωσικά συνέδρια. Στο πρώτο συνέδριο της Τρίτης Διεθνούς το 1919 οι Θέσεις για την “Αστική Δημοκρατία και τη Δικτατορία του Προλεταριάτου” τόνιζαν ότι: “Η ουσία της Σοβιετικής κυβέρνησης βρίσκεται στο ότι το μόνο και διαρκές θεμέλιο της κρατικής εξουσίας, της όλης κρατικής μηχανής, είναι η οργάνωση σε μαζική κλίμακα των τάξεων που καταπιέζονται από τον καπιταλισμό.” Και πιο κάτω: “Η ισότητα των πολιτών ανεξάρτητα από φύλο, θρησκεία, φυλή ή εθνικότητα, την οποία η αστική δημοκρατία παντού υποσχόταν αλλά πουθενά δεν υλοποίησε, ούτε ποτέ μπορούσε να υλοποιήσει εξαιτίας της κυριαρχίας του κεφαλαίου, εφαρμόζεται άμεσα και πλήρως από το σύστημα των Σοβιέτ ή δικτατορία του προλεταριάτου. Η αλήθεια είναι ότι αυτό μπορεί να γίνει μόνο όταν κυβερνούν οι εργάτες, οι οποίοι δεν έχουν συμφέρον για την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής ούτε για τις διαμάχες για το μοίρασμα και ξαναμοίρασμά τους”. 

Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, όμως, το 1921 αυτή η εργατική δημοκρατία είχε πάψει να λειτουργεί ουσιαστικά. Το κόμμα των μπολσεβίκων είχε συγκεντρώσει την εξουσία στα χέρια του, και κυβερνούσε «για λογαριασμό» της εργατικής τάξης. Η αιτία δεν ήταν κάποια ιδεολογικό «προπατορικό αμάρτημα» που κουβαλούσαν οι μπολσεβίκοι. Η πίεση της υλικής πραγματικότητας μέσα στην οποία έδινε τις μάχες της η Ρωσική Επανάσταση είχε σπρώξει σε αυτό το αποτέλεσμα. 

Ο συνδυασμός του καταστροφικού εμφυλίου που εξαπέλυσαν οι ιμπεριαλιστές και η άρχουσα τάξη που είχε ανατρέψει η Επανάσταση του Οκτώβρη, με την συντριπτική υπεροχή του αγροτικού στοιχείου στην ρωσική κοινωνία, ξεχαρβάλωσαν την εργατική τάξη που γέννησε τα σοβιέτ και έκανε την επανάσταση. Ο αριθμός των βιομηχανικών εργατών έπεσε από τα 3 εκατομμύρια το 1917 στο 1,2 εκατομμύρια του 1921-22, μια μείωση 58,7%. Το «Κόκκινο Πέτρογκραντ», το λίκνο της επανάστασης, είδε τον πληθυσμό του να μειώνεται από 2,5 εκατομμύρια το 1917 σε 800 χιλιάδες το 1921 και τους βιομηχανικούς εργάτες από 400.000 σε 75.000. 

Χώροι δουλειάς

Οι εργάτες που έφευγαν από τον χώρο δουλειάς τους να στελεχώσουν τον στρατό, διοικητικές υπηρεσίες, τον κομματικό μηχανισμό, μπορεί στις απογραφές να συνέχιζαν να καταγράφονται ως «εργάτες» αλλά είχαν πάψει να είναι. Και οι αντικαταστάτες τους προέρχονταν από στρώματα και τάξεις χωρίς παραδόσεις συλλογικής δράσης και οργάνωσης. 

Από το 1919 και μετά ο Λένιν επισήμανε κάμποσες φορές αυτή την πραγματικότητα: το «προλεταριάτο είναι αδύναμο, σκορπισμένο, αποδυναμωμένο» έγραφε το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς. Στη 10η Συνδιάσκεψη του κόμματος τον Μάη του 1921 δήλωσε ότι το προλεταριάτο «έχει χάσει τις ταξικές του ιδιότητες» αλλά παρόλα αυτά η εργατική εξουσία είναι ζωντανή, μέσω της πρωτοπορίας της τάξης, του κομμουνιστικού κόμματος. Λίγους μήνες μετά, στο 11ο Συνέδριο, όταν επανέλαβε μια παρόμοια διατύπωση πήρε την ειρωνική απάντηση ενός παλιού μπολσεβίκου, του Σλιάπνικοφ: «συγχαρητήρια γιατί είστε η πρωτοπορία μιας ανύπαρκτης τάξης». 

Ωστόσο ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι είχαν δίκιο. Το να παραιτηθούν από την εξουσία γιατί η εργατική τάξη ήταν εξαντλημένη θα σήμαινε θρίαμβο της αντεπανάστασης, όχι αναγέννηση της εργατικής δημοκρατίας. Κι αυτό με την σειρά του θα σήμαινε πισωγύρισμα για την παγκόσμια επανάσταση, εκεί που ποντάριζαν από την αρχή οι μπολσεβίκοι. 

Όμως, το πρόβλημα παρέμενε. Η αδυναμία της εργατικής τάξης άφηνε ένα κενό που το κάλυπτε ένα νέο γραφειοκρατικό στρώμα. «Έχουμε ένα εργατικό κράτος με αυτή την ιδιαιτερότητα: δεν είναι η εργατική τάξη αλλά ο αγροτικός πληθυσμός που κυριαρχεί πληθυσμιακά στη χώρα, και δεύτερον είναι ένα εργατικό κράτος με γραφειοκρατικές παραμορφώσεις» έγραφε το 1921. 

Η μια πηγή αυτού του στρώματος ήταν οι αμέτρητοι παλιοί αστοί και τσαρικοί γραφειοκράτες που στελέχωναν τις κατώτερες και μεσαίες βαθμίδες του κρατικού μηχανισμού. Ο Λένιν που η αρρώστεια τον παρέλυε για μήνες- έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου. «Η μηχανή δεν υπακούει το χέρι που την οδηγεί» είπε σε κάμποσες περιπτώσεις. 

Η άλλη πηγή, όμως, ήταν το ίδιο το κόμμα. Γινόταν κόμμα κρατικών και κομματικών αξιωματούχων, όχι των εργατών, παρά την τεράστια αριθμητική του μεγέθυνση. Κι όλο και περισσότερο μια γραφειοκρατία υποκαθιστούσε το ίδιο το κόμμα. Αυτή η γραφειοκρατία είχε όνομα και διεύθυνση. Η διεύθυνση λεγόταν «οργανωτικό γραφείο» και το όνομα ήταν του υπεύθυνού του, Ιωσήφ Στάλιν. 

Η «τελευταία μάχη» που έδωσε ο Λένιν αφορούσε ένα ζήτημα που συμπύκνωνε όλη αυτή την πορεία. Η μια πλευρά της ανάδυσης της γραφειοκρατίας ήταν η τάση για την αναγέννηση του «μεγαλορώσικου εθνικισμού» και η καταπάτηση των δικαιωμάτων των εθνών και εθνοτήτων. Το 1923 ο Στάλιν και τα πρωτοπαλίκαρά του, όπως ο Ορτζονικίτζε χρησιμοποίησαν τις πιο σκληρές μεθόδους (μέχρι και φυσική βία) για να τσαλαπατήσουν την ηγεσία των κομμουνιστών της Γεωργίας. Ο Λένιν, ετοιμοθάνατος, απομονωμένος και μερικές φορές μπορώντας να δουλέψει μόνο λίγα λεπτά της ημέρας- τάχτηκε στο πλευρό των Γεωργιανών κομμουνιστών. 

Στην πολιτική «Διαθήκη» -που υπαγόρευσε σε μια περίοδο μηνών- ξεκινάει από προσεκτικές κριτικές του γραφειοκρατικού φαινομένου και καταλήγει με την πρόταση να απομακρυνθεί ο Στάλιν από το πόστο το γενικού γραμματέα. 

Είναι χαρακτηριστικό των αλλαγών που είχαν συμβεί ότι ο Λένιν δεν είχε ποτέ αυτό τον τίτλο, γιατί το μπολσεβίκικο κόμμα δεν είχε τέτοια θέση μέχρι το 1919. Όταν καθιερώθηκε το πόστο, είχε καθαρά συντονιστικό χαρακτήρα. Ο Στάλιν μετέτρεψε αυτή τη θέση σε κομβικό κέντρο της γραφειοκρατικής εξουσίας.

Τα επόμενα χρόνια το γραφειοκρατικό τέρας θα έδινε τη χαριστική βολή στο απομονωμένο εργατικό κράτος και ο Στάλιν θα γινόταν ο δικτάτορας που θα επέβλεπε την καταστροφή και των τελευταίων κατακτήσεων του Οκτώβρη και την ανάδυση μια νέας, κρατικοκαπιταλιστικής, άρχουσας τάξης.

Σχόλια