Eίναι διαφορετική η Kούβα;

Περιοδικό Σοσιαλισμός Από τα Κάτω, Νο. 63, Μάης-Ιούνης 2007



Tμήματα της Aριστεράς συνεχίζουν να προτείνουν το μοντέλο της Kούβας σαν το μοντέλο για την προοπτική του κινήματος. O Nίκος Λούντος εξηγεί το χαρακτήρα του καθεστώτος του Kάστρο και προτείνει μια διαφορετική προοπτική.

Το καθεστώς της Κούβας και οι προοπτικές του έχουν ξαναέλθει στην επικαιρότητα. Η άσχημη κατάσταση της υγείας του Φιντέλ Κάστρο, ο οποίος πλησιάζει στα 80α του γενέθλια, τον οδήγησε να βγει για ένα ολόκληρο διάστημα απο το προσκήνιο και να αναθέσει την ηγεσία στον αδελφό του, Ραούλ. Ενα τέλος εποχής αντικειμενικά πλησιάζει. Ο σημαντικότερος λόγος που αξίζει όμως να ασχοληθεί κανείς με την Κούβα είναι ότι οι ριζοσπαστικές αλλαγές στη Βενεζουέλα και στη Βολιβία αλλά και τα συνολικότερα προχωρήματα του κινήματος έχουν επαναφέρει σε πρώτο πλάνο τη συζήτηση για τη στρατηγική. Πώς αλλάζουμε τον κόσμο και τι κοινωνία θέλουμε να φτιάξουμε; Αυτή η συζήτηση στη Λατινική Αμερική περνάει αναγκαστικά “μέσω Αβάνας”. Ένα μεγάλο κομμάτι της λατινοαμερικάνικης αλλά και της παγκόσμιας αριστεράς καθορίστηκε από την κουβανέζικη επανάσταση και κάποιοι ακόμη την προτείνουν ως μοντέλο. Στο άρθρο αυτό προσπαθώ να εξηγήσω γιατί το παράδειγμα της Κούβας δεν είναι βοήθεια για τους επαναστάτες σήμερα αλλά ίσα ίσα δημιουργεί προβλήματα στα πραγματικά διλήμματα που ανοίγει η συζήτηση για τον “Σοσιαλισμό του 21ου αιώνα”.

Για να κρίνουμε και να δούμε τι μπορούμε να διδαχθούμε από την κουβανέζικη επανάσταση του 1959 χρειάζεται να απαντήσουμε σε τρία ερωτήματα. Πρώτον, ποια είναι η φύση της επανάστασης του 1959, δηλαδή πώς, τι και γιατί έγινε; Δεύτερον τι κατάφερε; Τρίτον, γιατί δεν κατάφερε αυτά που οραματιζόταν;

Στο πρώτο ερώτημα, χρειάζεται να ξεκινήσει κανείς όχι από το 1956 οπότε έκαναν την απόβασή τους στην Κούβα οι αντάρτες του Κάστρο, αλλά από το 1933. Η πολιτική αστάθεια που άνοιξε στη δεκαετία του '30 δεν έκλεισε παρά με την σταθεροποίηση του καθεστώτος Κάστρο.

Αντίθετα με τη συνηθισμένη εντύπωση, η Κούβα δεν ήταν ποτέ μια υπανάπτυκτη χώρα της Καραϊβικής. Οι πρώτες δύο, τρεις δεκαετίες του 20ου αιώνα την είχαν οδηγήσει το 1925 να έχει τις περισσότερες αμερικάνικες επενδύσεις από κάθε άλλη λατινοαμερικάνικη χώρα. Η επέκταση των φυτειών του ζαχαροκάλαμου είχε οδηγήσει σε ανάπτυξη και η Κούβα δεχόταν μετανάστες από την Ευρώπη με ρυθμό που ανταγωνιζόταν μόνο το νότιο άκρο της Λατινικής Αμερικής, Αργεντινή και Ουρουγουάη. Η Κούβα δεν ήταν “μπανανία”, διότι το ζαχαροκάλαμο δεν εξαγόταν απλά ως πρώτη ύλη. Τα εργοστάσια επεξεργασίας και παρασκευής ζάχαρης ήταν κι αυτά στην Κούβα και γύρω από αυτά υπήρχε το οδικό δίκτυο, ο σιδηρόδρομος και ό,τι άλλο συνεπάγεται αυτή η ανάπτυξη. Ήταν η πρώτη χώρα της Λατινικής Αμερικής που απέκτησε τηλεφωνικό δίκτυο και διεθνές αεροδρόμιο. Μια εφημερίδα του 1918 περηφανευόταν για το “ασύγκριτο κλίμα του νησιού, το επίπεδο υγείας (μόνο η Αυστραλία έχει καλύτερο επίπεδο θνησιμότητας από όλους τους λαούς του πλανήτη), εξαιρετικά σχολεία, χαμηλό αναλφαβητισμό και διεθνές εμπόριο σε έκρηξη”.  



Προχωρημένη

Η οικονομική άνθηση έκανε την Κούβα πολύ προχωρημένη σε κοινωνικό επίπεδο. Δυνατή και οργανωμένη εργατική τάξη, δικαίωμα στο αυτόματο διαζύγιο το 1918, δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες το 1934.  Το 1953, 76,4% του πληθυσμού ήξερε γραφή και ανάγνωση οδηγώντας την στην πρώτη θέση αναγνωστών εφημερίδας σε όλη τη Λατινική Αμερική (ένας στους οχτώ). Τη δεκαετία του '50 οι δύο στις τρεις κυριότερες αιτίες θανάτου ήταν τα καρδιοαγγειακά νοσήματα και ο καρκίνος, όπως και στις ανεπτυγμένες χώρες και όχι οι ασθένειες των νεογνών, οι συνέπειες της κακής διατροφής και το αναπνευστικό όπως στις φτωχές χώρες της Κεντρικής Αμερικής. 

Παρά τις ευνοϊκές αυτές περιγραφές, η ανάπτυξη της Κούβας είχε στηριχθεί σε ένα μόνο προϊόν, τη ζάχαρη. Και η ανάπτυξη γύρω από τη ζάχαρη ήταν πλήρως υποταγμένη στις ανάγκες του αμερικάνικου καπιταλισμού. Οι εμπορικές συνθήκες με τις ΗΠΑ είχαν αποικιακούς όρους. Η κουβανέζικη οικονομία ήταν εξαρτημένη από την αμερικάνικη ζήτηση ζάχαρης και οι εισαγωγές ήταν κατά 80% αμερικάνικες.

Έτσι, όταν οι συνέπειες του κραχ του 1929 χτύπησαν την οικονομία δεν υπήρχε εύκολος δρόμος για έξοδο από την κρίση. Ο στρατηγός Ματσάδο που κυβερνούσε έχοντας κερδίσει τις εκλογές του 1925, με ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και σχετικής απεξάρτησης από τη ζάχαρη, έγινε δικτάτορας και άρχισε ένα όργιο καταστολής και πολιτικών δολοφονιών εναντίον κάθε αντιπάλου, προσπαθώντας να ελέγξει την κατάσταση που προχωρούσε προς την εξέγερση.

Το κίνημα εναντίον του κορυφώθηκε το 1933. Οι οδηγοί λεωφορείων της Αβάνας, έκαναν απεργία τον Ιούλη ενάντια στην αύξηση των φόρων και έφτασαν σε άγρια σύγκρουση με την αστυνομία. Στην απεργία μπήκαν αμέσως οδηγοί τραμ, φορτηγών, λιθογράφοι και λιμενεργάτες. Τον Αύγουστο η οικονομική απεργία είχε γίνει πολιτικό κίνημα ενάντια στο Ματσάδο.  Μια ομάδα ειδικών που έστειλε η αμερικάνικη Ένωση Εξωτερικής Πολιτικής περιέγραφε ως εξής: “Μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα, ο αριθμός των εργοστασίων που βρίσκονται σε εργατικό έλεγχο υπολογίζονται σε 36. Σοβιέτ αναφέρεται ότι έχουν οργανωθεί στο Μαμπάι, στο Χαρονού, το Σενάντο, τη Σάντα Λουτσία και άλλα κέντρα. Σε πολλά σημεία, οι διευθυντές κρατήθηκαν φυλακισμένοι από τους εργάτες. Σχηματίστηκαν εργατικές φρουρές, εξοπλισμένες με μπαστούνια, στειλιάρια, μερικά περίστροφα και ένα κόκκινο περιβραχιόνιο να παίζει το ρόλο στολής. Οι εργάτες συναδελφώθηκαν με τους στρατιώτες και τους αστυνομικούς”.  Ο Ματσάδο εγκατέλειψε τη χώρα στις 12 Αυγούστου.

Σε σύντομο χρονικό διάστημα, από τις δυνάμεις που είχαν κερδίσει την εξουσία με την επανάσταση του 1933, το πάνω χέρι παίρνει ο νέος αρχηγός του στρατεύματος, Φουλγκένσιο Μπατίστα. Κατάφερε να καταστείλει τους πολιτικούς του αντιπάλους, έχοντας και τη στήριξη των Αμερικάνων που τον θεωρούσαν τον πιο έμπιστο από ολόκληρη τη νέα γενιά των πολιτικών ηγετών που έριξαν τον Ματσάδο.

Πολιτικά η ανάδειξη του Μπατίστα έκφραζε τη διπλή αδυναμία των σημαντικότερων τάξεων της Κούβας. Η αστική τάξη δεν είχε δικά της κόμματα και φοβόταν το ριζοσπαστισμό μερικών μερίδων του κινήματος του '33, ιδιαίτερα του εργατικού κινήματος. Τη διετία '34-'35 έγιναν περισσότερες από 100 απεργίες.  Ήταν φοβισμένη και απέναντι στους Αμερικάνους, παρότι θα ήθελε να γλιτώσει από την εξάρτηση των εμπορικών συνθηκών.

Η εργατική τάξη παρόλο που έπαιξε το σημαντικότερο ρόλο το '33 δεν άρπαξε την ευκαιρία. Το Κομμουνιστικό Κόμμα που χωρίς να είναι ιδιαίτερα μεγάλο, είχε τη μεγαλύτερη παρουσία του στους εργάτες, ήταν μπερδεμένο. Βρισκόμενο υπό την επιρροή της γραμμής της “τρίτης περιόδου” του Στάλιν, προσπαθούσε να πάρει όσο το δυνατόν μεγαλύτερες αποστάσεις από το κίνημα του '33, προτείνοντας ακόμη και το σταμάτημα της απεργίας όταν ο Ματσάδο φάνηκε πρόθυμος να κάνει οικονομικές υποχωρήσεις.

Ηγέτες του κινήματος του '33 κυβέρνησαν κάτω από τον έλεγχο του Μπατίστα τα επόμενα χρόνια, με την πολιτική τους συμπεριφορά να μοιάζει όλο και περισσότερο με του Ματσάδο. Η διαφθορά και η καταστολή επανέρχονταν ως κυρίαρχες πρακτικές. Η εργατική τάξη παρέμενε συνδικαλισμένη και δυνατή, με εντονότερο πρόβλημα τη μεγάλη ανεργία καθώς ο πληθυσμός αύξανε ενώ η οικονομία ήταν στάσιμη. Ο Μπατίστα στηρίζεται όλο και περισσότερο σε γκανγκστερικές μεθόδους, σε ένοπλες συμμορίες και σε “δικούς του” ανθρώπους στα συνδικάτα που καταφέρνουν να εξασφαλίζουν κατακτήσεις χωρίς να υπάρχει αναστάτωση. Οι καπιταλιστές είχαν ανάγκη τον Μπατίστα, μόνο όμως επειδή δεν μπορούσαν να είχαν κάτι καλύτερο, κάποιον για παράδειγμα που θα μπορούσε να τσακίσει το εργατικό κίνημα. 

Το 1952 ο Μπατίστα ξαναπήρε δικτατορικές εξουσίες, σε μια φάση που η παγκόσμια τιμή της ζάχαρης έπεφτε κατά 15%. Απομακρυσμένος καθώς ήταν από κάθε κοινωνική βάση, εξαπέλυσε άγρια επίθεση εναντίον όλων, και του εργατικού κινήματος και των πολιτικών κομμάτων. Χάνει έτσι ακόμη πιο γρήγορα οποιαδήποτε στήριξη και από τους φτωχούς και τους πλούσιους.

Η κατάσταση οδηγεί τμήματα της γενιάς του '33 σε ριζοσπαστικοποίηση. Ο Κάστρο για παράδειγμα ήταν μέλος του κόμματος Ορτοντόξο που είχε διασπαστεί το 1947 από το κόμμα Αουτέντικο. Το 1956 όταν μαζί με τον Τσε, τον Ραούλ, και άλλους 79 αντάρτες κάνουν απόβαση από το Μεξικό στην Κούβα για να ξεκινήσουν αντάρτικο, ο Μπατίστα βρίσκεται στην κορύφωση της πολιτικής του απομόνωσης. Η μορφή που παίρνει το κίνημα είναι η ένοπλη δράση με βομβιστικές επιθέσεις και δολοφονίες στελεχών και χαφιέδων του Μπατίστα. Η δράση στις πόλεις είναι αυτή που έχει τον πρώτο ρόλο. Από το 1957 ως το 1958 πάνω από 2000 αντάρτες πόλης πέφτουν νεκροί από τις δυνάμεις ασφαλείας μέσα σε πόλεις, πολλαπλάσιοι από τους νεκρούς στην ύπαιθρο.


Ο Κάστρο όμως, κατάφερε να αναδειχθεί σε ηγετική μορφή του κινήματος κατά του Μπατίστα μέσα από μια σειρά στροφές του κινήματος από το '56 ως το '58, τις οποίες αξιοποίησε με έξυπνο τρόπο. Από τη μια μεριά το όργιο βίας του Μπατίστα τσακίζει το κίνημα των πόλεων κι έτσι όλο και περισσότερος κόσμος που εξοργίζεται με τον Μπατίστα στρέφει τις ελπίδες του στους αντάρτες. Παράλληλα ο Κάστρο προβάλλει τον εαυτό του ως μετριοπαθή καταφέρνοντας να κερδίσει την εμπιστοσύνη των τμημάτων της αστικής τάξης που ήθελαν να πέσει ο Μπατίστα. Παίρνει όσο το δυνατόν περισσότερες αποστάσεις από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Καταγγέλλει τον Μπατίστα για “Κομμουνιστή”, αξιοποιώντας ότι στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο το ΚΚ είχε στηρίξει την υποψηφιότητα Μπατίστα και είχε συμμετάσχει με υπουργούς στην κυβέρνησή του. 

Οι αντάρτες του Κάστρο μπορούν να προβάλλουν στρατιωτικές επιτυχίες, παρότι αποτελούν μια μικρή δύναμη, 300 στην αρχή που φτάνουν τις δύο - τρεις χιλιάδες, καθώς ο στρατός του Μπατίστα σταδιακά έχανε κάθε ενδιαφέρον και λόγο για να πολεμήσει. Όταν πλέον ο Μπατίστα έχει χάσει την οποιαδήποτε υποστήριξη από όλες τις κοινωνικές τάξεις, οι ΗΠΑ τον πείθουν να παραιτηθεί και προσπαθούν να οργανώσουν ένα πραξικόπημα για να εκτονώσουν την κατάσταση. Η προσπάθεια όμως αυτή προκάλεσε ένα αναπάντεχο αποτέλεσμα: ο στρατός του Μπατίστα και ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός διαλύθηκε τελείως. Την Πρωτοχρονιά το 1959, όταν ο μικρός αντάρτικος στρατός μπήκε στην Αβάνα ήταν το μοναδικό ένοπλο σώμα στη χώρα και ο Κάστρο ήταν έτοιμος να επιβάλει την κυριαρχία του.

Η διάλυση του στρατού είναι ένα σημείο κλειδί που πρέπει να μας κάνει καχύποπτους απέναντι σε όποιον θεωρεί την Κούβα “μοντέλο”. Αυτή η “ιδιαιτερότητα” δεν μπορεί να ξεπεραστεί. Το καθεστώς του Κάστρο δεν είχε να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο αντεπανάστασης τύπου “Πινοσέτ” στη Χιλή. Μπορούσε να ασκεί πολιτική με βάση τις ιδέες που είχαν στο μυαλό τους ο Κάστρο και η ηγετική ομάδα γύρω του.

Ο Τόνι Κλιφ σε μια πρωτοποριακή ανάλυση την Άνοιξη του 1963  χρησιμοποίησε τον όρο “διαθλασμένη διαρκής επανάσταση” για να περιγράψει τη φύση επαναστάσεων όπως της Κούβας ή της Κίνας του 1949, αλλά και να εξηγήσει τις αλλαγές σε χώρες όπως η Αίγυπτος, η Γκάνα, η Αλγερία. Η λογική είναι ότι σε χώρες όπου η αστική τάξη είναι πολύ αδύναμη και διστακτική για να τα βάλει με το πολιτικό καθεστώς και τον ιμπεριαλισμό, αλλά και η εργατική τάξη δεν είναι αρκετά δυνατή ή δεν έχει την κατάλληλη ηγεσία, μπορούν άλλες τάξεις ή κοινωνικές δυνάμεις να παρέμβουν στο πολιτικό σκηνικό και να παίξουν ρόλο δυσανάλογο με το μέγεθός τους. Η περίπτωση της Κούβας είναι ίσως η καθαρότερη μορφή αυτού του φαινομένου. Ρόλο επαναστατικού υποκειμένου ανέλαβε να παίξει μια ομάδα ανταρτών, που δεν έκφραζαν καμιά συγκεκριμένη τάξη, παρά μόνο τις ιδέες τους για το πώς μπορεί να ανατραπεί το καθεστώς και τι κοινωνία έπρεπε να χτιστεί.

Οι επαναστάτες του Κάστρο δεν είχαν μόνο ένα αντιιμπεριαλιστικό προσανατολισμό αλλά εμπνέονταν και από οράματα μιας πιο δίκαιης κοινωνίας. Κάποιοι, όπως ο Τσε και ο Ραούλ Κάστρο δήλωναν μαρξιστές και κομμουνιστές. Όλοι τους έβαζαν στόχο να απεξαρτήσουν την Κούβα από τη ζάχαρη και άρα και από τις ΗΠΑ. Μέσα από εκβιομηχάνιση η Κούβα θα μπορούσε να αποκτήσει το πλεόνασμα που θα της επέτρεπε να μειώσει την καλλιέργεια ζάχαρης και την ανάγκη της εισάγει τρόφιμα και βιομηχανικά αγαθά. Αυτό θα συνδυαζόταν με βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των Κουβανέζων ενώ βέβαια θα εξαφανιζόταν ο καταπιεστικός μηχανισμός της δικτατορίας.

Με βάση αυτά τα οράματα των ίδιων των ανταρτών, αν προσπαθήσουμε να απαντήσουμε το δεύτερο ερώτημα που θέσαμε στην αρχή, δηλαδή τι πέτυχε πραγματικά η επανάσταση, η απάντηση είναι απογοητευτική. Η Κούβα ποτέ δεν απεξαρτήθηκε από τη ζάχαρη. Η οικονομία της όλα αυτά τα 48 χρόνια από την επανάσταση συνέχισε να εξαρτάται από τα πάνω και τα κάτω της διεθνούς τιμής της ζάχαρης. Το ΑΕΠ σήμερα είναι ίσο με το ΑΕΠ του 1957. Η Κούβα έχει καλύτερο βιωτικό επίπεδο από άλλες χώρες της Κεντρικής Αμερικής, αλλά η σύγκριση δεν είναι έγκυρη, μιας και βρισκόταν ήδη σε πολύ καλύτερη θέση πριν από την Επανάσταση. Η συνολική πορεία της οικονομίας της, μέσα στα 50 χρόνια είναι η τρίτη χειρότερη σε όλη τη Λατινική Αμερική. Τα τελευταία χρόνια έχει επιστρέψει η πορνεία, ο τζόγος και η διαφθορά σε μεγάλη κλίμακα. Επιστρέφει ο ρατσισμός με τους μαύρους να βρίσκονται σε δεύτερη μοίρα στην τουριστική βιομηχανία, έναν από τους λίγους τομείς που δίνει πρόσβαση σε δολάρια που είναι αναγκαία για αξιοπρεπή διαβίωση.  Η δημοκρατία δεν προχώρησε. Σήμερα στην Κούβα δεν υπάρχουν ανεξάρτητες οργανώσεις και δεν μπορεί να ασκηθεί ελεύθερα κριτική στο καθεστώς. Όλα αυτά δεν αφήνουν περιθώρια σε κανέναν να ισχυριστεί ότι η Κούβα είναι “σοσιαλισμός”.

Η απάντηση στο τρίτο ερώτημα, “γιατί δεν πέτυχαν οι στόχοι της επανάστασης” είναι ότι οι πραγματικοί ενδιαφερόμενοι, οι εργάτες και οι άλλοι απλοί άνθρωποι της Κούβας δεν έκαναν την επανάσταση οι ίδιοι. Όλα εξελίχθηκαν από τα πάνω, από μια ομάδα ανταρτών ηγετών που πίστευε πως ήξερε τι είναι καλό για τον κόσμο και αποφάσιζε να το επιβάλει, χωρίς να ρωτήσει και χωρίς να εμπιστευτεί κανέναν.


Eνθουσιασμός


Η νέα εξουσία που εγκαθιδρύθηκε το 1959 έχει την υποστήριξη της τεράστιας πλειονότητας του πληθυσμού. Επικρατούσε ενθουσιασμός και ριζοσπαστικοποίηση παρότι ο περισσότερος κόσμος δεν είχε παίξει άμεσο ρόλο για την ανατροπή του Μπατίστα. Η πρώτη απεργία που οργανώθηκε για να πανηγυρίσει την αλλαγή είχε μαζική συμμετοχή. Οι εκτελέσεις χαφιέδων και βασανιστών μετά από δημόσιες δίκες και οι υποσχέσεις για αγροτική μεταρρύθμιση έκαναν χαρούμενο κάθε καταπιεσμένο. Όμως η υποστήριξη ήταν παθητική. Και ο Κάστρο έκανε ό,τι ήταν δυνατόν ώστε αυτή η υποστήριξη να μείνει παθητική. Αρχικά αφόπλισε και περιθωριοποίησε όλες τις άλλες αντάρτικες ομάδες ή και δικούς του συντρόφους που διεκδικούσαν πιο ριζοσπαστικές αλλαγές.

Η εργατική τάξη αναθαρρυμένη από την πτώση του Μπατίστα βγήκε σε αγώνες ενάντια στα αφεντικά. Ο Κάστρο εξαπέλυσε επίθεση απέναντι σ' αυτές τις ανεξέλεγκτες κινήσεις. Όταν έγιναν εκλογές στα συνδικάτα για να απαλλαγούν από τους χαφιέδες, εκλέχθηκαν μαζικά στελέχη του Κινήματος 26ης Ιουλίου, του Κάστρο. Ο ίδιος ο Κάστρο όμως τους καθαίρεσε για να διορίσει όποιους ήθελε αυτός. Όλοι αναγνωρίζουν πως αν ο Κάστρο είχε δώσει το “χρίσμα” σε κάποιον, θα είχε εκλεγεί πανηγυρικά. Όμως ήθελε οι συνδικαλιστές να διορίζονται, ώστε από τη μια οι εργάτες να μην μπαίνουν σε κίνηση, αλλά ούτε να αποκτούν πολιτική δύναμη άλλα στελέχη πέρα από αυτόν. Τα στελέχη του Κινήματος που προέρχονταν από τα συνδικάτα σιγά σιγά θα περιθωριοποιηθούν ή θα εκδιωχθούν. Ανεξάρτητα συνδικάτα δεν εμφανίστηκαν ποτέ στην Κούβα. Έγιναν παράρτημα του κρατικού μηχανισμού.

Στους αγρότες η κατάσταση ήταν αντίστοιχη. Αυθόρμητα το πρώτο διάστημα πολλοί άκληροι και φτωχοί αγρότες κατέλαβαν τη γη από τους γαιοκτήμονες. Ο Κάστρο διέταξε ότι όποιος πήρε γη χωρίς εντολή θα την έχανε ολόκληρη. Έγιναν συζητήσεις επί συζητήσεων για το πώς θα λυθεί το αγροτικό πρόβλημα. Η αγροτική μεταρρύθμιση που έγινε περιόρισε το μέγιστο εμβαδόν γης στα 400 εκτάρια, όμως δεν επέτρεψε στους αγρότες ούτε να πάρουν μέρος στις αντιπαραθέσεις, ούτε να προχωρήσουν σε αγροτικούς συνεταιρισμούς που θα προϋπόθεταν τη δημιουργία οργανώσεων.

Έβαζαν μπρος να λύσουν πραγματικά προβλήματα, αλλά μόνο από τα πάνω και προσπαθώντας να μην σπάσουν τη στήριξη των καπιταλιστών ούτε να προκαλέσουν την αντίδραση των Αμερικάνων. Ο Κάστρο περιοδεύει τις ΗΠΑ για να πείσει ότι “δεν είμαστε κομμουνιστές... Οι πόρτες είναι ανοιχτές για τις ιδιωτικές επενδύσεις, που συνεισφέρουν στην ανάπτυξη της βιομηχανίας της Κούβας... είναι απολύτως αδύνατο να κάνουμε προόδους αν δεν συνεργαστούμε με τις ΗΠΑ”, λέγοντας επίσης “Η επανάστασή μας δεν είναι κόκκινη αλλά πράσινη σαν το χρώμα της στολής των ανταρτών”.

Έγιναν σημαντικές αλλαγές. Τα πρώτα δύο χρόνια οργανώνεται ένα μεγάλο πρόγραμμα δημόσιας Υγείας και καταπολέμησης του αναλφαβητισμού. Ακόμη και αυτές οι αλλαγές, ιδίως η αγροτική μεταρρύθμιση τρομοκρατεί τους Αμερικάνους που φοβούνται ότι θα χάσουν τον έλεγχο της κουβανέζικης οικονομίας. Αποσύρουν την αναγνώρισή τους από το καθεστώς και η πόλωση οδηγεί σιγά σιγά τα πιο συντηρητικά στελέχη του νέου καθεστώτος και τους καπιταλιστές να αποσυρθούν και αυτοί. Πολλοί φεύγουν για το Μαϊάμι, ελπίζοντας σε μια γρήγορη κατάρρευση του Κάστρο. Όμως η φυγή τους, επέτρεψε στον Κάστρο να προχωρήσει σε πιο ριζοσπαστικές αλλαγές, μη έχοντας την ανάγκη να συμβιβάζεται με τα δεξιά του. Κρατικοποιεί όλες τις επιχειρήσεις, κουβανέζικες και αμερικάνικες αλλά και σχεδόν όλη την καλλιεργούμενη γη.



Η Ρωσία μπαίνει στο παιχνίδι, προτείνοντας να αγοράζει αυτή την κουβανέζικη ζάχαρη που αρνούνται πλέον οι Αμερικάνοι. Η εξάρτηση της Κούβας άλλαξε στρατόπεδο και πέρασε στο Ανατολικό Μπλοκ, όμως παρέμεινε στο ίδιο επίπεδο. Το 1966 το 80% του κουβανέζικου εμπορίου γινόταν με τη Ρωσία.

Το καθεστώς στρεφόμενο προς τη Ρωσία, ανατρέπει τους στόχους για τους οποίους έγινε η επανάσταση. Μπαίνουν ακόμη μεγαλύτεροι στόχοι για την παραγωγή ζάχαρης, με την ελπίδα ότι τα έσοδα θα επιτρέψουν την εκβιομηχάνιση. Αυτό σήμαινε πίεση για ακόμη μεγαλύτερη εκμετάλλευση και των εργατών αλλά και των αγροτών που είχαν μετατραπεί σε εργάτες γης.

Για να λειτουργήσει όλη αυτή η εντατικοποίηση, ο Κάστρο στρέφεται στο σταλινικό οικονομικό μοντέλο των “πλάνων”, ενώ ο Τσε Γκεβάρα προτείνει τη δημιουργία μιας νέας συνείδησης που θα περιλαμβάνει την αγάπη για την εργασία. Και οι δύο δρόμοι αποτυγχάνουν. Η κατάσταση της οικονομίας του 1965 ήταν χειρότερη από το 1962. Ο Τσε εγκαταλείπει την Κούβα, ξεκινώντας για την εξάπλωση της επανάστασης σε άλλες χώρες. Προσπάθησε να απαντήσει κατανοώντας το πραγματικό πρόβλημα της απομόνωσης της Κούβας, αλλά η στρατηγική του αντάρτικου τον οδήγησε πολύ γρήγορα στο θάνατο στα βουνά της Βολιβίας το 1967.  Ο Κάστρο διάλεξε τον άλλο δρόμο, της ανάπτυξης “σε μία μόνο χώρα” που κατέληξε σε αδιέξοδο.

Για να υλοποιηθεί αυτή η ταχεία ανάπτυξη, το καθεστώς σκλήρυνε την καταστολή του και τη γραφειοκρατία του. Όλα τα ανεξάρτητα έντυπα απαγορεύτηκαν. Κάθε κριτική στο καθεστώς καταγγελλόταν ως προδοσία. Στα εργοστάσια επιβλήθηκε στρατιωτικός έλεγχος. Η θανατική ποινή επεκτάθηκε για τα οικονομικά “εγκλήματα” που περιλάμβαναν απροσεξίες την ώρα της δουλειάς, ακόμη και για ανήλικους.

Μέσα στη δεκαετία του '60 το καθεστώς είχε γίνει παραπλήσιο με τα άλλα καθεστώτα κρατικού καπιταλισμού της Ανατολικής Ευρώπης. Το Κίνημα του Κάστρο ενώθηκε με το ΚΚ σε ενιαίο κόμμα. Η πορεία της οικονομίας είχε τα πάνω και τα κάτω ανάλογα με την τιμή της ζάχαρης και τις προτεραιότητες της Ρωσίας. Από τη δεκαετία του '80 και μετά η κρίση του Ανατολικού Μπλοκ συμπαρασύρει την Κούβα προς τα κάτω και το 1989 σηματοδοτεί την μεγαλύτερη κρίση που την πληρώνουν όλοι οι Κουβανέζοι. Το καθεστώς ονόμασε την περίοδο μετά το '89 “ειδική”. Η ζάχαρη έπεσε από τα 602 δολάρια τον τόνο το 1990 στα 200 το 1992. Το ΑΕΠ κατέρρευσε κατά 10% το '92 και κατά 15% το '93. Για πρώτη φορά στην Κούβα εμφανίστηκε η απειλή της πείνας από έλλειψη τροφίμων.

Για την αντιμετώπιση της τεράστιας κρίσης, έγινε στροφή προς την αγορά. Δημιουργήθηκαν ζώνες ελεύθερης αγοράς, δημιουργήθηκαν τουριστικοί “παράδεισοι”, ξεπουλήθηκε η τηλεφωνική εταιρία και η ύδρευση. Πολυεθνικές άρχισαν επιχειρήσεις όπου απασχολούν σήμερα περίπου 100 χιλιάδες εργάτες. Όλα στο βωμό της προσπάθειας να μπει σκληρό νόμισμα στη χώρα για να μπορέσει να επιβιώσει, έχοντας να αντιμετωπίσει και το συνεχιζόμενο αμερικανικό εμπάργκο. Η εξαγωγή κουβανέζων γιατρών, παρόλο που προβάλλεται ως “ανθρωπιστική” ή ως αλληλεγγύη στη Βενεζουέλα είναι ένας τρόπος να αξιοποιηθεί το σημαντικό ιατρικό κεφάλαιο της Κούβας για να εισρεύσει συνάλλαγμα.

Η Κούβα σήμερα βρίσκεται υπό την απειλή και τις πιέσεις του Μπους. Συνεχίζει να υφίσταται ένα εμπάργκο που προκαλεί φτώχεια και ανασφάλεια. Απέναντι σ' αυτή την πίεση, έχει τη συμπαράσταση όπως κάθε χώρα που μπαίνει στο στόχαστρο ιμπεριαλιστικών επιθέσεων. Zητάμε την άρση του εμπάργκο κατά του Iράκ. Δεν βάζουμε όρους και προϋποθέσεις γι’ αυτήν τη συμπαράσταση. Aλλά ούτε χρειάζεται να εξωραΐσουμε το καθεστώς της Kούβας.
Tο γεγονός ότι μισό αιώνα μετά την επανάσταση δεν επιτεύχθηκε ούτε ένας από τους στόχους της επανάστασης πρέπει να μας κάνει πολύ προσεκτικούς για τα διδάγματα της κουβανέζικης επανάστασης. Όσο καλές προθέσεις και να έχουν αυτοί που ηγούνται σε μια επανάσταση, τα προβλήματα και τα διλήμματα που καλείται να αντιμετωπίσει η επανάσταση είναι τόσο πολύπλοκα που μόνο η πλατιά δημοκρατία των εργατικών συμβουλίων μπορεί να τα ξεπεράσει. Σήμερα η Κούβα κάνει ανοίγματα στην αγορά, συνεργάζεται με ευρωπαϊκές ακόμη και με ισραηλινές πολυεθνικές, το καθεστώς συζητάει τον “κινέζικο δρόμο”, ενώ οι κουβανοί σύμβουλοι του Τσάβες προτείνουν για τη Βενεζουέλα περισσότερο κεντρικό έλεγχο στις εξελίξεις και γραφειοκρατικοποίηση της εξουσίας του Τσάβες. Ενώ παράλληλα προτείνουν οικονομικούς συμβιβασμούς με τις γειτονικές χώρες. Ακριβώς το αντίθετο από αυτό που έχουν ανάγκη οι εργάτες της Βενεζουέλας, να πάρουν στα χέρια τους όχι μόνο τα εργοστάσια αλλά και τη συζήτηση για το πού είναι η προοπτική. Η φράση του Μαρξ “Η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας” δεν είναι σχήμα λόγου, είναι υποχρεωτικός οδηγός για να μην καταλήγουν οι επαναστάσεις σε δικτατορίες.

Σχόλια