Βαλκανικοί Πόλεμοι

Πόλεμος στα Βαλκάνια - Διεθνιστική αντιπολεμική διακήρυξη
Περιοδικό Σοσιαλισμός Από τα Κάτω, Νο.31, Μάρτης-Απρίλης '99


Οι Μεγάλες Δυνάμεις έχουν πίσω τους 120 χρόνια στρατιωτικών επεμβάσεων στα Βαλκάνια. Όπως και σήμερα, πάντα πρόβαλαν σαν δικαιολογία την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των μικρότερων εθνών. Κάθε επέμβαση έχει αφήσει πίσω της μεγαλύτερη δυστυχία, καθώς τα σύνορα χαράχτηκαν και ξαναχαράχτηκαν, δημιουργώντας κάθε φορά νέες εστίες έντασης και συγκρούσεων.


Στη δεκαετία του 1870, η Ρωσία προχώρησε σε πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία που είχε τότε τον έλεγχο στα Βαλκάνια. Οι άλλες Ευρωπαϊκές δυνάμεις φρόντισαν να μη μείνουν απ' έξω και άρχισαν να ενισχύουν αντίπαλους τοπικούς εθνικισμούς. Οι αντιπαραθέσεις Σέρβων και Αλβανών έχουν τις ρίζες τους σ' εκείνη την περίοδο.

Ο αγώνας δρόμου για τη μοιρασιά των Βαλκανίων κορυφώθηκε με τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913 που αποδείχθηκαν πρόλογος για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο 1914-1918. Κανένα από τα Βαλκανικά Κράτη δεν μπορούσε να βγάλει πέρα σ' αυτό τον ανελέητο πολεμικό ανταγωνισμό χωρίς συμμαχίες με τις Μεγάλες Δυνάμεις, που χρησιμοποιούσαν τις φιλοδοξίες των τοπικών κρατών κυνικά και αδίστακτα.

Το 1913 οι Μεγάλες Δυνάμεις υπέγραψαν τη Συνθήκη του Λονδίνου που αναγνώριζε την ανεξαρτησία της Αλβανίας, αλλά άφηνε το μισό αλβανικό πληθυσμό έξω από τα όρια του νέου κράτους. Ένα νέο μυστικό πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1915 προέβλεπε το διαμελισμό του νεοσύσταστου αλβανικού κράτους ανάμεσα στην Ιταλία και την Ελλάδα. Η Βρετανία στήριξε την ένταξη του Κόσοβου στο Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων το 1919-1920. Η ίδια η Αλβανία μόλις και γλίτωσε από προτεκτοράτο της Ιταλίας. Το 1921 οι Κοσοβάροι ζήτησαν από την Κοινωνία των Εθνών (τον ΟΗΕ της εποχής) την ένωση με την Αλβανία, αλλά το αίτημά τους απορρίφθηκε.

Στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ναζιστική Γερμανία και η φασιστική Ιταλία προσπάθησαν να αξιοποιήσουν τις εθνικές διαφορές για να εδραιώσουν την κατοχή τους στη Γιουγκοσλαβία και την Αλβανία. Το φασιστικό καθεστώς των Ουστάσι στην Κροατία επιδόθηκε στη συστηματική εξόντωση Εβραίων και Σέρβων. Οι βασιλόφρονες και αγγλόφιλοι Σέρβοι Τσέτνικ στράφηκαν περισσότερο ενάντια στους Κροάτες παρά ενάντια στους Ναζί.

Το κίνημα της Αντίστασης του Τίτο ήταν αυτό που κατάφερε να ενώσει παρτιζάνους από όλες τις εθνότητες. Ο ίδιος ο Τίτο ήταν μικτής Κροατικής και Σερβικής καταγωγής και αρχικά είχε στενή συνεργασία με το αντάρτικο της Αλβανίας. Προσπάθειες για συνεργασία έγιναν και με το αντάρτικο στην Ελλάδα. Αλλά οι ελπίδες για μια ενότητα από τα κάτω, χτισμένη μέσα στην κοινή αντιφασιστική πάλη, τσακίστηκαν από τη βίαιη βρετανική επέμβαση. Το Δεκέμβρη του '44 και στον Εμφύλιο, η Βρετανία και οι ΗΠΑ βοήθησαν την άρχουσα τάξη στην Ελλάδα να πνίξει την προοπτική μιας εργατικής επανάστασης και εξασφάλισαν τη μοιρασιά των Βαλκανίων όπως όριζαν οι συμφωνίες Τσόρτσιλ-Στάλιν στη Γιάλτα.

Το καθεστώς του Τίτο δεν έφερε το σοσιαλισμό στη Γιουγκοσλαβία, όπως έλεγε. Έφερε, όμως, αλλαγές στις σχέσεις των εθνοτήτων που την αποτελούσαν. Το κράτος οργανώθηκε σε ομοσπονδιακή βάση, έτσι ώστε υπήρχαν ομοσπονδιακά κρατίδια-Δημοκρατίες της Σερβίας, της Κροατίας, της Σλοβενίας, της Βοσνίας και της Μακεδονίας. Οι Αλβανοί του Κόσοβου και οι Ούγγροι της Βοϊβοντίνα απέκτησαν κι αυτοί δικαιώματα τοπικής αστυνομίας, αργότερα. Τα όρια αυτής της μεταρρύθμισης φάνηκαν όταν άρχισε η οικονομική κρίση στη δεκαετία του '80. Τότε οι διάδοχοι του Τίτο άρχισαν να ξηλώνουν τα δικαιώματα των εθνοτήτων, με αποκορύφωμα την εκστρατεία του Μιλόσεβιτς ενάντια στους Κοσοβάρους.

Από τις αρχές του 20ου αιώνα, όμως, υπήρχε μια διαφορετική προοπτική για τα Βαλκάνια, που προτάθηκε από τους διεθνιστές επαναστάτες σοσιαλιστές. 

Ο Τρότσκι, που κάλυψε τους Βαλκανικούς Πολέμους σαν ανταποκριτής, έγραφε:
"Τα κράτη που σήμερα καλύπτουν τη Βαλκανική Χερσόνησο κατασκευάστηκαν από την ευρωπαϊκή διπλωματία γύρω από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων της διάσκεψης του Βερολίνου το 1879. Εκεί πάρθηκαν όλα τα μέτρα, έτσι ώστε η εθνική πολυμορφία της περιοχής αυτής να μετατραπεί σε ένα μωσαϊκό μικρών κρατιδίων. Κανένα απ' αυτά δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί πέρα από ένα όριο, το καθένα χωριστά ήταν πιασμένο σ' έναν ιστό διπλωματικών δεσμών και τοποθετημένο σε αντίθεση με όλα τα άλλα, έτσι ώστε όλα μαζί τελικά ήταν καταδικασμένα σε αδυναμία απέναντι στις Μεγάλες Δυνάμεις και τις συνεχείς δολοπλοκίες τους". 
Οι Συνθήκες δεν θα άντεχαν στο χρόνο, προέβλεπε ο Τρότσκι, γιατί "τα νέα σύνορα έχουν χαραχτεί πάνω στα ζωντανά σώματα των εθνών, έτσι ώστε όλα έχουν χαρακωθεί και αιμορραγήσει μέχρις εξάντλησης". Η τελική παρατήρηση του Τρότσκι ήταν ότι "καθένα από τα Βαλκανικά κράτη τώρα περιλαμβάνει μέσα στα σύνορα του μια συμπαγή μειονότητα που είναι εχθρική απέναντί του. Αυτά είναι τα αποτελέσματα των διπλωματικών εργασιών των καπιταλιστικών κυβερνήσεων".

Η ανάλυση του Τρότσκι για το ρόλο των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων έχει επιβεβαιωθεί ξανά και ξανά στη διάρκεια του 20ου αιώνα. Οι επαναστάτες έχουν αντιταχθεί σ' αυτή τη φρίκη, δημιουργώντας μια διεθνιστική παράδοση.

Όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Σέρβος επαναστάτης Λάπτσεβιτς όρθωσε το ανάστημά του μέσα σε μια Βουλή που παραληρούσε υπέρ του πολέμου και κατάγγειλε την πολεμοκαπηλεία. "Η Σερβία πρέπει να πάψει επιτέλους να είναι όργανο των Μεγάλων Δυνάμεων", τόνισε, "πρέπει να επιδιώξει το στόχο της Βαλκανικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας". Ο Λάπτσεβιτς τάσσονταν ενάντια στην καταπίεση κάθε Βαλκανικού λαού, αλλά έβλεπε ότι η επιμονή μόνο στα εθνικά ζητήματα, χωρίς αναφορά στα ευρύτερα ζητήματα του ιμπεριαλισμού και του πολέμου, μπορούσε να οδηγήσει σε συμφορά. Γι' αυτό, έλεγε, η επίλυση των εθνικών ζητημάτων έπρεπε να συνδέεται με την ενότητα όλων των Βαλκανικών λαών.

Μετά τη Ρώσικη Επανάσταση του 1917, με τη δημιουργία της Γ΄ Διεθνούς, οι επαναστάτες είχαν την ευκαιρία να διαμορφώσουν πιο συγκεκριμένα την τακτική τους. Το 2ο Συνέδριο του 1920 φρόντισε να περιλάβει στη Διακήρυξή του ένα τμήμα που αναφερόταν στα Βαλκάνια. Ο πόλεμος που έγινε από τις Μεγάλες Δυνάμεις στο όνομα της υπεράσπισης των μικρών εθνών είχε καταλήξει "στην καταστροφή και στην υποταγή των Βαλκανικών λαών, νικητών και ηττημένων μαζί". Ο Βούλγαρος επαναστάτης Καμπακτσίεφ εξηγούσε γιατί ήταν απαραίτητο για τους εργάτες να ξεπεράσουν τον εθνικισμό, παρόλο που οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις είχαν αφήσει πάνω από ένα εκατομμύριο Βούλγαρους έξω από τα σύνορα της Βουλγαρίας:
"Ο εθνικισμός οδήγησε το Βουλγάρικο λαό σε δύο τραγωδίες το 1913 και το 1918. Το ίδιο ισχύει για τη Σερβία. Η μόνη διέξοδος είναι μια Βαλκανική σοσιαλιστική επανάσταση".
Στην Ελλάδα, λόγω της Μικρασιατικής Εκστρατείας, οι πόλεμοι κράτησαν δέκα χρόνια, από το 1912 μέχρι το 1922, το αντιπολεμικό κίνημα πήρε διαστάσεις και από τις γραμμές του μαζικοποιήθηκε το ΣΕΚΕ. Το ΣΕΚΕ πήρε θέση ενάντια στη Μικρασιαστική Εκστρατεία και ο Παντελής Πουλιόπουλος αναδείχθηκε στην ηγεσία του με τις πιο ξεκάθαρες διεθνιστικές θέσεις, ενάντια στις επεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, ενάντια στον ελληνικό εθνικισμό, για μια Βαλκανική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία.

Ο Τρότσκι υποστήριξε ότι η ενότητα των Βαλκανίων μπορούσε να επιτευχθεί μέσα από δύο διαφορετικούς δρόμους. "Είτε από τα πάνω, με την επέκταση ενός Βαλκανικού κράτους, όποιο τυχαίνει να είναι ισχυρότερο σε βάρος των πιο αδύνατων -αυτός είναι ο δρόμος της εξόντωσης και της καταπίεσης των ασθενέστερων. Η εναλλακτική λύση είναι από τα κάτω, με την ενότητα των ίδιων των ανθρώπων -αυτός είναι ο δρόμος της επανάστασης".

Αυτή η διαπίστωση είναι ακόμα πιο επίκαιρη σήμερα. Οι Σέρβοι δεν μπορούν να είναι ελεύθεροι αν η χώρα τους καταπιέζει το Κόσοβο. Το Κόσοβο δεν μπορεί να είναι ελεύθερο αν γίνει πιόνι στα σχέδια του ΝΑΤΟ, στα χέρια των ΗΠΑ και της ΕΕ. Οι Σέρβοι πρέπει να υποστηρίξουν το δικαίωμα των Αλβανών του Κόσοβου στην αυτοδιάθεση, να αποφασίσουν οι ίδιοι για το μέλλον τους. Και οι Αλβανοί του Κόσοβου πρέπει να επιδιώκουν τη συνύπαρξη με τους Σέρβους, τον τερματισμό των εθνικών εντάσεων. Η ενότητα και ο σεβασμός των εθνικών δικαιωμάτων των μεν από τους δε είναι ο μόνος δρόμος προς μια διαρκή ειρήνη και πρόοδο. 

Σχόλια