Ανακοίνωση της Οργάνωσης Σοσιαλιστική Επανάσταση (ΟΣΕ) - Σεπτέμβρης 1974

Η πολιτική κατάσταση σήμερα και οι προοπτικές του λαϊκού κινήματος



Η πολιτική αλλαγή της 23 Ιούλη σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ανατροπή της δικτατορίας. Αντίθετα, με το χουντικό καθεστώς στα πρόθυρα της κατάρρευσης, έγινε ένας συμβιβασμός ανάμεσα στη χούντα και στο μεγαλύτερο μέρος των αστικών πολιτικών δυνάμεων. Αποτέλεσμα αυτού του συμβιβασμού είναι η Κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας», όπως ονομάστηκε.


Η υποχώρηση της χούντας, παρόλο που πέρασε μέσα από τη συμβιβαστική αλλαγή της 23 Ιούλη, άνοιξε καινούριες δυνατότητες για την ανάπτυξη του κινήματος. Για να εκτιμήσουμε σωστά αυτές τις δυνατότητες και τα αντίστοιχα καθήκοντα της επαναστατικής αριστεράς, χρειάζεται πρώτα να εξετάσουμε: 
  1. Την πορεία μέσα από την οποία το χουντικό καθεστώς έφτασε στα πρόθυρα της κατάρρευσης. 
  2. Την εξέλιξη της ιμπεριαλιστικής επίθεσης στην Κύπρο και την επίδρασή της στην αχρήστευση της χούντας, αλλά και στις προοπτικές της κυβέρνησης Καραμανλή.
  3. Τις πολιτικές δυνάμεις που αποτελούν τις διάφορες μερίδες του σημερινού συμβιβασμού, το συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσά τους και τις προοπτικές της κυβέρνησης Καραμανλή.

1. Η Κρίση της Χούντας

Το χουντικό καθεστώς είχε μπει σε ανοιχτή κρίση απ' τις αρχές του '73. Η στρατοκρατική μορφή της εξουσίας του μεγάλου κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστών αποδείχτηκε -πίσω από τη φαινομενική παντοδυναμία της- ιδιαίτερα ευάλωτη στο μαζικό αγώνα.

Χωρίς ιδεολογική επιρροή πάνω στις μάζες, ανήμπορη να κινητοποιήσει πολιτικά για υποστήριξή της ακόμα και αστικά στρώματα, χωρίς θεσμούς (πχ Κοινοβούλιο) για να συμβιβάζει τις ενδοαστικές διαμάχες, η χούντα άρχισε να οδηγείται σε αδιέξοδο με τις πρώτες μαχητικές κινητοποιήσεις του μαζικού κινήματος. 

Το φοιτητικό κομμάτι ήταν το πρώτο που έφτασε στην ανοιχτή πολιτική αναμέτρηση με τη χούντα. Η ανάπτυξή του πέρασε μέσα απ' τον αγώνα για συνδικαλιστικές και πολιτικές ελευθερίες, που εκφράστηκε δυναμικά με την αποχή απ' τις χουντικές εκλογές στους φοιτητικούς συλλόγους το φθινόπωρο του '72. Συνεχίστηκε με την πάλη ενάντια στην κατοχύρωση του ελέγχου των μονοπωλίων πάνω στην παιδεία με τον περιβόητο Καταστατικό Χάρτη. Και πέρασε στη μαχητική σύγκρουση με τη χούντα με τον αγώνα ενάντια στις στρατεύσεις και την τρομοκρατία το Φλεβάρη του '73. Από τη στιγμή αυτή και πέρα, και μέσα σε συνθήκες αυξανόμενης οικονομικής κρίσης και πολιτικής  απομόνωσης της χούντας, η πάλη του φοιτητικού κινήματος απόκτησε ξεχωριστή σημασία. Κέρδισε τη λαϊκή συμπαράσταση, έγινε πόλος συσπείρωσης για όλο τον αγωνιζόμενο λαό, έγινε μια δύναμη κρούσης που βοηθούσε να εκφραστεί η πολιτική αιχμή όλων των λαϊκών αγώνων ενάντια στη χούντα, τον ιμπεριαλισμό και τα μονοπώλια.
Παράλληλα, μπήκαν σε ανοδική πορεία και τα άλλα κομμάτια του μαζικού κινήματος. Αναπτύχθηκαν οι εργατικοί αγώνες, περνώντας από την προβολή αιτημάτων στη μαχητική διεκδίκησή τους. Οι τυπογράφοι, οι εργαζόμενοι της Ολυμπιακής και της ΔΕΗ, οι εμποροϋπάλληλοι, οι οδηγοί των τρόλεϊ και άλλοι κλάδοι, βγήκαν στον αγώνα. Πρωτοπόροι οι οικοδόμο, που έδωσαν μαζικά το παρών σε κάθε διαδήλωση και πρώτοι έσφιξαν τους δεσμούς ανάμεσα στο φοιτητικό και το εργατικό κίνημα. Ακόμα και στους αγώνες ενάντια στις απαλλοτριώσεις που ξεσπιτώνουν χιλιάδες οικογένειες για χάρη των μεγαλοκαπιταλιστών τύπου Ανδρεάδη και Λάτση και με τους αγώνες ενάντια στις τιμές πείνας που επιβάλλει το Κράτος για τα γεωργικά προϊόντα, αναπτύχθηκε ένα μαζικό κίνημα στον αγροτικό χώρο.

Μπροστά σ' αυτή την αγωνιστική ανάπτυξη του κινήματος κατάρρευσε η χουντική πολιτική της «ομαλοποίησης» για  τη σταθεροποίηση του καθεστώτος και μετατράπηκαν σε πολιτικές ήττες της χούντας όλες οι απόπειρες για εξωραϊσμό της δικτατορίας. Τα παζάρια της χούντας με τα αστικά κόμματα για εφαρμογή του χουντο-συντάγματος του '68 και «εκλογές», μετατράπηκαν σε σκυλοκαβγά για το ποιος θα δώσει τη «λύση» στα αδιέξοδα της χούντας. Οι μανούβρες για μαγειρεμένες «λύσεις» μετατράπηκαν σε σπασμωδικές πολιτικές ενέργειες: δηλώσεις Καραμανλή το Πάσχα του '73, ανταρσία στο ναυτικό το Μάη, χουντοδημοψήφισμα τον Ιούλη, μασκαρέματα Μαρκεζίνη τον Οκτώβρη. Έτσι, ούτε η χούντα κατάφερε να σταθεροποιήσει τη θέση της, ούτε η αστική αντιπολίτευση κατάφερε να καπηλευτεί το κίνημα και να το οδηγήσει στο μαντρί της χουντο-«ομαλότητας». Αντίθετα, με κάθε αποτυχημένη χουντική μανούβρα, ανέβαινε πιο πολύ η εμπιστοσύνη του κινήματος στις δυνάμεις του.

Αποκορύφωμα αυτής πορείας ήταν η λαϊκή εξέγερση του Νοέμβρη, που γκρέμισε οριστικά τη χουντο-δημοκρατία του Παπαδόπουλου και τάραξε συθέμελα ολόκληρο το χουντικό καθεστώς. Απ' το Πολυτεχνείο βγήκε ένα ταξικό, αγωνιστικό κάλεσμα για ενότητα εργατών, αγροτών, φοιτητών, για οργάνωση και πάλη στους τόπους δουλειάς με την προοπτική μιας Γενικής Πολιτικής Απεργίας για την ανατροπή της δικτατορίας και το πέρασμα της εξουσίας στο λαό. Το κάλεσμα αυτό, βρήκε ανταπόκριση σε χιλιάδες αγωνιστές που συγκρούστηκαν στους δρόμους της Αθήνας με το δολοφονικό καταπιεστικό μηχανισμό κι έδειξαν έτσι χειροπιαστά τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα: από τη μία, το ενωμένο μαζικό κίνημα των εργατών, των αγροτών, των φοιτητών, κι από την άλλη, οι καπιταλιστές κι οι ιμπεριαλιστές και το κράτος τους. Η χούντα επέζησε κινητοποιώντας το τελευταίο, πια, στήριγμά της, το στρατό για να πνίξει το ξεσήκωμα.

Το πραξικόπημα της 25 Νοέμβρη κατάφερε να σταματήσει την ανοδική πορεία του κινήματος με στυγνή τρομοκρατία, δεν κατάφερε όμως να δώσει διέξοδο στην κρίση του χουντικού καθεστώτος. Αντίθετα, στα αδιέξοδα και τις αδυναμίες του προστέθηκε η έντονη διαμάχη ανάμεσα στις διάφορες στρατοκρατικές φράξιες μέσα στο στρατό, δηλαδή η κρίση εκφράστηκε και μέσα στους ίδιους τους μηχανισμούς του.

Από τη μια μεριά, μια κλίκα από ανώτερους αξιωματικούς (Ντάβος, κλπ, οι λεγόμενοι «συνταγματικοί») που, από την ίδια τους τη θέση, είχαν μεγαλύτερη επαφή με τον αστικό πολιτικό κόσμο, αναζητούσαν διέξοδο «αλά τουρκικά», δηλαδή σ' ένα συμβιβασμό χούντας και αστικών κομμάτων. Κι απ' την άλλη μεριά, μια άλλη κλίκα από στρατοκράτες, που χειρίζονταν με «επιτυχία» τον τρομοκρατικό μηχανισμό ενάντια στο κίνημα (Ιωαννίδης, κλπ, οι λεγόμενοι «σκληροί») είχε εμπιστοσύνη μόνο στην κυριαρχία αυτού του μηχανισμού και επιδίωκε τη μονιμοποίηση και τον εξωραϊσμό της.

Έτσι, η δεύτερη βάρδια της χούντας είχε μεν καταφέρει αρκετά χτυπήματα στο κίνημα, ώστε ν' αποκτήσει ορισμένα χρονικά περιθώρια, βρισκόταν όμως κι αυτή σε βαθειά κρίση: τέλεια απομονωμένη από οποιαδήποτε λαϊκή βάση, ανήμπορη να εκτονώσει την έντονη πολιτικοποίηση και αντίθεση ενάντιά της, φορτωμένη με το πρόβλημα της πιο βαθιάς μεταπολεμικής οικονομικής κρίσης των καπιταλιστών, σπαραγμένη από εσωτερικές διαμάχες που υπονόμευαν τους ίδιους τους μηχανισμούς της μέσα στο στρατό.

Σ' αυτές τις συνθήκες, η χούντα προσπάθησε, με την παρότρυνση των Αμερικάνων ιμπεριαλιστών να πετύχει ταυτόχρονα τη δυναμική επιβολή των σχεδίων της στην Κύπρο και τη σταθεροποίηση της θέσης της στην Ελλάδα. Με το πραξικόπημα της 15 Ιούλη, η χούντα υπολόγιζε ότι θα εξασφάλιζε αφενός, τον έλεγχο του νησιού, αφετέρου τη συσπείρωση των αξιωματικών γύρω της και την ενίσχυση μ' αυτό τον τρόπο της θέσης της μέσα στο στρατό. Όμως, η ηρωική αντίσταση του κυπριακού λαού και το ξέσπασμα των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων μετέτρεψαν το πραξικόπημα σε στρατιωτική περιπέτεια. Ταυτόχρονα η λαϊκή αγανάκτηση και αντίθεση ενάντια στο έγκλημα της χούντας και στην επιστράτευση στην Ελλάδα -που εκφράστηκε μέσα κι έξω απ' το στρατό με την τέλεια έλλειψη εθνικιστικής πολεμικής ατμόσφαιρας και το σπάσιμο της πειθαρχίας -όχι μόνο στέρησε απ' τη χούντα τη δυνατότητα να συνεχίσει την πολεμική περιπέτεια, αλλά και έφερε όλες τις χουντικές κλίκες μπροστά στο φάσμα της κατάρρευσης ολόκληρου του στρατοκρατικού μηχανισμού. Σ' αυτό το σημείο αποφάσισαν και οι Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές να εγκαταλείψουν τη χούντα σαν κύριο φορέα των σχεδίων τους στην Κύπρο και στην Ελλάδα. Με δική τους συγκατάθεση και προτροπή μέσω του Σίσκο, η χούντα πήρε το μόνο δρόμο που της απόμενε, το δρόμο της αποχώρησης και της συνεργασίας με τον αστικό πολιτικό κόσμο.


2. Η ιμπεριαλιστική επίθεση στην Κύπρο

Η Κύπρος έχει ξεχωριστή στρατιωτική σημασία για τους ιμπεριαλιστές για το στρατιωτικό έλεγχο της Μέσης Ανατολής και των πετρελαίων της. Την ιδιαίτερη αυτή σπουδαιότητα την απόκτησε καθώς κάτω από την πίεση των απελευθερωτικών κινημάτων ξηλωνόταν η άμεση στρατιωτική παρουσία των ιμπεριαλιστών μέσα στις ίδιες τις χώρες της Μέσης Ανατολής. Αυτό συνέβηκε πρώτα στον εγγλέζικο ιμπεριαλισμό (αναδίπλωση από Αίγυπτο, Ιράκ, Ιορδανία) και σήμερα είναι πρόβλημα που απασχολεί τον αμερικάνικο. Ιδιαίτερα μετά τον τελευταίο αραβοϊσραηλινό πόλεμο, που έδειξε ότι το Ισραήλ δεν επαρκεί πια σαν πολεμική μηχανή για την αστυνόμευση της περιοχής, η ανάγκη των Αμερικάνων ιμπεριαλιστών για μεγαλύτερη δική τους στρατιωτική παρουσία είναι επιτακτική. Αυτή είναι η κεντρική συλλογιστική πίσω απ' την αμερικάνικη επίθεση στην Κύπρο. Το άνοιγμα ξανά του Σουέζ και η όξυνση των ανταγωνισμών με τους ευρωπαϊκούς ιμπεριαλισμούς είναι παράγοντες που εντείνουν την αμερικάνικη επιθετικότητα που εκδηλώθηκε βίαια με το πραξικόπημα της 15 Ιούλη και κορυφώθηκε με την εισβολή των Τούρκων στρατοκρατών και την προώθησή τους στη γραμμή Αττίλα.

Σε τι εσωτερικά στηρίγματα σε τι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις μπορούσε να υπολογίζει ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός για φέρει το «αβύθιστο αεροπλανοφόρο» στη σφαίρα της επιρροής του; Μέσα στην αστική τάξη στην Κύπρο το μεγαλύτερο και δυνατότερο κομμάτι ήταν κυρίως ελληνοκυπριακό, δεμένο άμεσα με τα αγγλικά συμφέροντα. Σ' αυτό το κομμάτι η πολιτική ενός τυπικά «ανεξάρτητου» κυπριακού κρατιδίου, εξαρτημένου στην πραγματικότητα απ' τον εγγλέζικο ιμπεριαλισμό, βρίσκει ολοκληρωτική υποστήριξη. Γιατί αυτή η εξάρτηση περνάει ακριβώς μέσα απ' αυτό το ίδιο και δυναμώνει τη θέση του, γιατί η ικανότητά του να εκμεταλλεύεται την εργατιά και την αγροτιά της Κύπρου στηρίζεται πάνω στον εγγλέζικο ιμπεριαλισμό. Γι' αυτό αυτό το κομμάτι εκφράστηκε πολιτικά με το Μακάριο ο οποίος κατόρθωσε στηριγμένος στην Κυπριακή εκκλησία και με την υποστήριξη του ΑΚΕΛ- να προωθήσει αυτήν ακριβώς την πολιτική «Ανεξάρτητης», με αγγλικές βάσεις, και «Αδέσμευτης», μέσα στη Ζώνη της Στερλίνας, Κύπρου.

Αντίθετες μ' αυτή την πολιτική βρέθηκαν δυο άλλες αστικές πολιτικές δυνάμεις στην Κύπρο και μέσα σ' αυτές γύρεψε και βρήκε τα ιδιαίτερα στηρίγματά του ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός. Η μια δύναμη είναι η φιλοενωτική και φασιστική ελληνοκυπριακή δεξιά. Η άλλη είναι η τουρκοκυπριακή ηγεσία.

Η φιλοενωτική και φασιστική δεξιά στην Κύπρο (Γριβικοί, Ενωτικό Κόμμα, Εθνικό Μέτωπο, ΕΟΚΑ Β΄, προσπάθησε συνδυάζοντας την εθνικιστική αντιτουρκική δημαγωγία με την αντικομμουνιστική υστερία, να καπηλευτεί τους πόθους που έκφραζε για τον κυπριακό λαό το αίσθημα της «Ένωσης». Προσπάθησε με αυτή την καπηλεία να αναπτύξει ένα φασιστικό κίνημα, απ' τη μια μεριά για να χτυπήσει το λαϊκό κίνημα κι απ' την άλλη για να δυναμώσει την επιρροή του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού σε σχέση με τον εγγλέζικο. Τα σχέδια αυτά δεν είναι βέβαια αποκλειστικότητα των φιλοενωτικών και των φασιστών. Το ενιαίο κόμμα του Κληρίδη προσπάθησε και αυτό, με κοινοβουλευτικούς τρόπους να προωθήσει τον αντικομμουνισμό και το φιλοαμερικανισμό στην Κύπρο. Η ίδια η δημιουργία του Ενιαίου Κόμματος εκφράζει τους φόβους και τις ανησυχίες της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης που πηγάζουν απ' το γεγονός πως είναι δεμένη μ' έναν ιμπεριαλισμό που βρίσκεται σε ολοένα μεγαλύτερη παρακμή, τον αγγλικό, και γι' αυτό αναζητάει στενότερους δεσμούς με το διάδοχο του στην ηγεμονία του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου, τον αμερικάνικο. Έτσι, πολλές απ' τις αμερικάνικες μανούβρες στην Κύπρο, περνούσαν και μέσα απ' το Ενιαίο Κόμμα. Ωστόσο, το κύριο ελληνοκυπριακό στήριγμα των ιδιαίτερων συμφερόντων του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού είναι οι φιλοενωτικοί φασίστες.

Η άλλη πολιτική δύναμη που αντιτάχθηκε στην πολιτική του Μακαρίου είναι η τουρκοκυπριακή ηγεσία.

Ιστορικά, το πρόβλημα των δύο «κοινοτήτων» στην Κύπρο είναι δημιούργημα του εγγλέζικου ιμπεριαλισμού. Όπως και σε τόσες άλλες περιπτώσεις (π.χ. Ιρλανδία) οι Άγγλοι ιμπεριαλιστές καλλιέργησαν έναν ψεύτικο διχασμό που χρησιμεύει μόνο και μόνο για να τους δίνει τη δυνατότητα να επεμβαίνουν και να ισχυροποιούν τις θέσεις τους, με την κάλυψη του «μεσολαβητή», του «ειρηνοποιού» και του «προστάτη». Αυτό δεν σημαίνει πως οι διακρίσεις σε βάρος των Τουρκοκυπρίων δεν είναι πραγματικές. Οι Τουρκοκύπριοι εργάτες κι αγρότες εκτός από την εκμετάλλευση και καταπίεση που υποφέρουν σαν κομμάτι των καταπιεζόμενων τάξεων στην Κύπρο, καταπιέζονται και σαν εθνική μειονότητα. Παράδειγμα αυτής της καταπίεσης είναι οι ληστρικές επιδρομές των «Τουρκοφάγων» του Γρίβα και του Σαμψών ενάντια στους Τουρκοκύπριους. Σημαίνει όμως ότι η προστασία απέναντι σ' αυτές τις διακρίσεις πετυχαίνεται μόνο μέσα από την ενιαία πάλη Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων εργατών κι αγροτών ενάντια στη ρίζα του κακού, την ιμπεριαλιστική καταπίεση κι εκμετάλλευση και τους ντόπιους αστικούς φορείς της.

Την τουρκοκυπριακή ηγεσία -που στους τουρκοκυπριακούς θύλακες είχε επιβάλει έτσι κι αλλιώς τη δικιά της αστυνομοκρατία- δεν την απασχολεί βέβαια η πραγματική προστασία των Τουρκοκυπρίων. Ενθαρρύνθηκε μόνο να δημαγωγήσει πάνω στο πρόβλημα, για να χρησιμοποιήσει την «προστασία» των Τουρκοκυπρίων σαν ένα πολιτικό όπλο για να προωθήσει «λύσεις» καθοδηγούμενες απ' τους ίδιους τους δημιουργούς του προβλήματος. Η καθοδήγηση αυτή, ήταν αρχικά στα χέρια κυρίως των Άγγλων ιμπεριαλιστών, πέρασε σιγά-σιγά στα χέρια των Αμερικάνων. Αυτό συνέβηκε καθώς δυνάμωνε ο ρόλος των Αμερικανόφιλων στρατοκρατών στην Άγκυρα και με τον παραμερισμό του «μετριοπαθή» Κιουτσούκ απ' τον Ντενκτάς. Τελευταία, το δέσιμο της τουρκοκυπριακής ηγεσίας με τη χούντα των Τούρκων στρατηγών είχε φτάσει στο σημείο όπου η δεύτερη συντηρούσε την πρώτη με οικονομική ενίσχυση 12 εκατομμύρια λίρες το χρόνο.

Παράλληλα μ' αυτή την πορεία, στην ελληνική μεριά έχουμε σύσφιξη των παραδοσιακών δεσμών ανάμεσα στη φιλοενωτική δεξιά και την ελληνική κυβέρνηση. Το ανέβασμα της χούντας στην εξουσία στην Αθήνα σήμανε τη μετατροπή αυτών των δεσμών σε μια σταθερή συμμαχία ανάμεσα στη χούντα και τους ελληνοκύπριους φασίστες. Έτσι, οι Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές εξασφάλισαν μια τετράδα πολιτικών δυνάμεων (χούντα-Γριβικοί, Τούρκοι στρατηγοί-Ντενκτάς) που, παρά τον ανταγωνισμό ανάμεσα στα δύο ζεύγη της, προωθούσε τέτοιες αλλαγές στην εξάρτηση της Κύπρου απ' τον ιμπεριαλισμό που να εξασφαλίζουν την αμερικάνικη ηγεμονία (διχοτόμηση ή διπλή ένωση, ΝΑΤΟποίηση).

Απ' αυτή την τετράδα το βασικό ρόλο τον είχε η χούντα της Αθήνας, γιατί διέθετε και το πιο δυνατό όπλο: την επιρροή και διείσδυση της ελληνικής μηχανής μέσα στην κυπριακή σε όλα τα επίπεδα: απ' τον αθλητισμό και την εκπαίδευση μέχρι το αποφασιστικό, την Εθνοφρουρά. Μέσα από τη χούντα περνούσε κυρίως η προσπάθεια των Αμερικάνων να επηρεάζουν τις πολεμικές εξελίξεις στην Κύπρο προς την κατεύθυνσή τους, επιδιώκοντας άλλοτε με πιέσεις και συμβιβασμούς να συσπειρώσουν αρκετές πολιτικές δυνάμεις γύρω απ' τα σχέδιά τους και άλλοτε με δυναμικές ενέργειες να επιβάλουν τη «λύση» τους.

Μέσα σ' αυτή τη σύγκρουση και μπροστά στους αγώνες του λαϊκού κινήματος στην Κύπρο ενάντιά τους, τα χουντικά σχέδια έπαθαν πολλές φορές πισωγυρίσματα. Κάθε αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος ή δολοφονίας του Μακάριου ήταν μια ευκαιρία για αντεπίθεση και ξήλωμα του δολοφονικού μηχανισμού της χούντας και των φασιστών. Όμως ποτέ αυτά τα πισωγυρίσματα δεν μετατράπηκαν σε τελειωτική ήττα. Αντίθετα, με κάθε συμβιβασμό τα χουντικά σχέδια ξανακέρδιζαν είτε το χαμένο έδαφος είτε νέες θέσεις για την προώθησή τους.

Όπως όταν ο Μακάριος παρέδωσε τα όπλα στον ΟΗΕ ή όταν απόλυσε τον Κυπριανού και ανασχημάτισε την Κυβέρνησή του προς τα δεξιά.

Υπεύθυνη για όλα αυτά είναι η ρεφορμιστική πολιτική του ΑΚΕΛ, που πάντοτε συγκράτησε το κίνημα στα πλαίσια υποστήριξης προς το Μακάριο. 

- Ποτέ δεν προσπάθησε να δείξει τα όρια που ο Μακάριος, σαν αστική πολιτική δύναμη δεν μπορούσε να ξεπεράσει, ποτέ δεν πρόβαλε την αναγκαιότητα να αναλάβει την ηγεσία του αγώνα ενάντια στα ιμπεριαλιστικά σχέδια η πρωτοπόρα εργατική τάξη. Ποτέ δεν κατήγγειλε τους συμβιβασμούς που έκανε ο Μακάριος κάτω από την πίεση των Γριβικών και της Χούντας, παρά θριαμβολογούσε γιατί «ο Εθνάρχης απέτρεψε για άλλη μια φορά τον κίνδυνο».

- Ακολουθώντας το Μακάριο που αναγνώριζε την Αθήνα σαν Εθνικό Κέντρο και κατήγγειλε τη Χούντα μόνο στις παραμονές του τελευταίου πραξικοπήματος, το ΑΚΕΛ ποτέ δεν ανάπτυξε ανοιχτή αντιχουντική δράση στην Κύπρο. Για να μη «σε δύσκολη θέση το Μακάριο» δεν έδεσε ποτέ τον αγώνα του κυπριακού λαού με τους αγώνες του κινήματος στην Ελλάδα, παρόλο που ήταν φανερό ότι κάθε νίκη του κινήματος στην Ελλάδα απομάκρυνε τον κίνδυνο του πραξικοπήματος στην Κύπρο και κάθε χουντική αποτυχία στην Κύπρο ήταν κλονισμός της θέσης της χούντας και στην Ελλάδα.

- Αντί να προβάλλει την κοινότητα συμφερόντων των Ελλήνων και Τούρκων εργατών και αγροτών της Κύπρου ενάντια στους ιμπεριαλιστές και τους ντόπιους συνεταίρους τους, το ΑΚΕΛ κράτησε στάση «πατριωτική». Υποτάχθηκε στην εθνικιστική γραμμή περί «τουρκικού κινδύνου», δεν κατήγγειλε τις διακρίσεις σε βάρος των Τουρκοκυπρίων κι άφησε έτσι το δρόμο ανοιχτό στη δημαγωγία της τουρκοκυπριακής ηγεσίας που απαγόρευε στους Τουρκοκύπριους εργάτες κι αγρότες να μπουν σε συνδικάτα εν ονόματι του «ελληνικού κινδύνου». 

Τέλος και σαν φυσική συνέπεια της όλης ρεφορμιστικής κοινοβουλευτικής αντίληψής του για την οργάνωση του κινήματος, το ΑΚΕΛ καλλιέργησε τις αυταπάτες για την απόκρουση των φασιστών με «νόμιμα μέσα». Καθώς μεγάλωνε ο κίνδυνος του πραξικοπήματος, αντί να εξοπλίσει την εργατική τάξη και τους αγρότες και να οργανώσει τους φαντάρους της Εθνοφρουράς για να απομονώσουν τους χουντικούς αξιωματικούς τους, το ΑΚΕΛ υποστήριζε ότι η Εφεδρική Αστυνομία του Μακάριου θα πατάξει τους φασίστες. Ταυτόχρονα, αποκοίμιζε τους αγωνιστές της αριστεράς με παραμύθια περί «επαγρύπνησης και σωτήριας επέμβασης της Σοβιετικής Ένωσης», κλπ.

Έτσι, στην κρίσιμη στιγμή, στις 15 Ιούλη, η χούντα και η ΕΟΚΑ Β΄ βάλθηκαν με μανία να ξεκληρίσουν το λαϊκό κίνημα στην Κύπρο με μαζικές συλλήψεις, ομαδικές εκτελέσεις και δολοφονίες.

Παρ' όλη τη στρατιωτική επιβολή του, όμως, το πραξικόπημα ήταν ασταθές. Αυτό φάνηκε από την έκταση της αντίστασης που συνάντησε κι από τη διάσωση του Μακάριου που σήμανε την άμεση διπλωματική απομόνωση της χούντας της Λευκωσίας. Η αστάθεια αυτή άνοιξε το δρόμο για εκδηλωθούν οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές παρότρυναν την τούρκικη Κυβέρνηση «να μην ανεχτεί το πραξικόπημα». Ήθελαν να αποφύγουν με κάθε τρόπο την περίπτωση, όπου ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός θα επέβαλε τη «λύση» του χωρίς να έχει ανάγκη από τη βοήθειά τους. Ήθελαν να εξασφαλίσουν κι αυτοί μια διαπραγματευτική θέση στο «Κυπριακό πρόβλημα». Διευκόλυναν έτσι τη δεύτερη φάση της ιμπεριαλιστικής επίθεσης στην Κύπρο, την εισβολή του τουρκικού στρατού παρουσιάζοντας την επιβολή των δεινών της ξένης κατοχής σαν μια «δίκαιη ενέργεια για την αποκατάσταση της συνταγματικής ομαλότητας και της δημοκρατίας». Αντίστοιχη στάση κράτησε και η Σοβιετική Ένωση. Αποσιωπώντας το γεγονός ότι η εισβολή των Τούρκων στρατοκρατών όχι μόνο δεν ήταν αντίθετη στο πραξικόπημα, αλλά συνέχιζε και ενέτεινε την ιμπεριαλιστική επίθεση στην Κύπρο, η Σοβιετική Ένωση κράτησε στην αρχή ανεκτική στάση απέναντί της. Ξεσκέπασε μ' αυτό τον τρόπο τους μύθος που καλλιεργούσε το ΑΚΕΛ για τη σοβιετική «συμπαράσταση» και «προστασία».

Η μετατροπή του πραξικοπήματος σε πολεμική περιπέτεια και η λαϊκή αντίδραση στην πολεμική κινητοποίηση της χούντας στην Ελλάδα οδήγησαν, όπως είδαμε στο αποκορύφωμα της κρίσης του χουντικού καθεστώτος και στην υποχώρηση της χούντας. Στην Κύπρο η χουντική υποχώρηση εκφράστηκε με το πέρασμα της Προεδρίας στον Κληρίδη που είναι η πιο κοντινή πολιτική δύναμη προς τους φιλοενωτικούς φασίστες. Η χουντική υποχώρηση, όμως, δεν σήμανε και το τέλος της ιμπεριαλιστικής επίθεσης. Η τουρκική εισβολή και η πολιτική χρεωκοπία της χούντας στην Αθήνα και τη Λευκωσία σήμανε από τη μεριά των Αμερικάνων την υιοθέτηση των Τούρκων στρατηγών σαν κύριο φορέα πλέον των σχεδίων τους. Με αμερικάνικη παρότρυνση η τούρκικη κυβέρνηση τορπίλισε στη Γενεύη τις προσπάθειες του εγγλέζικου ιμπεριαλισμού να γίνει αυτός ο μεσολαβητής και ο ρυθμιστής για το πόσα κέρδη θα έβγαζε ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός από την επίθεση στην Κύπρο. Μολονότι στη Γενεύη οι Άγγλοι ιμπεριαλιστές είχαν μαγειρέψει μια ομοσπονδιακή «λύση» που δυνάμωνε τη θέση όλων των ιμπεριαλιστών στην Κύπρο με ειδικά κέρδη για τους Αμερικάνους, αυτό δεν ήταν αρκετό για την αμερικάνικη επιθετικότητα. Με αμερικανική καθοδήγηση ο τουρκικός στρατός προωθήθηκε στη γραμμή Αττίλα επιβάλλοντας τη διχοτόμηση. Έτσι, οι Αμερικάνοι αφού απέτυχαν στην προσπάθειά τους να βοηθήσουν τους Έλληνες στρατοκράτες να εξασφαλίσουν τον έλεγχο του νησιού, πέτυχαν τελικά τους σκοπούς τους μέσα απ' τους Τούρκους στρατοκράτες και επιδιώκουν τη νομιμοποίησή τους είτε με επίσημη διχοτόμηση είτε με ομοσπονδία.

3. Η κυβέρνηση Καραμανλή

Είδαμε πως η ανοδική αγωνιστική πορεία του κινήματος στην Ελλάδα ξεσκέπασε τα αδιέξοδα της χούντας, όξυνε τις ενδοαστικές διαμάχες, γκρέμισε όλες τις μανούβρες για το ξεπέρασμα της χουντικής κρίσης και ανάγκασε τη χούντα να κρατιέται στην εξουσία μόνο με τη διαρκή κινητοποίηση του δολοφονικού καταπιεστικού μηχανισμού. Είδαμε ακόμα πως η ηρωική αντίσταση του κινήματος στην Κύπρο έφερε την κρίση της χούντας στο κορύφωμά της, όπου μπροστά στη λαϊκή αγανάκτηση για το έγκλημα της χούντας και τις πολεμόχαρες προσπάθειές της, κινδύνευε να καταρρεύσει ολόκληρος ο στρατοκρατικός μηχανισμός, η ραχοκοκαλιά της εξουσίας των ιμπεριαλιστών και του κεφαλαίου στην Ελλάδα.

Όμως παρόλο που η ανάπτυξη του κινήματος έφτασε στο σημείο να βάζει θέμα εξουσίας, δεν έχει φτάσει ακόμα στο σημείο να μπορεί να δώσει τη δικιά του λύση. Γι' αυτό τις πολιτικές νίκες μπορούν ακόμα να τις καπηλεύονται δυνάμεις που έρχονται να αναστηλώσουν την κλονισμένη ιμπεριαλιστική και καπιταλιστική κυριαρχία. Έτσι πρέπει να δούμε και την αλλαγή της 23 Ιούλη. 

Στο συμβιβασμό της χούντας με τους αστούς πολιτικούς πρωτοστάτησε η μερίδα της χούντας που έτσι κι αλλιώς έβλεπε έναν τέτοιο συμβιβασμό σαν την καλύτερη διέξοδο, πρωτοστάτησαν οι «συνταγματικοί» αξιωματικοί. Αντίστοιχα, οι πρώτοι υπουργοί της κυβέρνησης Καραμανλή ήταν οι «γεφυροποιοί». Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε ο συμβιβασμός σημαίνουν ότι η χούντα στο σύνολό της και η καθεμία κλίκα της ξεχωριστά, είναι πολύ εξασθενισμένες και φθαρμένες για να μπορούν να διατηρούν την πολιτική πρωτοβουλία. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τρία χαρακτηριστικά του συμβιβασμού:
  1. Η πρωτοβουλία έχει περάσει στα χέρια του πολιτικού σκέλους του συμβιβασμού, δηλαδή στα χέρια της «ισχυρής και έμπειρης» ομάδας Καραμανλή με τα γνωστά στελέχη της Δεξιάς με την πολύχρονη προϊστορία στην υπηρεσία της μονοπωλιακής αστικής τάξης και των ιμπεριαλιστών.
  2. Το στρατιωτικό σκέλος του συμβιβασμού αναδιοργανώνεται ώστε να περιλαμβάνει τα λιγότερο φθαρμένα στελέχη της «συνταγματικής» χουντικής κλίκας (Ντάβος) και τους έμπιστους του πολιτικού σκέλους (Αρμπούζης).
  3.  Ακριβώς επειδή τα στρατιωτικά της στηρίγματα είναι εξασθενημένα η κυβέρνηση Καραμανλή είναι διευρυμένη για να πετύχει την ευρύτερη δυνατή λαϊκή βάση. Γι' αυτό ο συμβιβασμός, εκτός από τη Δεξιά και την Κεντροδεξιά, περιλαμβάνει και τους «αντιστασιακούς» και φρόντισε να εξασφαλίσει και την υποστήριξη της ρεφορμιστικής αριστεράς.
Έτσι, η κυβέρνηση που βγήκε απ' το συμβιβασμό, η Κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» συσπειρώνει το σύνολο σχεδόν των πολιτικών δυνάμεων της αστικής τάξης (στρατιωτικές φατρίες και πολιτικά κόμματα) γύρω από ένα «σκληρό πυρήνα» που είναι ο στρατιωτικοπολιτικός συνασπισμός της Καραμανλικής Δεξιάς με τους «συνταγματικούς» της χούντας, σε μια κοινή προσπάθεια για το ξεπέρασμα του κλονισμού που έπαθε η κυριαρχία της αστικής τάξης μέσα από την κρίση του χουντικού καθεστώτος.
Πώς συγκεκριμένα προσπαθεί να προωθήσει αυτό το ξεπέρασμα η κυβέρνηση Καραμανλή;
Βραχυπρόθεσμα, θέλει να πετύχει δύο στόχους:
  1. Να ανασυντάξει το στρατό, να αποκαταστήσει την κλονισμένη πειθαρχία, να αναπτερώσει το πεσμένο ηθικό των αξιωματικών, να δημιουργήσει κλίμα εμπιστοσύνης προς τον εαυτό της. Η ανασύνταξη αυτή, που γίνεται κάτω από το πρόσχημα της «Εθνικής Κρίσεως», είναι απαραίτητη για να σταθεροποιηθούν τα στρατιωτικά στηρίγματα της Κυβέρνησης Καραμανλή και να συσπειρώσουν το στρατό γύρω τους και γύρω απ' την Κυβέρνηση. Γι' αυτό η Κυβέρνηση συνεχίζει την επιστράτευση και ανεβάζει τις στρατιωτικές δαπάνες και τους εξοπλισμούς.
  2. Να εμποδίσει το κίνημα απ' το να μετατρέψει την υποχώρηση της χούντας σε δικές του κατακτήσεις. Είτε διατηρώντας όπου μπορεί τους χουντικούς νόμους και μηχανισμούς είτε προσπαθώντας να παραπλανήσει το κίνημα για να μην αξιοποιήσει τα περιθώρια που κέρδισε. Γι' αυτό απ' τη μια διατηρεί το στρατιωτικό νόμο κι απ' την άλλη κάνει συνεχείς εκκλήσεις για υπομονή και σύνεση.
Γενικά, η Κυβέρνηση Καραμανλή άμεσο στόχο έχει να συγκρατήσει το κίνημα, να το εκτονώσει με μια δήθεν «αποχουντοποίηση», που στην πραγματικότητα έχει τελείως αντίθετους σκοπούς: την ενίσχυση του κρατικού μηχανισμού που είχε αρχίσει να μπλοκάρει, καθώς η χούντα παρέπαιε, το ξέπλυμα της χουντικής ρετσινιάς από πάνω του την ανανέωσή του με «αντιστασιακά» και «δημοκρατικά» στελέχη που θα αναστηλώσουν το κύρος των μηχανισμών που έφθειρε η κρίση της χούντας, το δυνάμωμά του ώστε να μπορεί πραγματικά να υπηρετήσει και να βοηθήσει τη μονοπωλιακή αστική τάξη να ξεπεράσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει (οικονομική κρίση, πιέσεις από τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, κλπ).

Μακροπρόθεσμα δεν μπορεί να γίνει λόγος για στόχους της Κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας». Η ενότητα των διαφόρων μερίδων που την αποτελούν είναι κάθε άλλο παρά μακροπρόθεσμη. Ωστόσο, ο συσχετισμός των δυνάμεων ανάμεσά τους είναι τέτοιος, ώστε μπορούμε να πούμε ότι στο βαθμό που η Κυβέρνηση του Συμβιβασμού θα πετυχαίνει τους άμεσους στόχους της, αυτό θα συνεπάγεται την εδραίωση στην εξουσία του σκληρού πυρήνα του στρατιωτικοπολιτικού συνασπισμού Καραμανλή-Ντάβου. Μ' αυτή την έννοια μπορούμε να μιλήσουμε για τέσσερις βασικές μακροχρόνιες προοπτικές της κυβέρνησης:
  1. Προώθηση ενάντια στην εργατική τάξη και τους αγρότες της οικονομικής επίθεσης που έχουν ανάγκη τα μονοπώλια για να ξεπεράσουν την οικονομική κρίση. Ήδη τα πρώτα μέτρα είναι συνέχιση και ένταση της χουντικής πολιτικής σ' αυτό τον τομέα: ψευτοαυξήσεις στα μεροκάματα, αποχαλίνωση των τιμών, μεγαλύτερα δάνεια και περισσότερες περικοπές στις δημόσιες επενδύσεις με τον κ.Πεσμαζόγλου να κατηγορεί τη χούντα ότι δεν εφάρμοζε αρκετά αυστηρά τη «λιτότητα»!
  2. Νομιμοποίηση της πολιτικής παρουσίας του στρατού σαν εγγυητή και ρυθμιστή, σε τελική ανάλυση, πίσω από μια «ισχυρή» κοινοβουλευτική δημοκρατία. Να περάσει δηλαδή με το μαλακό (με το πάνω χέρι στους πολιτικούς) η «ομαλοποίηση» της στρατοκρατίας που δεν κατάφερε να σταθεροποιήσει με το ζόρι (με το πάνω χέρι στους στρατιωτικούς) η χούντα. Η καραμανλική «βαθιά συνταγματική τομή» τύπου '63 -που αποτέλεσε το πρότυπο για το χουντοσύνταγμα του '68- είναι η πραγματική προοπτική που κρύβεται πίσω από τις δημαγωγικές διακηρύξεις για «προοδευτική δημοκρατία».
  3. Πολιτική ενεργοποίηση των αστικών μεσοστρωμάτων μέσα από τα αστικά κόμματα. Χαλάρωση ως ένα βαθμό της οικονομικής πίεσης των μονοπωλίων πάνω σε ορισμένα απ' αυτά τα στρώματα ώστε να ενισχύσουν πολιτικά την εξουσία της μονοπωλιακής αστικής τάξης στη σύγκρουσή της με το μαζικό κίνημα.
  4.  Αναδιάρθρωση του τρόπου ένταξης της Ελλάδας στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, δηλαδή:
  • Επανασύνδεση και επιτάχυνση της ένταξης της Ελλάδας στην Κοινή Αγορά.
  • Ευθυγράμμιση της ελληνικής στάσης στο ΝΑΤΟ με την πολιτική των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών.
Η υποχώρηση της χούντας και ο συμβιβασμός με τον αστικό πολιτικό κόσμο έχει ενισχύσει τις δυνατότητες των ευρωπαϊκών ιμπεριαλισμών να προωθούν τις θέσεις τους στην Ελλάδα. Έτσι, την εξαγγελία αποχώρησης της Ελλάδας απ' τη στρατιωτική οργάνωση του ΝΑΤΟ πρέπει να τη δούμε σαν ενέργεια με διπλό χαρακτήρα. Απ' τη μια μεριά σαν δημαγωγική μανούβρα για την εκτόνωση του αντιαμερικανικού αισθήματος. Κι απ' την άλλη, σαν ενέργεια που εκφράζει τη μετατόπιση του ενδοϊμπεριαλιστικού συσχετισμού δυνάμεων στην Ελλάδα προς τη μεριά των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών. 

Απ' αυτή τη δεύτερη πλευρά προσδιορίζονται και τα όρια αυτής της ενέργειας, δεν είναι ρήξη με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, γιατί ούτε οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές, πάνω στους οποίους στηρίζεται η «έξοδος» από το ΝΑΤΟ, βρίσκονται σε ρήξη μαζί του. Οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί δεν φτάνουν ως το σημείο να διασπάσουν την ενότητα του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου.

Τέλος, οι αντιλαϊκές προοπτικές της Κυβέρνησης Καραμανλή ολοκληρώνονται με τα σχέδια για την Κύπρο. Παρ' όλη τη σχετική δημαγωγία, οι κυβερνήσεις Καραμανλή και Κληρίδη δουλεύουν προς την κατεύθυνση μιας Κύπρου τόσο «Ενιαίας», «Ανεξάρτητης» και «Δημοκρατικής» όσο θα τη μαγειρεύουν τα ενδοϊμπεριαλιστικά παζάρια. Η κυβέρνηση Κληρίδη, με την ενεργό υποστήριξη της κυβέρνησης Καραμανλή μέσω της Εθνοφρουράς, αφήνει τους φασίστες της ΕΟΚΑ Β΄ να συνεχίζουν την τρομοκρατική δράση τους. Ταυτόχρονα, προσπαθεί να συσπειρώσει όλες τις αστικές πολιτικές δυνάμεις γύρω της και να πείσει τον κυπριακό λαό να εμπιστευτεί τις τύχες του στη «διπλωματική διαμάχη». Έτσι ελπίζει ότι θα μπορέσει, αφενός με την τρομοκρατία αφετέρου με την παραπλάνηση, να κάνει αποδεκτή τη «λύση» που θα αποσπάσει στο «διπλωματικό πεδίο», δηλαδή το ομοσπονδιακό κάλυμμα της διχοτόμησης πάνω στο οποίο θα συμφωνήσουν οι ιμπεριαλιστές. Οι προσπάθειες αυτές ενισχύονται από το γεγονός ότι ο Μακάριος, παρ' όλες τις καταγγελίες κατά της χούντας και της ΕΟΚΑ Β΄, υποστηρίζει και την Κυβέρνηση Καραμανλή και τον Κληρίδη.

Σχόλια