Η "κρίση" στο Ευρωπαϊκό καθεστώς συνόρων: Για μια μαρξιστική θεωρία των συνόρων

The “crisis” of the European border regime: Towards a Marxist theory of borders,   

International Socialism Journal, Issue: 150, Nicholas De Genova



Από τότε που ο Μαρξ και ο Ένγκελς διακήρυξαν στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο ότι οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα, μια από τις στοιχειώδεις και καθοριστικές προϋποθέσεις της μαρξιστικής πολιτικής είναι ότι είμαστε διεθνιστές. Δεν υπήρξε ποτέ πιο ξεκάθαρη απόδειξη ότι ο Σταλινισμός  συνιστά ριζική προδοσία του μαρξισμού από την ύπουλη και ιδιοτελή πρόταση ότι ήταν δυνατή η οικοδόμηση του "σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα". Πραγματικά, η προβολή της λέξης διεθνής στο όνομα αυτού του περιοδικού έχει στόχο να επιβεβαιώσει την αφοσίωσή του σε μια συγκεκριμένη Μαρξιστική σοσιαλιστική πολιτική, καθώς επίσης και να διαχωρίσει με εμφατικό τρόπο τον εαυτό του από την αισχρή αντεπαναστατική κληρονομιά του σταλινισμού. Είναι κατατοπιστικό να έχει κανείς αυτή τη θεμελιώδη προοπτική κάθε Μαρξιστικής πολιτικής σαν αφετηρία κάθε Μαρξικής σκέψης πάνω σε ζητήματα όπως η μετανάστευση και τα σύνορα. Σε τελική ανάλυση έχουμε να παλέψουμε με ένα σπουδαίο και βαρυσήμαντο παράδοξο: οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα κι όμως ζούμε σ' έναν κόσμο που υποτίθεται ότι χωρίζεται σε ξεχωριστές και διακριτές "χώρες", έναν κόσμο διαχωρισμένο σε "εθνικά" κράτη.

Μία Μαρξιστική πολιτική του διεθνισμού θα πρέπει απαραιτήτως να προσφέρει μια αυστηρή κριτική του εθνικισμού, αλλά δεν μπορεί να υπάρξει επαρκής κριτική του εθνικισμού χωρίς θεωρία του κράτους, ειδικά από τη στιγμή που "το" κράτος παντού αναφέρεται σε μία πολλαπλότητα ξεχωριστών και διακριτών κρατών, που συνήθως αυτοπροσδιορίζονται με ιδιαίτερη έμφαση ως "εθνικά". Με δεδομένο το σχηματισμό της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, πρέπει να εξηγήσουμε γιατί αντί για ένα παγκόσμιο κράτος έχουμε μια μεγάλη εξάπλωση των εδαφικά προσδιορισμένων και οριοθετημένων (εθνών) κρατών. Άρα, η κατανόηση της ίδιας της διαδικασίας κατά την οποία ένα κράτος οριοθετείται έτσι χωρικά -η κατανόηση, με άλλα λόγια, του πώς ένα κράτος φτάνει να προσδιορίζεται από σύνορα- πρέπει να είναι ένα κεντρικό ζήτημα στην εξήγηση της σχέσης ανάμεσα στο χωρικά προσδιορισμένο ("εθνικό") κράτος και το παγκόσμιο κεφάλαιο. Επιπλέον, αν οι εργάτες ως τάξη σε παγκόσμια κλίμακα δεν έχουν πατρίδα, ασφαλώς δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα με σάρκα και οστά από τους μετανάστες εργάτες που διασχίζουν τα εθνικά σύνορα. Κοντολογίς, η διεθνής μετανάστευση είναι πάντα αδιαχώριστη από την παγκόσμια κινητικότητα της εργατικής δύναμης και κάθε ουσιαστικός σοσιαλιστικός διεθνισμός πρέπει να ξεκινάει απ' αυτό το γεγονός. Απ' αυτή την άποψη, θεωρητικά μιλώντας, κυριολεκτικά δεν υπάρχει κανένας βιώσιμος σοσιαλιστικός διεθνισμός που να μην παίρνει τη μεταναστευτική εργασία σαν κορυφαίο αντικείμενο κάθε ριζοσπαστικής εργατικής ταξικής πολιτικής. 

Σ' αυτό το άρθρο θα ξεκινήσω αναλύοντας τα πολιορκημένα σώματα των μεταναστευτικών και προσφυγικών μετακινήσεων εντός και κατά πλάτος της Ευρώπης, και ως εκ τούτου θα εξετάσω επίσης το αμφιλεγόμενο σχήμα των συνόρων αυτού του ασαφούς και άμορφου τόπου που αποκαλείται "Ευρώπη". Πρέπει να ξεκινήσουμε διερευνώντας αυτό που ποικιλοτρόπως αποκαλείται "μεταναστευτική κρίση" ή "προσφυγική κρίση", που σηματοδοτεί από την άλλη μια "κρίση" των Ευρωπαϊκών συνόρων. Πέρα από την εξέταση των πολλαπλών διενέξεων περί "κρίσης", όμως, θέλω επίσης να προβληματιστώ πάνω στην ίδια την εικόνα της "Ευρώπης". Τέλος, θέλω να προτείνω το περίγραμμα ενός τρόπου θεωρητικοποίησης αυτής της φαινομενικής "κρίσης" του ευρωπαϊκού συνοριακού καθεστώτος αναστοχαζόμενος πιο γενικά πάνω στη μετανάστευση και τα σύνορα. Δεν έχω την πρόθεση απλά να παρέχω μία ιστορική διακειμενοποίηση της πολιτικής οικονομίας και της γεωπολιτικής που θα μπορούσε να αφορά μία καλύτερη κατανόηση του το σημαίνει η παρούσα κατάσταση. Αλλά μάλλον, θέλω να αναπτύξω κάποια θεωρητικά εργαλεία προσέγγισης αυτών των βασικών αναλυτικών κατηγοριών -μετανάστευσης, συνόρων, και ούτω καθεξής. Για να διατηρηθούμε σε μία γνήσια Μαρξιστική κριτική θα είναι απαραίτητο να αρνηθούμε να πάρουμε σαν δεδομένες τις ίδιες αυτές εννοιολογικές κατηγορίες που οργανώνουν αυτό τον κυρίαρχο λόγο της φερόμενης ως "κρίσης" του Ευρωπαϊκού συνοριακού καθεστώτος.


Ο πολλαπλασιασμός της κρίσης

Όταν ένα πλοίο που μετέφερε 850 μετανάστες και πρόσφυγες ανατράπηκε στις 19 του Απρίλη του 2015, όλοι εκτός 28 επιβατών βρήκαν το θάνατο στο χειρότερο καθώς φαίνεται ναυάγιο κατά τη διέλευση συνόρων στη Μεσόγειο Θάλασσα που έχει καταγραφεί. Και μόνο αυτό το γεγονός άνοιξε διά μιας την προοπτική ότι το 2015 θα κέρδιζε την αμφίβολη διάκριση της πιο θανατηφόρας χρονιάς μέχρι σήμερα για τους επίδοξους "αιτούντες άσυλο" που αψηφούν τα σύνορα της Ευρώπης. Στη συνέχεια, αμέτρητες αναποδογυρισμένες "βάρκες μεταναστών" και περιστατικά μαζικών θανάτων μετέτρεψαν τη ζοφερή πιθανότητα σε φρικτή αλήθεια. Αυτές οι απώλειες στη θάλασσα έχουν αναμφισβήτητα μετατρέψει τα θαλάσσια σύνορα της Ευρώπης σ' ένα μακάβριο θανατερό τοπίο. Ύστερα, στις 2 Σεπτέμβρη του 2015, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καθώς και τα δελτία ειδήσεων των ΜΜΕ στοιχειώθηκαν για λίγο από φωτογραφίες του πτώματος ενός πνιγμένου παιδιού από τη Συρία, γρήγορα αναγνωρίστηκε ως ο Αϊλάν Κουρντί, που είχε ξεβραστεί στις ακτές της Τουρκίας μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια να φτάσει στο ελληνικό νησί της Κω, που άφησε τουλάχιστον 12 νεκρούς. Απότομα, η αποχαυνωτική και αρκετά κυνική ρητορική της "μεταναστευτικής κρίσης" άρχισε να υποχωρεί προς όφελος των εκκλήσεων για συμπόνια μπροστά στην τραγωδία, που συνοδεύονταν από μια αναζωογονημένη (παρότι εφήμερη) γλώσσα της "προσφυγικής κρίσης".

Η υποτιθέμενη "κρίση" γύρω από τη μαζική εισροή προσφύγων και μεταναστών στην Ευρώπη -και το θέαμα των συνόρων που αυτή γεννά- δεν εκτέθηκε πουθενά πιο υπέρμετρα απ' ότι στη Μεσόγειο Θάλασσα. Πράγματι, αρκετά χρόνια τώρα, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), έχει μετατρέψει τη Μεσόγειο σε μαζικό τάφο. Η μοναδικότητα ή η κοσμοϊστορικότητα του ναυαγίου της 19 του Απρίλη ήταν στην πραγματικότητα μόνο φαινομενική, όμως, καθώς αποτέλεσε το πιο αποκρουστικό και το πιο διαφημισμένο περιστατικό σε μια μακρά κι αδυσώπητη λίστα παρόμοιων επεισοδίων που έχουν κάνει εντελώς συνηθισμένες αυτές τις συμφορές των ανθρώπων, και που συνεχίστηκαν κατά τη διάρκεια των επόμενων μηνών. Πριν από το ρεκόρ θανάτων του 2015, δεκάδες χιλιάδες (συνήθως ανώνυμοι) πρόσφυγες, μετανάστες και τα παιδιά τους βρήκαν τρομακτικό, αφύσικο, πρόωρο θάνατο από ναυάγια και πνιγμούς, συχνά μετά από παρατεταμένες δοκιμασίες πείνας, δίψας, την έκθεση και την εγκατάλειψη στην ανοικτή θάλασσα. Τα πιθανά  ναυάγια μεταναστών έχουν ίσως μετριαστεί κατά διαστήματα (και με τρόπο απροσδόκητο) κατά τη διάρκεια της μίας ή της άλλης περιόδου αυξημένων επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης από τις διάφορες αρχές αστυνόμευσης των συνόρων της Ευρώπης. Αλλά είναι εξίσου πιθανό ότι αμέτρητα δυνητικά περιστατικά μαζικών θανάτων μεταναστών και προσφύγων στη θάλασσα αποτράπηκαν απλά χάρη στην ευελιξία των μεταναστευτικών και προσφυγικών κινημάτων που αναζήτησαν εναλλακτικές χερσαίες οδούς, την επομένη τέτοιων ανθρώπινων τραγωδιών. Γι' αυτό, μετά το ναυάγιο του Απριλίου, παρόλο που συνεχίστηκαν τα μεγέθη-ρεκόρ μετανάστευσης μέσω της κεντρικής Μεσογείου επί μήνες, υπήρχε επίσης μια αυξημένη ένδειξη μαζικού αναπροσανατολισμού του μεταναστευτικού κινήματος σε χερσαίους διαδρόμους μέσα από τα Βαλκάνια.

Βέβαια, η επιλογή της παράνομης μετακίνησης από χερσαίους διαδρόμους είναι εξίσου επικίνδυνη: η πείνα,  η δίψα, η έκθεση στο κρύο, η εγκατάλειψη και οι σχετικοί θανατηφόροι κίνδυνοι δεν είναι ταλαιπωρίες αποκλειστικά των θαλάσσιων διαδρομών. Στις 27 Αυγούστου του 2015 η αυστριακή αστυνομία ανακάλυψε ένα εγκαταλελειμμένο φορτηγό κρεάτων στην εθνική οδό στο Νίκελσντορφ κοντά στα σύνορα με την Ουγγαρία στο οποίο βρέθηκαν 71 πτώματα (κυρίως Σύριων και Ιρακινών) μεταναστών και προσφύγων να αποσυντίθενται σε σφραγισμένο χώρο κατάψυξης. Εκατοντάδες αν όχι χιλιάδες μετανάστες έχουν πεθάνει από ασφυξία ύστερα από παρατεταμένη παραμονή σε υπερσυνωστισμένα μέσα, φορτηγά ή τρένα σε σφραγισμένα μη αεριζόμενα κοντέινερ πλοίων και άλλα μέσα λαθραίας (παρανομοποιημένης) μεταφοράς διά ξηράς. Άλλοι γνωρίσαν το τέλος τους απλά καθώς κρέμονταν επικίνδυνα από το κάτω μέρος τρένων και φορτηγών. Επίσης, οι μετανάστες πρέπει μερικές φορές να βρουν το δρόμο τους μέσα από τη δολοφονική βία των Eυρωπαϊκών συνοριακών αρχών καθώς και των “μη-Eυρωπαϊκών” ομολόγων τους, στους οποίους πολλές φορές ανατίθεται η πιο βίαιη και επιθετική συνοριακή πολιτική φύλαξης, και άλλων Ευρωπαϊκών αστυνομικών δυνάμεων που είναι τακτικά επιφορτισμένες με την καθημερινή δουλειά της επίβλεψης της επισφάλειας των μεταναστών. Πράγματι, μια άλλη μορφή συνοριακής απώλειας προκύπτει από την ελλιπή πρόσβαση σε κρίσιμη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κατά τη διάρκεια παρατεταμένων περιόδων μεταναστευτικής μετακίνησης, ή από την ανάλγητη αδιαφορία για τις ιατροφαρμακευτικές ανάγκες των προσφύγων και των μεταναστών κατά τη διάρκεια της κράτησης ή της απέλασης. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να σκεφτούν και τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές αστυνομικές δυνάμεις που συνήθως εμπλέκονται στην εντατικοποίηση της επισφάλειας της ζωή των μεταναστών. Όντως ένα άλλο είδος συνόρων εμφανίζεται κατά τις παρατεταμένες μεταναστευτικές κινήσεις λόγω μη-πρόσβασης σε κρίσιμες δομές υγείας  ή την εμφανή αδιαφορία για τις ανάγκες σε φάρμακα και περίθαλψη των μεταναστών κατά τη διάρκεια επαναπροωθήσεων ή της κράτησης τους. Επίσης, κάθε εξέταση της διάχυτης βίας αυτών των διευρυμένων συνόρων δεν πρέπει να παραβλέπει τις λιγότερο συστηματικές αλλά όχι λιγότερο συστημικές σωματικές επιθέσεις ακροδεξιών αντιμεταναστευτικών ρατσιστών.

Παρά τους συγκεκριμένους χώρους και τρόπους συγκρότησης των συνόρων, οι ζωές των μεταναστών και των προσφύγων έχουν χωρίς έλεος θυσιαστεί — συνήθως με ανάλγητη αδιαφορία, ενίοτε με φαρισαϊκή υποκρισία — στα συμφέροντα της εγκαθίδρυσης μιας "νέας" Ευρώπης περικυκλωμένης από όλο και πιο στρατιωτικοποιημένα και φυλασσόμενα σύνορα. Γι' αυτό, μετά τις περιγραφές του ναυαγίου της 19 Απρίλη, όπως έχει συμβεί κατ' ‘επανάληψη τόσες πολλές φορές πριν και έκτοτε, οι ευρωπαϊκές αρχές αμέσως εκτόξευσαν έναν πολιτικό παροξυσμό για να ξαναντύσουν αυτή την "τραγωδία επικών διαστάσεων". Προβλέψιμα, όμως, και παρά τις υποχρεωτικές διακηρύξεις περί υψηλών ανθρωπιστικών ιδανικών, η ακόλουθη συζήτηση ήταν παθολογικά εστιασμένη  στην "παράνομη" μετανάστευση και τις "εγκληματικές" επιδρομές των "λαθρεμπόρων" και των "διακινητών" ως προσχήματα για την ανανέωση και επέκταση της τακτικής της στρατιωτικοποιημένης αποτροπής των μεταναστών, συμπεριλαμβανομένων των προτάσεων για βομβαρδισμό των ακτών της Λιβύης απ' όπου αναχωρούν πολλοί απ' αυτούς που διασχίζουν τα θαλάσσια σύνορα, ή ακόμα και για την ανάπτυξη χερσαίων δυνάμεων. Μ' ένα κυρίαρχο λόγο που στρατηγικά παρομοίαζε τη μετανάστευση μέσω της Μεσογείου (που τώρα πλέον εξισώνεται με την "εμπορία ανθρώπων") με τη δουλεία, η επίκληση της τραγωδίας κυνικά επιστρατεύεται για να παρέχει την αφορμή για την οχύρωση των διαφόρων μορφών αστυνόμευσης των συνόρων. Αυτό και μόνο έφτανε για την επιδείνωση των υλικών και πρακτικών προϋποθέσεων και την ενίσχυση της πιθανότητας κλιμάκωσης των θανάτων μεταναστών, συνεισφέροντας αναπόφευκτα στην ανακατεύθυνση της παρανομοποιημένης ανθρώπινης κινητικότητας σε όλο και πιο επικίνδυνα μονοπάτια και τρόπους περάσματος. Αν το "λαθρεμπόριο" μεταναστών είναι να παρομοιαστεί πραγματικά με το δουλεμπόριο, είναι ακριβώς οι Ευρωπαϊκές αρχές που έχουν την εξουσία πλήρως (και περισσότερο ή λιγότερο άμεσα) για να το εξαλείψουν – αντιστρέφοντας την ίδια την επιβολή της συνθήκης των συνόρων που το καθιστά απόλυτη αναγκαιότητα. 

Κομμάτι του επίσημου διαλόγου στρέφεται στο ζήτημα των διαφόρων συνταγών ενός είδους στρατιωτικού ανθρωπισμού, διά των οποίων οι Ευρωπαϊκές αρχές θα μπορούσαν να αναλάβουν διευρυμένες αρμοδιότητες για τη "διάσωση" των λεγόμενων "βαρκών των μεταναστών" που βρίσκονται σε κίνδυνο στα ανοιχτά των θαλασσών. Παρ' όλα αυτά, κάθε φαινομενική διάσωση έρχεται να επισκιαστεί για όσους διασχίζουν σύνορα παρανομοποιημένα από την αμφιλεγόμενη προοπτική της απαγόρευσης, σύλληψης και κράτησης επ’ αόριστον, με την απέλαση ως σταθερό ορίζοντα. Πράγματι, ο κοινός τόπος χρήσης του όρου "αιτών άσυλο" υπονοεί εγγενώς ένα φάντασμα του δήθεν "ψεύτικου" πρόσφυγα που αναζητά αδικαιολόγητες παροχές ή του "ανάξιου" μετανάστη που καιροσκοπικά ζητά άσυλο. Πράγματι, οι άνθρωποι που διασχίζουν τα κρατικά σύνορα δεν θεωρούνται στην πραγματικότητα ότι είναι οι γνήσιοι φορείς κάποιου τεκμηριωμένου (και υποτίθεται καθολικού) "ανθρώπινου δικαιώματος" σε άσυλο, αλλά μάλλον είναι πάντα κάτω από την υποψία της κατηγορίας για απάτη και κομπίνα, που παράγονται άμεσα ως εγγενή παρελκόμενα των διάφορων μορφών της θεσμοθετημένης διεθνούς προστασίας. Παρόμοια, η τεκμαρτή και διεισδυτική απεικόνιση των προσφύγων, ως (απλών) "μεταναστών" ήταν ο ρητορικός ελιγμός στο θέαμα της συνοριακής "κρίσης" στην Ευρώπη. Μικρή έκπληξη, λοιπόν, προκαλεί το γεγονός ότι οι φειδωλές χειρονομίες εκπρόθεσμης μεγαλοψυχίας απέναντι σε όσους μπορεί τελικά να τους χορηγηθεί το καθεστώς του καλόπιστου "πρόσφυγα" έρχονται σε συνδυασμό με την προοπτική της ταχείας απέλασης για εκείνους που μπορεί τελικά να θεωρηθούν μόνο «μετανάστες» από τις ευρωπαϊκές αρχές – παρανομοποιημένοι και προφανώς ανεπιθύμητοι και απελάσιμοι.

Η κάλυψη του γεγονότος από τα ΜΜΕ αμφιταλαντεύεται εξαιρετικά ανάμεσα στην απεικόνιση μιας "Ευρωπαϊκής προσφυγικής κρίσης” και την ταμπέλα "μεταναστευτική κρίση" (ενός σιωπηρά παραπλανητικού όρου στο βαθμό που δημιουργεί μια αμφιβολία για τη "εγκυρότητα" των μεταναστών αιτούντων για άσυλο). Η αμφιθυμία και οι αοριστολογίες γύρω από τους ίδιους τους τίτλους με τους οποίους οι διάφορες μορφές ανθρώπινης κινητικότητας υποτίθεται ότι αναγνωρίζονται, είναι αποκαλυπτικά σημάδια των ασαφειών και αντιφάσεων που βασανίζουν αυτές τις ορολογικές κατηγορίες ως κυβερνητικά τεχνάσματα. Το αμφιλεγόμενο ζήτημα του καταλληλότερου χαρακτηρισμού των ανθρώπων που κινούνται μεταξύ των συνόρων των εθνών-κρατών, συνήθως αναβάλλεται για την τελική απόφαση από τη μεριά των "κατάλληλων" κυβερνητικών αρχών, των τάχα "ειδικών" που επιχειρούν να διαχειριστούν το συνοριακό καθεστώς της Ευρώπης ταξινομώντας και κατατάσσοντας διακριτές κατηγορίες μετακινούμενων ανθρώπων — σε αυτή την περίπτωση αξιολογώντας αιτήματα ασύλου και αποφασίζοντας κατά περίπτωση για το ποιος μπορεί να πληροί τις προϋποθέσεις του "νόμιμου" και "αξιόπιστου" πρόσφυγα. Συνεπώς, μέχρι αυτή τη μέρα της κρίσης, όλοι οι πρόσφυγες τείνουν να υποβιβάζονται στην υποτιθέμενη κατάσταση του απλού μετανάστη. Και πάλι, μας υπενθυμίζεται ότι ο ίδιος ο όρος "αιτών άσυλο" θεμελιώνεται πάνω στη βασική υποψία ότι όλοι οι άνθρωποι που υποβάλλουν αιτήματα ασύλου εντός του Ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου που έχει τακτικά και συστηματικά αποκλείσει και απορρίψει τη μεγάλη πλειοψηφία των αιτούντων, και με αυτόν τον τρόπο επικυρώνει εκ νέου τις διαδικασίες με τις οποίες οι μετακινήσεις τους έχουν καταστεί παράνομες.

Η συνεχιζόμενη "κρίση" των Ευρωπαϊκών συνόρων, επομένως, αντιστοιχεί πάνω απ' όλα, σε μία διαρκή γνωσιολογική αστάθεια στο πλαίσιο της διαχείρισης της διεθνικής ανθρώπινης κινητικότητας, που η ίδια βασίζεται στην άσκηση μιας εξουσίας που ταξινόμησης, ονοματοδοσίας και διαχωρισμού "μεταναστών/προσφύγων", αλλά και στο γενικότερο πολλαπλασιασμό  των λεπτών διαφορών και αντιφάσεων μεταξύ των κατηγοριών που συστηματοποιούν την κινητικότητα. Πράγματι, μια τέτοια εξάπλωση αναδύεται σαν αναπόφευκτη συνέπεια των πολυποίκιλων αιτιών και πολύπλοκων αντιξοοτήτων που κινητοποιούν ή εξαναγκάζουν τους ανθρώπους να διασχίσουν τα κρατικά σύνορα, ή εναλλακτικά βρίσκονται ακινητοποιημένοι καθ’ οδόν, προσωρινά αλλά επ' αόριστον κολλημένοι σε κάποιο σημείο της διαδρομής τους στα αποδημητικά τους δρομολόγια. Οι πρόσφυγες δεν παύουν ποτέ να έχουν φιλοδοξίες. Ενάντια στην κυρίαρχη τάση να παρουσιάζονται σαν απλά "θύματα" (και άρα σαν παθητικά αντικείμενα της συμπόνιας, του οίκτου ή της προστασίας των άλλων), παραμένουν υποκείμενα που κάνουν λίγο-πολύ μετρημένες στρατηγικές και τακτικές επιλογές για το πως θα επαναδιευθετήσουν τις ζωές τους και θα προωθήσουν τα σχέδια τους παρά την αποστέρηση και τον εκτοπισμό που συνεπάγεται προσφυγική τους κατάσταση. Με άλλα λόγια, σ' αυτά τα πολύ βασικά, όλοι οι πρόσφυγες μοιάζουν με "μετανάστες". Και αντίστοιχα, οι μετανάστες είναι συχνά "κυνηγημένοι" (ή "κατατρεγμένοι") από διάφορες πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις, που έφτασαν να θεωρούν αφόρητες, κι έτσι ενεργητικά “απέδρασαν”, ή εγκατέλειψαν μορφές καθημερινής αποστέρησης, διώξεων ή (δομικής) βίας που δεν μπορεί να μην έχουν λιγότερο καταστροφικές συνέπειες στην καθημερινή τους ζωή. Γι' αυτό, η μετανάστευση μπορεί συχνά ένας τρόπος διαφυγής από κοινωνικές καταστάσεις που αμαυρώνονται απ' όλες τις ταπεινώσεις της φτώχειας και τις καθημερινές αλλά καθόλου ευκαταφρόνητες αδικίες των τοπικών ιεραρχιών. Είναι εμφανές λοιπόν ότι και οι μετανάστες μοιάζουν με "πρόσφυγες". Άρα, οι ετικέτες "μετανάστης" και "πρόσφυγας" συνήθως παραμένουν σε μια διαρκή κατάσταση φόρτισης και αμφισημίας, και μπορούν να ξεχωριστούν σε καθαρές και συμμαζεμένες διακρίσεις μόνο μέσα από άγαρμπες  λίγο-πολύ κυβερνητικές παρεμβάσεις.

Μπροστά στην επακόλουθη εξάπλωση του εναλλασσόμενου και φαινομενικά εναλλάξιμου λόγου περί "μεταναστευτικής" και "προσφυγικής κρίσης", η βασική ερώτηση που πρέπει να θέσουμε, ξανά και ξανά, είναι: Τίνος κρίση; Η περιγραφή της κατάστασης σαν “κρίση” φαίνεται να είναι ακριβώς ένας μηχανισμός νομιμοποίησης των μέτρων εξαίρεσης ή "έκτακτης ανάγκης" των κυβερνήσεων που σκοπεύουν στην αναβάθμιση και επέκταση των πολιτικών ενίσχυσης των συνόρων και επιτήρησης της μετανάστευσης. Το θέαμα της Ευρωπαϊκής "μεταναστευτικής κρίσης" εξισώνεται συνεπώς σε μεγάλο βαθμό με μια κρίση ελέγχου των υποτιθέμενων συνόρων της Ευρώπης. Ένα τέτοιο Ευρωπαϊκό σύνορο, που διαμορφώθηκε στο λιμάνι του Καλάι στη Γαλλία κοντά στην είσοδο της Σήραγγας της Μάγχης που συνδέει την Αγγλία με την ηπειρωτική Ευρώπη, εδώ και καιρό είναι ένας τόπος όπου οι μετανάστες προσπαθούν να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους στο διάστημα λίγο-πολύ παρατεταμένων περιόδων επιβράδυνσης σε αυτοσχέδιους καταυλισμούς της περιβόητης "Ζούγκλας". Μετά τις μαχητικές απεργιακές κινητοποιήσεις των Γάλλων λιμενεργατών και ναυτεργατών, μερικές χιλιάδες μετανάστες και πρόσφυγες πλημμύρισαν τις μπάρες του Ευρωτούνελ κατά το τέλος του Ιουλίου του 2015 σε μια προσπάθεια να επιβιβαστούν σε φορτηγά και τρένα που κατευθύνονταν προς την Αγγλία, ενέργεια που προκάλεσε μαζικές καθυστερήσεις και προβλήματα στην κίνηση των οχημάτων. Οι Γαλλικές αρχές παρέταξαν αστυνομικές δυνάμεις για την καταστολή πορειών και οι Βρετανικές έχτισαν έναν καινούριο φράχτη από αγκυλωτό σύρμα. Αντιμέτωπος με την “κρίση του Καλάι” ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον αντέδρασε με υποσχέσεις για απελάσεις και εκκλήσεις εγρήγορσης για πιο σκληρή αστυνόμευση των συνόρων για να αναχαιτιστεί η εισροή του "σμήνους" των μεταναστών, συνοδευόμενα όλα αυτά από μια "βαβούρα" του βρετανικού τύπου ώστε οι αρχές "να στείλουν στρατό”.

Παραδόξως, από τον Αύγουστο, Σεπτέμβρη και τον Οκτώβρη του 2015, κυριολεκτικά από βδομάδα σε βδομάδα ακόμα κι από μέρα σε μέρα το υποτιθέμενο "μέτωπο" της διαμάχης για τα Ευρωπαϊκά σύνορα επανειλημμένα μετακινήθηκε από τη μία χώρα στην άλλη, πολλές φορές όλο και μακρύτερα από οποιοδήποτε μέχρι τώρα νοούμενο όριο της πιο μακρινής περιφέρειας της Ευρώπης, σε μια δραματική διαλεκτική αμφισβήτησης και διεκδίκησης μεταξύ των διάφορων μεταναστευτικών και προσφυγικών αυτονομιών και μιας ασυνάρτητης ποικιλίας τακτικών επιτήρησης συνόρων. Αυτά τα υποτιθέμενα δράματα του "μετώπου" των συνόρων της Ευρώπης είχαν σαφώς μετακινηθεί προς τα μέσα, από τις ακτές της Ιταλίας, της Μάλτας και της Ελλάδας (ή τα χερσαία σύνορα της Ελλάδας και της Βουλγαρίας με την Τουρκία), στη Μακεδονία, τη Σερβία και την Ουγγαρία και πιο πέρα ακόμα στην Αυστρία και τη Γερμανία, και μετά απωθήθηκαν πάλι πίσω στην Κροατία και τη Σλοβενία. Απ' το Νοέμβρη, η Γερμανία, η Αυστρία, η Τσεχία, η Σλοβακία, η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Γαλλία, η Ιταλία η Ισπανία και η Σουηδία, είχαν όλες άρχισει να επανεισάγουν προσωρινούς συνοριακούς ελέγχους. Οι διακηρύξεις ότι η συμφωνία του Σένγκεν ήταν ουσιαστικά "νεκρή" έγιναν κοινός τόπος.

Τότε, το φρικιαστικό θέαμα της "τρομοκρατίας" στο Παρίσι στις 13 Νοέμβρη του 2015 αποτέλεσε το καταλυτικό γεγονός για την ταχυδαχτυλουργική εμφάνιση του πολυφορεμένου φαντάσματος του "Μουσουλμανικού εξτρεμισμού". Διακοσμημένο με ένα (πλαστό) συριακό διαβατήριο, βολικά τοποθετημένο στη τοποθεσία μιας από τις βομβιστικές επιθέσεις, το τρομακτικό λουτρό αίματος στην καρδία της εκλεπτυσμένης Ευρώπης, γρήγορα επιστρατεύτηκε για να υποστηρίξει το επιχείρημα ότι το φαινομενικά ανεξέλεγκτο κύμα προσφύγων αποτελούσε κατά κάποιο τρόπο προκάλυμμα μιας ειδεχθούς ενέδρας των τάχα μου "εχθρών" του ίδιου του "πολιτισμού", και συνεπώς η "προσφυγική" (ή "μεταναστευτική") "κρίση" αληθινά αντιπροσώπευε, σε τελική ανάλυση, μια απειλή για την "ασφάλεια". Αμέσως μετά τα γεγονότα του Παρισιού, μέσα σε λίγες ώρες -και μετά από μέρες στιγματισμού τους ως "άντρα παρανομίας" που εγκυμονούσαν το κίνδυνο της "παρείσφρησης" του "ανταρτοπόλεμου" -οι καταυλισμοί μεταναστών και προσφύγων στο Καλάι δέχθηκαν ένα μπαράζ εμπρηστικών επιθέσεων. Τις επόμενες ημέρες, ανάμεσα στις προβλέψιμες (πραγματικά, αναπόφευκτες) σπέκουλες για το φάντασμα με κεφάλι Λερναίας Ύδρας των "ξένων μαχητών" και των "εγχώριων εξτρεμιστών" που ταξίδευαν ανεμπόδιστα μεταξύ των πολεμικών μετώπων στη Συρία και των δυτικών Ευρωπαϊκών χωρών, η Γαλλία – από τους πιο αφοσιωμένους υποστηριχτές της Ευρωπαϊκής ενοποίησης- καλούσε υστερικά σε μια άνευ προηγουμένου αστυνόμευση των εξωτερικών συνόρων της ζώνης Σέγκεν της ΕΕ. Μέσα σε μια εβδομάδα πυκνών γεγονότων, μεταξύ επιδρομών της αστυνομίας σε "ύποπτους" μουσουλμάνους σε πολλές, και τις ποικίλες εκκλήσεις για μαζικούς εγκλεισμούς, απελάσεις και ηλεκτρονική παρακολούθηση "υπόπτων", η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι υπουργοί δικαιοσύνης, συγκάλεσαν επείγουσα συνάντηση και εισηγήθηκαν τη θεσμοθέτηση αυστηρότερων συνοριακών εξωτερικών ελέγχων, και εκτεταμένη παρακολούθηση της ανθρώπινης κινητικότητας, πολιτών και μη-πολιτών εξίσου. Η άμεση ανάγκη να δημιουργηθούν νέες εγκαταστάσεις "hotspot" για την υποδοχή και διεκπεραίωση των υποθέσεων των μεταναστών και προσφύγων (δηλαδή στρατόπεδα κράτησης) σε τοποθεσίες όπου η παρανομοποιημένη διάβαση συνόρων λαμβάνει χώρα, επίσης, άρχισε να επανανοηματοδοτείται ως ζήτημα περιμετρικής άμυνας ενάντια στη διείσδυση "τρομοκρατών", μ' αυτά τα σύνορα να επαναπροσδιορίζονται ως στρατηγικά σημεία ζωτικής σημασίας για το "ξεδιάλεγμα των λύκων-τρομοκρατών από τους πρόσφυγες-πρόβατα". Παρά το γεγονός ότι το σύνολο των φερόμενων ως δραστών των επιθέσεων του Παρισιού ήταν (φυλετικοποιημένοι ως "μειονότητα") Ευρωπαίοι, το θέαμα του τρόμου χρησίμευσε αποτελεσματικά ως ένα οπτικά αδιαμφισβήτητο πρόσχημα για την δραστική επανεπιβολή της συνοριακής αστυνόμευσης. 

Σύντομα, μετά τα γεγονότα στο Παρίσι καθώς και αναρίθμητα άλλα γεγονότα στο 2015 που κατέστησαν το προφίλ του Ευρωπαίου "Μουσουλμάνου" άλλου με όρους ασφάλειας, (ως "απειλή" του θρησκευτικού "φονταμενταλισμού", του "φανατισμού" και της "τρομοκρατίας"), ακολούθησε ένα ξέσπασμα ηθικού πανικού το Γενάρη του 2016 λόγω πολλαπλών σεξουαλικών επιθέσεων κατά τη διάρκεια των γιορτών της πρωτοχρονιάς στη Κολωνία. Υπήρχε ο γενικός ισχυρισμός ότι οι επιθέσεις έγιναν από έναν "απείθαρχο όχλο" νεαρών που τυπικά περιγράφονταν να έχουν χαρακτηριστικά "από την βόρεια Αφρική ή την Μέση Ανατολή" (φυσικά υπονοούταν ότι περιελάμβαναν και πρόσφατα αφιχθέντες "αιτούντες άσυλο"), αυτή η υστερία ισχυροποίησε τη φυλεκτικοποίηση της "Μουσουλμανικής" ταυτότητας. Αντιμετωπίζοντας αυτές τις επιθέσεις, η φυλετικοποίηση των "Μουσουλμάνων/Αράβων" μπορούσε τώρα να παρουσιαστεί ως φαινόμενο που σχετίζεται με "πολιτισμικές διαφορές", που πρέπει να τιμωρούνται και να ποινικοποιούνται ως εμφανώς επιζήμιες για τις φερόμενες ως "Ευρωπαϊκές αξίες". Έτσι, από τη στιγμή που ερχόμαστε αντιμέτωποι με την χειροπιαστή παρουσία νεοαφιχθέντων "Μουσουλμάνων" μεταναστών και προσφύγων, ο προφανής κίνδυνος της "τρομοκρατίας" ακολουθήθηκε με μια ευρύτερη αναπαράστασή τους ως έμφυλης και σεξουαλικοποιημένης απειλής, και γενικότερα "εγκληματικότητας". Ακόμα και η τραγική φιγούρα του τρίχρονου Αϊλάν Κουρντί —του νεκρού αγοριού από τη Συρία που πνίγηκε σε ναυάγιο και η εικόνα του έπαιξε τόσο καταλυτικό ρόλο τον Σεπτέμβρη — το Γενάρη (μετά τα γεγονότα στην Κολωνία) συνδέθηκε άμεσα από τους αντι-Μουσουλμανικούς ρατσιστές του Charlie Hebdo με την γκροτέσκα όψη των πιθηκόμορφων (Μουσουλμάνων ανδρών) σεξουαλικών θηρευτών. Ενώ η "αντιτρομοκρατική" υποψία προϋποθέτει μια μάλλον επιλεκτική λογική που κινητοποιείται με σκοπό την αυστηρότερη (εξωτερική) αστυνόμευση και έλεγχο των συνόρων, η διάδοση της ιδέας περί "απολίτιστων" ("Μουσουλμάνων") λόγω πολιτιστικών διαφορών, ταχύτατα αναδιαμόρφωθηκε σε ένα πιο ευρύ πρόβλημα (εσωτερικής) αστυνόμευσης. Κυριότερα, τα συγκεκριμένα περιστατικά και οι συνθήκες των σεξουαλικών επιθέσεων, άμεσα και εμφατικά συγχωνεύτηκαν με μια επιχειρηματολογία υπέρ νέων πολιτικών δυνάμεων που θα επιτάχυναν τις διαδικασίες απέλασης του όποιου και του κάθε "εγκληματία" αιτούντα άσυλο. Έτσι, ακόμα και οι πρόσφυγες, που πριν (αν και προσωρινά) θεωρούνταν "άξιοι" συμπόνιας και προστασίας, πολύ γρήγορα άρχισαν να γίνονται αντιληπτοί ως πιθανοί "τρομοκράτες" που εισέρχονται στον ευρωπαϊκό χώρο, και εν συνεχεία έγιναν αντιληπτοί ως εν δυνάμει "εγκληματίες" ή βιαστές που διαβρώνουν τον κοινωνικό και αξιακό ιστό της “Ευρώπης” εκ των έσω.



Αγώνες στα σύνορα


Αξίζει να σημειωθεί ότι, το βάναυσο συνοριακό θέαμα του "αποκλεισμού" έχει συχνά δείξει τη δική του τεράστια δυναμική της (παρανομοποιημένης) μεταναστευτικής "ένταξης". Η εκτεταμένη χρήση και ανάπτυξη στρατευμάτων ή αστυνομικών δυνάμεων ενάντια σε μετανάστες και πρόσφυγες, η ανέγερση φραχτών με αγκαθωτά συρματοπλέγματα και οι επιθέσεις εναντία σε οικογένειες μεταναστών και προσφύγων με δακρυγόνα, χειροβομβίδες κρότου και γκλοπ, κατά διαστήματα εναλλάσσονται με την ίδια την διευκόλυνση των μεταναστών στην κίνηση τους με λεωφορεία και τρένα τα οποία επιτάχυναν τη μετακίνηση τους στις επόμενες χώρες. Συνεπώς, οι κρατικές στρατηγικές διαχείρισης των συνόρων, έχουν δείξει σαφώς ότι αποτελούν αντανακλαστικές αντιδράσεις στην πρωτοκαθεδρία της απόλυτης αυτονομίας της μετανάστευσης. Αυτό μάλλον δεν φάνηκε πουθενά με πιο δραματικά ξεκάθαρο τρόπο από την αυτόνομη κινητοποίηση μεταναστών και προσφύγων στις 4 Σεπτέμβρη του 2015, που είχαν κατασκηνώσει στον σιδηροδρομικό σταθμό της Βουδαπέστης. Η Ουγγρική αστυνομία είχε αρχίσει να αρνείται στους μετανάστες και τους πρόσφυγες την πρόσβαση τους στα τρένα, τα οποία είχαν σαν προορισμό την Αυστρία και την Γερμανία, και είχαν προσπαθήσει δια της βίας να εκκενώσουν μερικά απ' αυτά. Μετά από διάφορες συγκρούσεις με την αστυνομία στον αυτοσχέδιο καταυλισμό στο σταθμό, και μια παραπλανητική ανακατεύθυνση των τρένων προς στρατόπεδα "μετεγκατάστασης" (κράτησης) έξω από την πόλη, τουλάχιστον 1000 μετανάστες και πρόσφυγες, φωνάζοντας "Ελευθερία!", αυθόρμητα συνενώθηκαν σε μια πορεία διαμαρτυρίας (που σύντομα χαρακτηρίστηκε ως "Πορεία Ελπίδας"). Ακολουθώντας την αποφασιστική ηγεσία ενός άνδρα με ένα πόδι, κινήθηκαν στην έξι λουρίδων εθνική οδό, και οδηγήθηκαν προς την έξοδο της χώρας. Η δράση αυτή κορυφώθηκε αμέσως όταν το κράτος της Ουγγαρίας και οι αρχές συμβιβάστηκαν και συμφώνησαν, αν και κυνικά και με σκοπό τα ιδιαίτερα συμφέροντα τους, με τον επείγοντα χαρακτήρα της μετακίνησης των προσφύγων και την αποφασιστικότητα για να κινούνται ελεύθερα προς τους επιλεγμένους προορισμούς τους. Η πορεία είχε αστυνομική συνοδεία και στη συνέχεια, λεωφορεία μετέφεραν τους απείθαρχους πρόσφυγες και μετανάστες προς τα επόμενα σύνορα. Ομοίως, η Γερμανία και η Αυστρία επιβεβαίωσαν άμεσα ότι τα σύνορα τους είναι ανοιχτά.

Ακριβώς την προηγούμενη ημέρα, ο δεξιός πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, Βίκτορ Όρμπαν, είχε ισχυριστεί ότι η υποτιθέμενη μεγαλοψυχία της Ευρώπης απέναντι στους πρόσφυγες και τους μετανάστες ήταν "τρέλα" και επιχειρηματολογούσε ότι οι προσπάθειές του για να κλείσει τα σύνορα με τη Σερβία με ένα φράχτη από αγκαθωτό σύρμα ήταν ζήτημα υπεράσπισης των "Χριστιανικών αρχών" της Ευρώπης ενάντια στη μουσουλμανική απειλή. Ο Όρμπαν είχε επανειλημμένα διακηρύξει ότι η Ουγγαρία δεν βλέπει θετικά το ενδεχόμενο να δώσει άδειες παραμονής σε μετανάστες και ειδικά σε Μουσουλμάνους μετανάστες. Νωρίτερα το καλοκαίρι, η Ουγγαρία είχε ήδη ανακοινώσει την άρνηση της να συμμορφωθεί με τη συμφωνία του Δουβλίνου (σύμφωνα με την οποία άλλα ευρωπαϊκά κράτη μπορούσαν να απελάσουν μετανάστες στην Ουγγαρία αν είχαν εξ αρχής καταγραφεί ως αιτούντες ασύλου εκεί). Ουσιαστικά, όπως και η Ιταλία, η Μάλτα, η Ελλάδα και η Βουλγαρία πριν, η Ουγγαρία, — τώρα πλέον ως πρώτη γραμμή υπεράσπισης των συνόρων της ΕΕ — είχε αρχίσει να αντιστέκεται στην επιτακτική προσταγή να κάνει τη "βρώμικη δουλειά" της θωράκισης των πλουσιότερων κρατών μελών της ΕΕ από τις κινητικότητες των μεταναστών και προσφύγων που αναζητούν τελικά να μετεγκατασταθούν, όπου θα έχουν καλύτερες προοπτικές.

Τέτοιοι νέοι εταίροι στο κατακερματισμένο και εξωτερικευμένο σύνορο της "Ευρώπης"- συμπεριλαμβανομένων κρατών της ΕΕ (όπως η Ουγγαρία), εκτός ΕΕ ευρωπαϊκά κράτη (όπως αρκετές βαλκανικές χώρες) και "μη-ευρωπαϊκά" κράτη, τα οποία έχουν αναλάβει προκαταβολικά να αναχαιτίσουν τα μεταναστευτικά κινήματα πριν φτάσουν στο ευρωπαϊκό έδαφος (από την Τουρκία μέσω της Βόρειας Αφρικής, ακόμα και με αρκετές επιμέρους χώρες της υποσαχάριας Αφρικής) – έχουν εύστοχα περιγραφεί ως "φύλακες του ευρωπαϊκού συνοριακού καθεστώτος". Πράγματι, όπως στην περίπτωση της Ουγγαρίας, οι πιο επιθετικές τακτικές σε όλες τις εκτεταμένες παραμεθόριες συνοριακές περιοχές της Ευρώπης, έχουν μερικές φορές προληπτικά (και κυνικά) εξυπηρετήσει την εκ νέου άμεση ανθρώπινη κινητικότητα και την ανακατεύθυνσή της προς άλλα σύνορα και εντός της δικαιοδοσίας των άλλων κρατών. Τότε, το Σεπτέμβρη, η Ουγγαρία θεσμοθέτησε έκτακτο νομικό συνοριακό καθεστώς, το οποίο απειλούσε με φυλάκιση μέχρι και τρία χρόνια για όποιον διέσχιζε τα σύνορα, σε μια κατάφωρη περιφρόνηση οποιασδήποτε αίτησης ασύλου – σε μια υπερβολική χειρονομία ανανέωσης της δέσμευσης για τον καθορισμένο ρόλο της στην επιβολή των συνόρων της "Ευρώπης". "Παραδόξως", όπως υποστηρίζουν οι Μπερντ Κάσπαρεκ και Μαρκ Σπίαρ, "Η Ουγγαρία τώρα γελοιοποιήθηκε για την ανάλγητη προσπάθειά της στη διατήρηση των κανόνων φύλαξης των Ευρωπαϊκών συνόρων και του μεταναστευτικού καθεστώτος, ενώ η Γερμανία, ανεξάρτητα από το ρόλο της ως αρχιτέκτονας και η κινητήρια δύναμη αυτού ακριβώς του καθεστώτος , κερδίζει παγκόσμια αναγνώριση για την ανθρωπιστική στάση της".

Όντως, αφού είχαν αρχικά ανοίξει τα σύνορα τους στο μαζικό κύμα προσφύγων και μεταναστών, η Αυστρία και η Γερμανία αναγκάστηκαν μετά να επανεισάγουν τους δικούς τους συνοριακούς έλεγχους μπροστά στον τεράστιο όγκο και βεληνεκές της ανθρώπινης κινητοποίησης μέσω της Ουγγαρίας, με σκοπό να "διαχειριστούν" καλύτερα την "κρίση". Κυριότερα, παρά τα δρακόντεια μέτρα τους, οι Ουγγρικές αρχές, αναγκάστηκαν να μην κάνουν ουσιαστικά τίποτα μπροστά στο τεράστιο κύμα μεταναστών πέρα από το να τους συνοδέψουν μέχρι τα σύνορα με την Αυστρία. Συνεπώς, το παράδειγμα της Ουγγαρίας, είναι απλά η πιο δραματική στιγμή των διάφορων αμφιταλαντεύσεων μεταξύ του φαύλου κύκλου της βίας και της απρόθυμης συμμόρφωσης και αποδοχής από μέρους των αρχών που προσπαθούσαν να διατηρήσουν το Ευρωπαϊκό συνοριακό καθεστώς. Η "κρίση" του ελέγχου των συνόρων, συνεπώς, και της "διαχείρισης της μετανάστευσης" μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι μια κρίση της κρατικής κυριαρχίας και διαχείρισης που έχει επανειλημμένα υποκινηθεί και διαρραγεί εξίσου, πρώτα και κύρια, από τις ποικίλες εκδηλώσεις της αυτόνομης υποκειμενικότητας της ίδιας της ανθρώπινης κινητικότητας.

Αυτό που είναι ουσιώδες για το αδιέξοδο κυβερνησιμότητας επί του παρόντος — εν συντομία, η κρίση της εδαφικά προσδιορισμένης κρατικής εξουσίας, ενάντια στην διακρατική, και διασυνοριακή ανθρώπινη κινητικότητα — είναι να κινητοποιηθεί και στρατηγικά να αναπτυχθεί ως "κρίση" για την αναδιαμόρφωση των τακτικών και των τεχνικών αστυνόμευσης των συνόρων και της μετανάστευσης και της επιβολής του νόμου για το άσυλο. Η άνιση γεωπολιτική της συνοριακής αστυνόμευσης της Ευρώπης και οι ετερογενείς πολιτικές διάφορων εθνικών κρατών για να διαχειριστούν την "κρίση" που έχει προκύψει, όπως έχουμε δει, έχουν κατακερματίσει το σχέδιο της Ευρωπαϊκής ενοποίησης και της ομαλοποίησης των συνοριακών πολιτικών, με τις εσωτερικές του ασυμβίβαστες αντιφάσεις. Εν τω μεταξύ, πολίτες της ΕΕ έχουν κινητοποιηθεί σε καμπάνιες αλληλεγγύης υπό το σύνθημα "Refugees Welcome" και ακόμα αποτελεσματικά οργάνωσαν αυτοκινούμενα τροχόσπιτα για να παρέχουν ανοιχτά υλική και πρακτική βοήθεια προς τους πρόσφυγες, κατά την ολοκλήρωση των διασυνοριακών μετακινήσεων τους από την Ουγγαρία στην Αυστρία και τη Γερμανία, σε μια κατάφωρη περιφρόνηση των νομικών απαγορεύσεων που θεωρούν τέτοιες πράξεις συμπόνιας και αλληλεγγύης ως "εμπορία" ή "λαθρεμπόριο" των "παράνομων" μεταναστών, και άρα ως ποινικά αδικήματα. Αυτές οι ενέργειες έχουν οδηγήσει στην ενίσχυση του χάσματος μεταξύ της εξουσίας των ευρωπαϊκών κρατών και μερίδας των ίδιων τους των πολιτών που συντάχθηκαν με τους αγώνες των μεταναστών και των προσφύγων. Με άλλα λόγια, τέτοια κινήματα αλληλεγγύης βοηθούν να υπογραμμιστεί η ρήξη ανάμεσα στις δεδομένες κυρίαρχες κρατικές εξουσίες και στις κοινότητες που αλλιώτικα θα γίνονταν κατανοητές ακριβώς ως οι πολιτικές κοινότητες από τις οποίες αυτές ακριβώς οι αιτιάσεις κρατικής εξουσίας φιλοδοξούν να εκπηγάζουν "δημοκρατικά". Έτσι, οι μεγαλύτερες συγκρουσιακές διαδικασίες που αφορούν την συνοριακή πολιτική της "Ευρώπης" έχουν δημιουργήσει μια ακόμη μεγαλύτερη πολιτική κρίση για την Ευρωπαϊκή Ένωση γενικότερα. Από αυτή την άποψη, είναι η αδιόρθωτη αυτονομία της μετανάστευσης που έχει υποκινήσει μια κρίση για την "Ευρώπη" ως τέτοια.



Το ζήτημα της "Ευρώπης"


Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι οι μέθοδοι και οι τακτικές φύλαξης των συνόρων, ακόμα και όταν είναι προληπτικές και ρυθμιστικές — δηλαδή, είτε αποσκοπούν στο να αποτρέψουν ή εναλλακτικά να διευκολύνουν ή και ανοιχτά να διοχετεύσουν την κινητικότητα στο ένα ή το άλλο συνοριακό πέρασμα — είναι πάντα οι ίδιες τους ενσωματωμένες σε ευρύτερους σχηματισμούς αντιδράσεων. Με άλλα λόγια, οι τακτικές φύλαξης και διαχείρισης των συνόρων μπορούν να γίνουν κατανοητές ως αντιδράσεις γιατί είναι ακριβώς αποκρίσεις στην ήδη δεδομένη ανθρώπινη κινητικότητα σε παγκόσμια κλίμακα, και συνεπώς υποστασιοποιούνται ως αντίδραση στην απρόβλεπτη και ανεξέλεγκτη διάσταση της βασικής υποκειμενικότητας και αυτονομίας της μετανάστευσης. Η βαθύτερη πηγή της δυσεπίλυτης "κρίσης" μετανάστευσης στην Ευρώπη, κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ως μια πραγματική μάχη μεταναστών και προσφύγων επί των συνόρων της Ευρώπης- ως μορφές πάλης για την υλοποίηση των ετερογενών μεταναστευτικών τους σχεδίων, μέσω της άσκησης της στοιχειώδους ελευθερίας μετακίνησης τους, εφαρμόζοντας έτσι την κινητικότητα, παραβαίνοντας το συνοριακό καθεστώς, καθώς και την προσπάθεια των Ευρωπαϊκών κρατικών εξουσιών να υποτάξουν και να πειθαρχήσουν την αυτονομία της μετανάστευσης.

Είναι αξιοπρόσεκτο ότι, η Ευρωπαϊκή συνοριακή "κρίση" έχει συνήθως απεικονιστεί στον αποπολιτικοποιημένο δημόσιο λόγο ως "ανθρωπιστική" κρίση με τα αίτια της πάντα να αποδίδονται σε προβλήματα που έρχονται από "αλλού", συνήθως από απελπιστικές και χαοτικές καταστάσεις σε μέρη φαινομενικά "εκτός" της Ευρώπης. Αυτά τα υποτιθέμενα "αλλού", τα πέρα από τα σύνορα της Ευρώπης, συστηματικά παρουσιάζονται ως ιστορικά αποστειρωμένα, δηλαδή, απογυμνωμένα από τη βαθιά Ευρωπαϊκή / (μετα)αποικιακή ιστορία τους, καθώς και αποσυνδεδεμένα από τα Ευρωπαϊκά πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα που εμπλέκονται στην παραγωγή και τη διατήρηση του κατακερματισμένου παρόντος τους. Η κινητικότητα των μεταναστών και των προσφύγων μπορεί να γίνει κατανοητή ότι παραγωγικά οικειοποιείται τον "Ευρωπαϊκό χώρο" παρόλα αυτά τις περισσότερες φορές προέρχεται από περιοχές απομακρυσμένες, τη Μέση Ανατολή, την Ασία και περιοχές που υπήρξαν στο παρελθόν επίσημα ή de facto αποικίες των Ευρωπαίων αφεντάδων. Επομένως, οι μετανάστες που έρχονται σήμερα στην Ευρώπη, κάτι το οποίο είναι αλήθεια εδώ και δεκαετίες, προέρχονται από μέρη που ήταν ουσιαστικά οργανωμένα σαν στρατόπεδα εργασίας μεγάλης κλίμακας. Όπου οι πρόγονοί τους συνέβαλλαν ιστορικά στο να παράγουν το μεγαλύτερο μέρους του πλούτου της Ευρώπης. Πρακτικά όλοι οι μετανάστες και οι πρόσφυγες που αναζητούν σήμερα τη ζωή τους στην Ευρώπη, προέρχονται από ένα αδιαμφισβήτητα Ευρωπαϊκά (αποικιακά) διαμορφωμένο παρελθόν. Επιπρόσθετα, ειδικά όσοι βίωσαν τον τρόμο του πολέμου και της στρατιωτικής κατοχής ή του εμφυλίου πολέμου και προσπαθούν να διαφύγουν από αυτές τις καταστάσεις (περιοχές όπως το Αφγανιστάν, το Ιράκ, η Συρία, η Λιβύη, η Σομαλία και το Μαλί (για να αναφέρω μόνο μερικές) είναι οι εκτεταμένες συνέπειες αυτού που ο Ντέρεκ Γκρέγκορι έχει γλαφυρά περιγράψει ως (κυριαρχούμενο από τις ΗΠΑ παγκόσμιο) "αποικιακό παρόν" είναι αναπόσπαστες από την εδραιωμένη και διαρκή Ευρωπαϊκή ("μετα"-αποικιακή) εμπλοκή. Συνεπώς, με την επιβολή, ενίσχυση και συνεχή επανοριοθέτηση των "Ευρωπαϊκών" συνόρων τις τελευταίες δεκαετίες, μια θαυμαστή νέα "Ευρώπη”, είναι ιδιαίτερα απασχολημένη με το να σχεδιάζει διαρκώς το αποικιακό σύνορο μεταξύ ενός Ευρωπαϊκού χώρου που προορίζεται "μόνο για Ευρωπαίους" και του μετα-αποικιακού σιτοβολώνα που εδώ και αιώνες είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης και υποδούλωσης. Είναι μια νέα Ευρώπη οχυρωμένη από πολύ παλιές και νοσηρές ωμότητες.

Η χωρική στεγανοποίηση της "Ευρώπης" από το υποτιθέμενο "έξω", αρχίζει ουσιαστικά μέσα στην ίδια την Ευρώπη, όπου τα σύνορα της "Ευρώπης" και τα όρια της "Ευρωπαϊκό"-τητας έχουν κατ' επανάληψη εκ νέου συσταθεί στις δύσκολες παραμεθόριες περιοχές που εκτείνονται προς τα ανατολικά. Η κληρονομιά του Ψυχρού Πολέμου έχει διασφαλίσει ότι κάποιες περιοχές της "Ανατολικής" Ευρώπης ήταν, και σε μεγάλο βαθμό παραμένουν, ένα κρίσιμο αποθεματικό εργατικής δύναμης μεταναστών, τόσο εντός όσο και πέρα από τα σύνορα της ΕΕ. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε σχέση με τα Βαλκάνια, καθώς η Ευρώπη εκτείνεται ανατολικά προς την Τουρκία η οποία είναι ίσως το πιο διαρκές και απομακρυσμένο "Οριενταλιστικό" σύνορό της. Ως εκ τούτου, η πρόσφατη ανάδειξη της "Βαλκανικής οδού" για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες κατά την κινητικότητά τους στοιχειώνεται από το κάπως παράδοξο γεγονός ότι πολλές ευρωπαϊκές χώρες δεν έχουν ακόμα ενταχθεί στον κύκλο χωρών της γνήσιας και της αρμόζουσας "Ευρωπαϊκό"-τητας. Επιπλέον, ενώ υπάρχουν νύξεις ότι μερικά από αυτά τα παρανομοποιημένα μεταναστευτικά υποκείμενα (Σύριοι κυρίως) μπορεί τελικά να αναγνωριστούν ως αξιόπιστοι και άξιοι δικαιούχοι του τίτλου "πρόσφυγας", υπάρχουν όμως ταυτόχρονες και επίμονες φωνές από διάφορες ευρωπαϊκές αρχές που βεβαιώνουν ότι η ταχεία απέλαση θα είναι η δέουσα μοίρα για εκείνους τους άλλους που μπορεί να απορριφθούν ως απλοί "μετανάστες", κυρίως συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που προέρχονται από χώρες των Βαλκανίων. Το υποκριτικό υπονοούμενο εδώ είναι ότι οι καταστροφικές συνέπειες της αιματηρής βίας του Γιουγκοσλαβικού εμφυλίου πολέμου μπορεί πλέον να θεωρηθεί ότι έχουν ξεπεραστεί, και, κατά συνέπεια, ότι η ανθρώπινες κινητικότητες από την περιοχή των Βαλκανίων έχουν καθαρά "οικονομικά" κίνητρα. Επιπλέον, θα πρέπει επίσης να είμαστε σε επιφυλακή για τη συστηματική απεικόνιση των "Βαλκανίων" και της "Ανατολικής Ευρώπης" και άλλων περιοχών περιφερειακής ή εθνικής καταγωγής, ως συνώνυμες κατηγοριοποιήσεις και υπεκφυγές για τις Ρομά ("Gypsy") ταυτότητες. Ως οι θεμελιώδεις και συστατικοί "εσωτερικοί" φυλετικοί άλλοι της Ευρώπης, οι Ρομά πλέον έχουν ανακατασκευαστεί εκ νέου ως μια κινητή (φυλετικοποιημένη/ποινικοποιημένη) απειλή για τη σταθερότητα και την ακεραιότητα του (δυτικού) Ευρωπαϊκού "πολιτισμού", η προσπάθεια φυγής των οποίων από την παρατεταμένη φτώχεια και την παγιωμένη περιθωριοποίηση δεν γίνεται καν θεωρητικά αντιληπτή ως φυγή "προσφύγων" από θεσμοθετημένες διώξεις και δομική βία μέσα στην Ευρώπη

Συνεπώς, η "κρίση" των Ευρωπαϊκών συνόρων είναι κατ' εξοχήν πολιτική, με ποικίλους τρόπους. Το πιο σημαντικό, είναι ότι αυτοί οι αγώνες εκθέτουν το γεγονός ότι τα σύνορα της "Ευρώπης" δεν είναι ποτέ κάτι αμετάβλητο ή σταθερό, αναπόσπαστο, με εσωτερική συνοχή ή όρια που αντιστοιχούν σε ένα αυτονόητο "φυσικό" γεγονός της γεωγραφίας. Ούτε αυτά τα Ευρωπαϊκά σύνορα μπορεί να είναι αντιληπτά ως απλά οι έξω οριοθετήσεις ενός σταθερού και συνεκτικού κέντρου, όπου η "κοινωνικο-πολιτική", "πολιτιστική" ή "πολιτισμική" ταυτότητα και χωρική ακεραιότητα της "Ευρώπης" μπορεί να συγκροτηθεί σε αντιδιαστολή με μια πολλαπλότητα άλλων "πέρα" και "έξω" από τα υποτιθέμενα σταθερά όρια που την ορίζουν. Αντ ‘αυτού, τα σύνορα της Ευρώπης, όπως και όλα τα σύνορα, είναι οι υλικές υποστασιοποιήσεις των κοινωνικό-πολιτικών σχέσεων που διαμεσολαβούν τη συνεχή παραγωγή της διάκρισης μεταξύ του υποτιθέμενου "μέσα" και "έξω", και επίσης μεσολαβούν στις διάφορες κινητικότητες που ενορχηστρώνονται και πειθαρχούνται μέσα από την παραγωγή του χωρικού διαχωρισμού. Έτσι, σε άμεση συσχέτιση με τις άφθονες ανισότητες της ανθρώπινης κινητικότητας, τα σύνορα της "Ευρώπης" έχουν ταυτόχρονα εμπλακεί σε μια παγκόσμια (μετά-αποικιακή) πολιτική της φυλετικοποίησης που εκ νέου χαράζει την χρωματιστή διαχωριστική γραμμή και εκ νέου οχυρώνει την "Ευρωπαϊκό"-τητα ως φυλετικό σχηματισμό λευκότητας, και μιας ουσιαστικά παγκόσμιας (νεοφιλελεύθερης) πολιτικής διαχείρισης της διακρατικής κινητικότητας της εργατικής δύναμης και της καπιταλιστικής πειθάρχησης της εργασίας που παράγει τέτοιες χωρικές (και φυλετικοποιημένες) διαφορές, πάνω απ' όλα, για να τις κεφαλαιοποιεί.

Στο βαθμό που η Ευρωπαϊκή Ένωση υποδηλώνει έναν διεθνικό και σε κάποιο βαθμό υπερεθνικό νομικό και πολιτικό σχηματισμό, παρόλα αυτά, με ένα αρκετά μεγάλο εσωτερικό φάσμα ποικίλων, διαβαθμισμένων και (ποτέ πλήρως εναρμονισμένων) διαφορικών σχέσεων και κανονισμών που ρυθμίζουν και τροποποιούν τις εσωτερικές και εξωτερικές σχέσεις μεταξύ τους, ένας μεγάλος βαθμός αστάθειας και κινητικότητας είναι συνυφασμένος με την ίδια την ύπαρξη εξωτερικευμένων και εικονικών συνόρων που μπορεί να μη χαρακτηριστούν ως αμιγώς «ευρωπαϊκά». Συνεπώς, η “Ευρώπη” αποτελεί σήμερα ένα δι-εθνικό και δι-ηπειρώτικο εργαστήριο της νεοφιλελευθεροποίησης των καθεστώτων και της υποταγής των ανθρώπινων δυνάμεων και ελευθεριών σε όλο το γεωγραφικό πλάτος και μήκος.

Για πολλούς παρανομοποιημένους “αιτούντες άσυλο,” το να υπομείνουν τη φρίκη του ευρωπαϊκού συνοριακού καθεστώτος έρχεται δεύτερα μόνο αφού έχουν διαφύγει από κάθε είδους αγριότητες, διώξεις και τη δυστυχία στις χώρες καταγωγής τους, και συνήθως, και σε πολλές άλλες χώρες «διέλευσης», που διασχίζουν καθ ‘οδόν προς την Ευρώπη, οι οποίες έχουν ουσιωδώς και πρακτικά ενσωματωθεί σε διάφορους βαθμούς στο καθεστώς εξωτερικής ανάθεσης αστυνόμευσης των συνόρων της «Ευρώπης». Για τους περισσότερους από τους ίδιους τους πρόσφυγες, καθώς και πολλούς άλλους που μεταναστεύουν σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής για τους ίδιους και τους αγαπημένους τους, οι φαύλες κακουχίες αυτών των εκτεταμένων ευρωπαϊκών συνόρων αποτελεί ένα άγριο τεστ αντοχής, μια προκαταρκτική μαθητεία σε ό,τι διαφαίνεται να είναι μια περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένη σταδιοδρομία των μεταναστών στην «παρανομία», την επισφαλή εργασία και και την διαρκή πιθανότητα απέλασης. Ωστόσο, είτε αυτά τα κινούμενα υποκείμενα θα καταλήξουν να ελεγχθούν ως "πρόσφυγες" είτε ως "μετανάστες", οι ανάγκες τους, οι επιθυμίες και οι φιλοδοξίες τους πάντα έρχονται να πάρουν τη θέση αυτής της μετ' εμποδίων πορείας που αψηφά το θάνατο, παρότι κάποιες φορές την πληρώνουν με τη ζωή τους. Μικρή έκπληξη λοιπόν αποτελεί, ότι ένας τρόπος κριτικής απάντησης στην απόλυτη ευθύνη του Ευρωπαϊκού συνοριακού καθεστώτος για το ναυάγιο του Απριλίου ήταν να χρησιμοποιηθεί μια αναλογία με το κορυφαίο σύνθημα των αγώνων για πολιτικά δικαιώματα των Αφροαμερικανών στις Ηνωμένες Πολιτείες: το “Black Lives Matter” μετατράπηκε σε “Migrant Lives matter”. Εδώ, μας υπενθυμίζεται ότι στο Ευρωπαϊκό πλαίσιο, η ίδια η εικόνα της μετανάστευσης αποτελεί φυλετική ταυτότητα, ακόμη και αν ο κυρίαρχος λόγος περί μετανάστευσης στην Ευρώπη συστηματικά αποκηρύσσει και αποκρύπτει τη φυλή ως τέτοια. Στοιχειωμένα καθώς είναι τα Ευρωπαϊκά σύνορα απ' αυτή την τρομακτική εξάπλωση των (σχεδόν αποκλειστικά μη Ευρωπαίων /μη λευκών) θανάτων μεταναστών και προσφύγων, καθώς και από άλλες μορφές δομικής βίας και γενικευμένων βασάνων όποιος ενδιαφέρονται για την ταξική και φυλετική πολιτική σήμερα δεν μπορεί να αποφύγει να έρθει αντιμέτωπος με το επείγον ζήτημα των συνόρων της Ευρώπης, και ως εκ τούτου, πρέπει αναπόφευκτα να αναγνωρίσει ότι το ζήτημα της ίδιας της Ευρώπης έχει γίνει αναπόσπαστο από το ζήτημα της μετανάστευσης.

Μια πραγματικά κριτική εξέταση των συνόρων και της μετανάστευσης στην Ευρώπη διαταράσσει και αποσταθεροποιεί την έννοια της "Ευρώπης" ως υποτιθέμενα δεδομένης, και μας οδηγεί να αναλογιστούμε το πρόβλημα της "Ευρώπης" καθ’ αυτό. Όσο και αν τα σύνορα της Ευρώπης έχουν συσταθεί και συνεχώς αστυνομεύονται για χάρη της σταθεροποίησης και υποτίθεται της "προστασίας" του χώρου της "Ευρώπης" – πρώτα απ ‘όλα και πάνω απ’ όλα, ως θύλακας προστασίας των αναφαίρετων δικαιωμάτων των “Ευρωπαίων”- η αδυσώπητη μάχη για την αυτόνομη κινητικότητα των "μη Ευρωπαίων" κατά μήκος των συμβολικών και υλικών περιορισμών συνεχώς εξωθεί σε μία επανοργάνωση των συνόρων της "Ευρώπης" ως τόπων της ίδιας τους της υπονόμευσης και συνακόλουθα, ως σκηνικό του φαντάσματος της αυτοαναίρεσης της ίδιας της "Ευρώπης". Ως εκ τούτου, τα σύνορα της Ευρώπης αποτελούν ένα προνομιακό πεδίο για να τεθεί και απαντηθεί το ίδιο το ερώτημα της έννοιας περί "Ευρώπης": το ζήτημα της "Ευρώπης" καθ’ αυτό έχει γίνει αναπόσπαστο από το ζήτημα της μετανάστευσης.


Θεωρητικοποιώντας την προσφυγική-μεταναστευτική συνοριακή "κρίση"


Στα προηγούμενα, έχω ήδη αρχίσει να εισαγάγω μια σειρά από βασικές έννοιες που μπορεί να εξυπηρετήσουν τη συγκρότηση μιας βιώσιμης κριτικής. Τώρα, θα ήθελα να προσεγγίσουμε το θέμα μας εκ νέου μέσα από μια σειρά από πιο άμεσα, ρητά και κατηγορηματικά θεωρητικές έννοιες.

Τα σύνορα δεν είναι αδρανή, σταθερά ή συνεκτικά "πράγματα". Μάλλον, όπως στην ανάλυση του Μαρξ για το Κεφάλαιο, τα σύνορα είναι καλύτερα να θεωρητικοποιηθούν ως κοινωνικό-πολιτικές σχέσεις. Αυτό που διακυβεύεται σε αυτές τις σχέσεις, οι οποίες είναι πράγματι σχέσεις πάλης, είναι η συγκρότηση των συνόρων σε ένα φαινομενικά σταθερό “αντικείμενο” με μια επίφαση αντικειμενικότητας, αντοχής και εγγενούς δύναμης. Έτσι, η αγωνιστική συνοχή και η φαινομενική στερεότητα των συνόρων –τα πραγμοποιημένα χαρακτηριστικά τους -προκύπτουν μόνο ως αποτέλεσμα των ενεργών διεργασιών με τις οποίες τα σύνορα εμφανίζονται ως πραγμοποιημένες κατηγορίες. Με άλλα λόγια, πρέπει συνεχώς αντικειμενοποιούνται μέσω επαναλαμβανόμενων πρακτικών και λόγων. Αυτή ακριβώς η διαδικασία είναι που στην πραγματικότητα παραμένει πάντα μια εκκρεμής κοινωνική σχέση στην εικόνα μιας ανθεκτικής αντικειμενικής πραγματικότητας, εντούτοις, υπονοεί ότι η αντικειμενοποίηση των συνόρων είναι εγγενώς ασταθής και ανταγωνιστική. Οι αγώνες στα σύνορα και γύρω από αυτά, είναι αγώνες επί της διαρκούς ανοιχτής διαδικασίας καθορισμού και αντικειμενοποίησης των συνόρων (η διαδικασία που ορίζει τα σύνορα ως αντικείμενα, ή ως αντικειμενικά γεγονότα), και με αυτόν τον τρόπο δίνει σ' αυτά τη φετιχοποιημένη ιδιότητα της αναμφισβήτητης πραγματικότητας με μια δύναμη από μόνα τους.

Η αντικειμενοποίηση και η φετιχοποίηση των συνόρων, επομένως, μπορούν να κατανοηθούν καλύτερα εάν εκτιμήσουμε ότι το “συνορεύειν” είναι πράγματι ένα ρήμα, και σημαίνει μια διαδικασία κατασκευής συνόρου. Με απλά λόγια, το συνορεύειν -η δραστηριότητα της κατασκευής συνόρων- περιλαμβάνει παραγωγική δραστηριότητα, εργασία, ένα είδος μισθωτής εργασίας. Οι ίδιες οι πράξεις και οι διαδικασίες που παράγουν τα σύνορα, εντούτοις, είναι οι ίδιες ακριβώς κοινωνικοπολιτικές δραστηριότητες που στη συνέχεια έρχονται να εμφανίσουν τα σύνορα σαν κάποιο είδος φυσικού και αναπόφευκτου αποτελέσματος των συνόρων ως τέτοιων. Με άλλα λόγια, αντί να βλέπουμε τα σύνορα ως αθροιστικό αποτέλεσμα των ποικίλων πράξεων του συνορεύειν (όπως έλεγχοι διαβατηρίων, αστυνόμευση, φράκτες, κ.λπ.) -αντί να βλεπουμε "τα σύνορα" ως το προϊόν όλης αυτής της εργασίας, δηλαδή- οδηγούμαστε στο να βλέπουμε όλες αυτές τις ετερογενείς ανθρώπινες δραστηριότητες  μόνο ως δευτερεύοντα ή παράγωγα γνωρίσματα που προέρχονται από την προφανώς ήδη υπάρχουσα πραγματικότητα και αντικειμενικότητα των συνόρων ως τέτοιων.

Αφού εμφανιστούν ως αντικείμενα, μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα σύνορα ως διαρκώς παραγωγικά. Τα σύνορα, υπό αυτή την έννοια, μπορούν να θεωρηθούν ένα είδος μέσων παραγωγής: για την παραγωγή του χώρου, ή ακόμα καλύτερα, την παραγωγή της διαφορετικότητας του χώρου. Αφού εδραιωθούν στο χώρο και επί του χώρου, όπως και κάθε μέσο παραγωγής, τα σύνορα πρέπει από μόνα τους να παράγονται και να αναπαράγονται συνεχώς. Ακόμα, ως μέσο παραγωγής, τα σύνορα είναι παραγωγικά μεγαλύτερων χώρων, που διαφοροποιούνται μέσω των σχέσεων που οργανώνουν και συντάσσουν, διευκολύνουν ή εμποδίζουν. Συνήθως, έχουμε ίσως την τάση να συλλαμβάνουμε αυτές τις χωρικές διαφορές ως διαφοροποιήσεις των χώρων των εθνών κρατών, αλλά καθώς ο σπασμωδικός υπερεθνικός χώρος της ΕΕ ή οι ιστορικοί χώροι της αυτοκρατορίας επιβεβαιώνουν, οι εδαφικά καθορισμένοι χώροι του σχηματισμού των κρατών έχουν πάντα υπάρξει ιστορικά συγκεκριμένοι, εν δυνάμει και ετερογενείς. Εν τούτοις, οι διαφορές που τα σύνορα φαίνεται να φυσικοποιούν, μεταξύ "ημών" και "αυτών" μεταξύ του "εδώ" και του "εκεί", παράγονται στην πραγματικότητα ακριβώς από την πραγματική ανικανότητα των συνόρων για να στηρίξουν και να επιβάλουν οποιουσδήποτε άκαμπτους και αξιόπιστους διαχωρισμούς.

Τα σύνορα φαίνεται σήμερα να γίνονται αδιαχώριστα από τη μετανάστευση, και εμφανίζονται παραδόξως να είναι και "το πρόβλημα" και "η λύση" ταυτόχρονα. Τα σύνορα, γίνονται αντιληπτά ως πάντα ήδη παραβιασμένα, και έτσι μονίμως ανεπαρκή ή δυσλειτουργικά, αν όχι απολύτως διεφθαρμένα. Και αυτό ισχύει παρά τη συνεχώς αυξανόμενη ασφάλεια και φύλαξη των συνόρων. Η ασφάλεια των συνόρων εντείνει μόνο την αντίληψη ότι είναι στην πραγματικότητα πάντα επισφαλή, παρέχοντας το προνομιακό πεδίο για την οργάνωση και τη διαρκή απαίτηση για περισσότερη φύλαξη και ασφάλεια. Κανένας αριθμός συλλήψεων ή εκτοπίσεων από τις συνοριακές ζώνες δεν θα μπορούσε πάντα να είναι επαρκής για να στηρίξει την εικόνα της "ασφάλειας" αλλά μάλλον μόνο τη φαινόμενη επαλήθευση ενός ανάξιου και ανελέητου σκοπού, μιας εργασίας που δεν πρόκειται ποτέ να ολοκληρωθεί.

Εδώ, όπως έχω υποστηρίξει ήδη, η ανθρώπινη κινητικότητα έχει πάντα τα πρωτεία. Ακριβώς όπως και η υποκειμενική (δημιουργική και παραγωγική) δύναμη της εργασίας απαραιτήτως πάντα προηγείται της αντικειμενοποίησής της ως κεφάλαιο, η πρωτοκαθεδρία της αυτονομίας και της υποκειμενικότητας της ανθρώπινης ελευθερίας μετακίνησης είναι μια απειθής και εκκωφαντική δύναμη που προηγείται και υπερβαίνει τις ικανότητες οποιασδήποτε συνοριακής αρχής για την αποτελεσματική συστηματική οργάνωση και έλεγχο. Μόλις οριοθετηθεί, δηλαδή, αφού υποβληθεί στη μία ή την άλλη τακτική συνοριακής οριοθέτησης, η αυτονομία και η υποκειμενικότητα της ανθρώπινης μετακίνησης που εκλαμβάνεται ως συνοριακό πέρασμα, γίνεται αντιληπτή ως “μετανάστευση”. Έτσι  η αυτονομία και υποκειμενικότητα της ανθρώπινης κινητικότητας πάντα επιφέρει τους διάφορους σχηματισμούς αντίδρασης της διαδικασίας συνοριοποίησης που μετατρέπουν τις ιδιαίτερες μορφές ανθρώπινης κινητικότητας στους συνοριοποιημένους κοινωνικούς σχηματισμούς που μας είναι γνωστοί (μόνο αναδρομικά) ως "μετανάστευση". Ως εκ τούτου, αν δεν υπήρχαν σύνορα, δεν θα υπήρχαν μετανάστες -παρά μόνο κινητικότητα. Δεδομένου ότι έχουμε δει επανειλημμένα την πρόσφατη μετάφραση της υποθετικής "κρίσης" του Ευρωπαϊκού καθεστώτος ασύλου και μετανάστευσης σε μια πραγματική επαν-οριοθέτηση της ζώνης "ελεύθερης μετακίνησης" Σένγκεν της ΕΕ μέσω της ξαναθέσπισης των σημείων ελέγχου συνόρων στο όνομα της ενίσχυσης του "ελέγχου", οι πανταχού παρούσες μεταναστευτικες κινήσεις έρχονται πρώτες, τα πανταχού παρόντα σύνορα και οι πολυποίκιλες νέες τεχνικές και τεχνολογίες αστυνόμευσης συνόρων και διαχείρισης μεταναστών έρχονται πάντα σαν απάντηση από μέρους του κράτους. Πράγματι, τα καθεστώτα μετανάστευσης δηλώνουν ακριβώς την πολιτικοποίηση της στοιχειώδους ανθρώπινης ελευθερίας κίνησης με την υπαγωγή των ανθρώπινων κινητικοτήτων στην κρατική εξουσία.

Αυτές οι διαδικασίες υπαγωγής των ανθρώπινων μετακινήσεων στην κυριαρχική εξουσία των κρατών και των συνοριακών καθεστώτων εμπλέκονται στη μεγαλύτερη παραγωγή χωρικής διαφοράς που έχω ταυτίσει με τα σύνορα. Δηλαδή, η οριοθέτηση των μετακινήσεων είναι επίσης μια διαδικασία για την παραγωγή της διαφοράς, και τα αποτελέσματά της διανέμονται διαφορικά. Επομένως, αν και τα σύνορα κατασκευάζονται ιδεολογικά και γίνονται αντιληπτά σαν ο πραγματικός σκοπός τους να ήταν απλά ο "αποκλεισμός" -λειτουργώντας ως εμπόδιο που "προστατεύει" το μέσα με να το αποκλείσει αυτό που βρίσκεται απ' έξω- λειτουργούν στην πραγματικότητα με τρόπους που είναι πιο διφορούμενοι, ως άμορφες ζώνες που μπορούν να διαπεραστούν και να παραβιαστούν, και έτσι, ως περιοχές σύγκρουσης και ανταλλαγής. Παρά την εικόνα της ανεπάρκειας ή της δυσλειτουργίας, όπου τα σύνορα εμφανίζονται κατεστραμμένα από "κρίσεις" επειδή διαρκώς παραβιάζονται ή υπερβαίνονται, τα σύνορα εν τούτοις εξυπηρετούν αρκετά αποτελεσματικά και προβλέψιμα ως φίλτρα για την άνιση ανταλλαγή των διάφορων μορφών αξίας. Ο εκλεκτικός χαρακτήρας των συνόρων είναι ιδιαίτερα ορατός σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου η ένταση της αστυνόμευσης στέλνει τις κινητικότητες σε ζώνες μεγαλύτερης δυσκολίας και ενδεχομένως θανατηφόρας μετάβασης, δεδομένων όσων έχουμε δει με τη μετατροπή της Μεσογείου σε χώρο μαζικού θανάτου. Σε μια de facto διαδικασία τεχνητής επιλογής, αυτές οι πορείες μετά θανατηφόρων εμποδίων χρησιμεύουν στο να ταξινομήσουν τον πιο αρτιμελή, ευνοώντας δυσανάλογα τον νεώτερο, ισχυρότερο και υγιέστερο μεταξύ των ενδεχόμενων (εργατών) μεταναστών, και ευνοώντας δυσανάλογα τους άνδρες επί των γυναικών. Η στρατιωτικοποίηση και η φαινομενική οχύρωση των συνόρων, επιπλέον, αποδεικνύονται πιο αξιόπιστες για τη θέσπιση μιας στρατηγικής της σύλληψης απ’ ότι μόνες οι τεχνολογίες αποκλεισμού. Μόλις πλοηγηθούν επιτυχώς οι μετανάστες σε τέτοια σύνορα, οι επιζήμιοι κίνδυνοι και οι δαπάνες του να διασχίσουν αργότερα σύνορα εκ νέου γίνονται υπέρμετρα απαγορευτικοί.

Όσο πιο εντατική γίνεται η αστυνόμευση των συνόρων, τόσο περισσότερο στην πραγματικότητα μετέχει σε αυτό που έχω αποκαλέσει Θέαμα των Συνόρων -διαρκώς και κατά τρόπο επαναλαμβανόμενο εμπλέκει την υλικότητα των πρακτικών του συνόρου με τη συμβολική και ιδεολογική παραγωγή ενός φαντασμαγορικού σκηνικού "αποκλεισμού" που είναι πάντα στην πραγματικότητα αδιαχώριστο από το αισχρό γεγονός της υποτιμημένης (παρανομοποιημένης) ένταξης που κρύβεται πάντα πίσω από τη σκιά του. Κατά συνέπεια, στις προσπάθειές μας ως ριζοσπαστικοί ακτιβιστές να καταγγείλουμε τις ακρότητες των σκληρών τρόπων αποκλεισμού, διακινδυνεύουμε να χάσουμε την κρίσιμη ευθύνη του να κατανοήσουμε επίσης πώς τα κανονιστικά καθεστώτα παράγουν κανονικότητες. Πράγματι, διακινδυνεύουμε να μη δούμε ότι η μεταναστευτική "παρατυπία" ("παρανομία") είναι η ίδια της ένα πολύ κανονικό και προβλέψιμο χαρακτηριστικό γνώρισμα της στερεότυπης και συστηματικής λειτουργίας των καθεστώτων επιβολής συνόρων και μετανάστευσης, και έτσι, διακινδυνεύουμε μια χωρίς πρόθεση συνενοχή στον κυρίαρχο μονόλογο του θεάματος των συνόρων, με την ανακύκλωση του κυρίαρχου θέματος "αποκλεισμού". Ως εκ τούτου, αντί της υιοθέτησης των πολιτικών θέσεων που μεταχειρίζονται τα σύνορα ως καθαρά διαδικασίες αποκλεισμού και συνεπώς προωθούν τέτοια συνθήματα όπως νοίξτε τα σύνορα!" στο (φιλελεύθερο) πνεύμα να υποστηρίξει μεγαλύτερη "ένταξη" πρέπει πραγματικά να προωθήσουμε αντ’ αυτού την κατάργηση όλων των συνόρων ως ουσιαστικό και χαρακτηριστικό γνώρισμα καθορισμού του καπιταλιστικού κράτους. Μέσω των συνόρων, τα κράτη νόμιμα και πολιτικά παράγουν και μεσολαβούν τις κοινωνικές και χωρικές διαφορές επάνω στις οποίες το κεφάλαιο μπορεί έπειτα να κεφαλαιοποιείται και να εκμεταλλεύεται.

Ένα μεγάλο μέρος της προηγούμενης δουλειάς μου έχει αφιερωθεί στην προβληματική κάθε απλοϊκής δυαδικής σύλληψης της "ένταξης" και του "αποκλεισμού", εν μέρει μέσω της επεξεργασίας των εννοιών "της ένταξης μέσω της παρανομοποίησης" και "της ένταξης μέσω του αποκλεισμού". Εδώ, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι η παρανομοποίηση ή η αποκανικοποίηση των μεταναστών -ακριβώς ως εργατικής δύναμης- είναι πάντα ένα είδος υποτιμημένης ενσωμάτωσης. Αυτό το είδος ενσωμάτωσης μπορεί να θεωρηθεί αισχρό ακριβώς επειδή όχι μόνο κρύβεται, αλλά και αποκαλύπτεται επιλεκτικά. Κατά συνέπεια, το θέαμα της αστυνόμευσης των συνόρων παράγει το ρυθμιστικό καθεστώς του ελέγχου της μετανάστευσης ως πάντα περικυκλωμένο από μια αδυσώπητη "εισβολή" ή "κατακλυσμό" "παράνομων" μεταναστών, και κατά αυτόν τον τρόπο συνήθως χρησιμεύει στο να επαληθεύσει ακριβώς την αισχρή συμπερίληψη της τυπικότητας των "παράτυπων" μεταναστών και την καθαρή κοινοτοπία της απεχθούς παρουσίας τους μέσα στο χώρο του κράτους.

Αν τα σύνορα είναι παραγωγικά των διαφορών με υλικούς και πρακτικούς τρόπους, τότε είναι κρίσιμο να σημειωθεί ότι δεν περιλαμβάνουν μόνο μια φυσική (μέσω της κινητοποίησης των διάφορων πρακτικών και των υλικών τεχνολογιών της οριοθέτησης) αλλά επίσης συντηρούν και μια ορισμένη μεταφυσική. Η μεταφυσική των συνόρων υπονοείται σαφώς στη συγκεκριμενοποίηση του πολιτικού (ως χαρακτηριστικό γνώρισμα της οικουμενικής σχέσης της εργασίας και του κεφαλαίου). Η πολιτική γίνεται έτσι συγκεκριμένη σύμφωνα με τις διακριτές ιστορίες αγώνων στα διάφορα μέρη. Αλλά η γενικευμένη κυρίαρχη μορφή αυτής της οικουμενικής πολιτικής σχέσης περιλαμβάνει μια καθολικοποίηση και μια κανονικοποίηση της μορφής του "εθνικού" κράτους. Η μορφή του "εθνικού" (εδαφικά καθορισμένου και οριοθετημένου) κράτους επομένως έχει γίνει το τυποποιημένο πλαίσιο της "πολιτικής" σε μια εθνικιστική παγκόσμια τάξη. Με απλά λόγια, τα σύνορα συνεχώς ενισχύουν την ιδεολογική εικόνα ενός κόσμου που αποτελείται από "έθνη" και "εθνικά" κράτη, στα οποία όλο το έδαφος -και κυριότερα, όλοι οι άνθρωποι-πρέπει να εντάσσονται και να αντιστοιχούν. Αυτή η μεταφυσική των συνόρων διαδραματίζει έναν καθοριστικό ρόλο σε παγκόσμια κλίμακα. Πράγματι, μπορούμε εδώ να θυμηθούμε την αξιοσημείωτη απεικόνιση της Χάνα Άρεντ (μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) "της νέας παγκόσμιας πολιτικής κατάστασης" ως της "πλήρως οργανωμένης ανθρωπότητας" που μοιάζει με "λαβύρινθο από αγκυλωτό σύρμα". Τα σύνορα, πλέον τα κατανοούμε, όχι μόνο ως αυτό που ορίζει τα επίσημα εξωτερικά όρια του κρατικού εδάφους και καθιερώνει το τμήμα μεταξύ του ενός ή του άλλου χώρου άσκησης εξουσίας, αλλά και υποδιαιρούν τον πλανήτη συνολικά. Με αυτό τον τρόπο, τα σύνορα υποδιαιρούν επίσης και την ανθρωπότητα ως ολότητα. Συνεπώς, σε έναν κόσμο όπου οι εργάτες δεν έχουν αληθινά καμία πατρίδα, εν τούτοις εμφανίζονται να είναι πρώτα απ’ όλα "υπήκοοι""πολίτες") του ενός ή του άλλου κράτους.

Τα σύνορα διασχίζουν την καθεμιά και τον καθένα, συμπεριλαμβανομένων ακόμα εκείνων που ποτέ δεν διασχίζουν τα σύνορα. Ως σοσιαλιστές, τότε ερχόμαστε αντιμέτωποι με το θεμελιώδες ζήτημα: θα γίνουμε τελικά (συνειδητά ή ανυποψίαστα) συνένοχοι της αστυνόμευσης των συνόρων, ακόμα και μόνο διά της άκριτης υιοθέτησης της εθνικιστικής άποψης για το κράτος που θεωρεί ότι η άσκηση της κυριαρχικής του εξουσίας βρίσκεται πίσω από κάθε καθεστώς συνόρων; Ή, αντίθετα, ως γνήσιοι διεθνιστές, θα στρατευτούμε με συνέπεια με το μέρος της δικής μας ελευθερίας μετακίνησης, αρνούμενοι όλα τα εθνικά σύνορα και παλεύοντας συνειδητά για τη θεμελιώδη αναδιάταξη της σχέσης ανάμεσα στο ανθρώπινο είδος και το χώρο του πλανήτη;
 

Σχόλια