Η Γενική Απεργία του 1926


Υπάρχει μια αμερικάνικη παροιμία που λέει ότι δεν μπορείς να αλλάξεις το άλογο στη μέση του ποταμού. Όμως, αυτή η πρακτική σοφία έχει συγκεκριμένα όρια. Το άλογο του ρεφορμισμού δεν διέσχισε ποτέ το ποτάμι της επανάστασης και η τάξη που μπήκε στον αγώνα κάτω από οπορτουνιστική ηγεσία θα αναγκαστεί να την αλλάξει μέσα στη φωτιά της μάχης.

Τόνι Κλιφ *ΤΡΟΤΣΚΙ 3. 1923-1927: Η πάλη ενάντια στην ανερχόμενη σταλινική γραφειοκρατία μαρξιστικόβιβλιοπωλείο


Η γενική απεργία του Μάη του 1926 απετέλεσε έναν αποφασιστικό σταθμό της ταξικής πάλης στη Βρετανία της μεσοπολεμικής περιόδου. Η ήττα της απεργίας είχε αποφασιστική σημασία για την εργατική τάξη, μιας και έθεσε τέρμα σε μια ολόκληρη περίοδο εργατικής μαχητικότητας (αν και χωρίς διακοπές) κι είχε ως αποτέλεσμα μια παρατεταμένη κυριαρχία της δεξιάς πτέρυγας, της ταξικής συνεργασίας στα συνδικάτα και την ενίσχυση της κυριαρχίας του δεξιού ρεφορμισμού στο Εργατικό Κόμμα.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1920, η βρετανική αστική τάξη στο σύνολό της ήθελε μια αναδιάρθρωση της οικονομίας. Το τίμημα, όπως σε κάθε καπιταλιστική κρίση, προοριζόταν να το πληρώσει η εργατική τάξη. Από αυτή την άποψη, η μάχη του 1926 δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο. Το σύστημα πάντα προσπαθούσε, και θα συνεχίσει να προσπαθεί, να κάνει τους εργάτες να λύνουν τα προβλήματά του. Όμως, το βάθος της κρίσης και η κλίμακα της πάλης κάνουν τα γεγονότα του 1926 να ξεχωρίζουν. Ήταν μια σύγκρουση Τιτάνων, με την αστική τάξη έτοιμη να παρατάξει το σύνολο των συνδυασμένων οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών της δυνάμεων ενάντια στους εργάτες και τις βασικές αμυντικές οργανώσεις τους, τα συνδικάτα.

Στις 29 Ιούλη του 1925, ο πρωθυπουργός Στάνλεϊ Μπάλντουιν δήλωσε στους ηγέτες των ανθρακωρύχων ότι «η κυβέρνηση δεν πρόκειται να παραχωρήσει άλλα δάνεια στη βιομηχανία άνθρακα, η οποία θα πρέπει να σταθεί αποκλειστικά στα δικά της πόδια».

Την επόμενη μέρα, η εφημερίδα Daily Herald δημοσίευσε τη συνομιλία ανάμεσα στον Μπάλντουιν και τους εκπροσώπους της Ομοσπονδίας Ανθρακωρύχων της Μεγάλης Βρετανίας, κατά την οποία ο πρωθυπουργός επανέλαβε δύο φορές ότι «οι εργάτες αυτής της χώρας πρέπει να αποδεχτούν μείωση των μισθών τους, ώστε να σταθεί στα πόδια της η βιομηχανία».

Στις 30 Ιούλη τα αφεντικά των ορυχείων ανακοίνωσαν ότι θα τερματίσουν τη συμφωνία του 1924, θα περικόψουν μισθούς, θα καταργήσουν τον κατώτερο μισθό, ο καθορισμός μισθών δεν θα γίνεται σε εθνική κλίμακα, αλλά τοπικά και ότι θα διατηρήσουν τα συνηθισμένα κέρδη τους, όσο χαμηλά κι αν χρειαστεί να πέσουν οι μισθοί. Την ίδια μέρα, σε μια έκτακτη συνδιάσκεψη, το συνδικάτο αποφάσισε ομόφωνα ότι το κίνημα θα σταματούσε την εξόρυξη και την επεξεργασία άνθρακα.

Την επόμενη μέρα ο Μπάλντουιν συνάντησε την κοινή αντιπροσωπεία της Ομοσπονδίας Ανθρακωρύχων και της Εκτελεστικής Επιτροπής του TUC. Τους ανακοίνωσε ότι οι ιδιοκτήτες των ανθρακωρυχείων είχαν συμφωνήσει να αναβάλλουν την επίδοση των ειδοποιήσεων για λοκ-άουτ, ότι θα διοριζόταν μια Βασιλική Επιτροπή Έρευνας για τη Βιομηχανία Άνθρακα και ότι, εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση θα κατέβαλλε επιδοτήσεις μέχρι τις 30 Απρίλη του 1926. Αυτή ήταν η «Κόκκινη Παρασκευή». Ο Μπάλντουιν δεν είχε άλλη επιλογή εκτός της υποχώρησης. Όπως είπε στο βιογράφο του, τον Τ.Μ. Γιανγκ, κάμποσα χρόνια αργότερα: «Δεν ήμασταν έτοιμοι ακόμα».

Μετά την «Κόκκινη Παρασκευή» η συνδικαλιστική ηγεσία κάθισε με σταυρωμένα τα χέρια, χωρίς να κάνει την παραμικρή προετοιμασία για να αντιμετωπίσει την επερχόμενη επίθεση της κυβέρνησης και των εργοδοτών στους ανθρακωρύχους. Ο ιστορικός Άλαν Μπούλοκ αναφέρει στη βιογραφία του Έρνεστ Μπέβιν ότι:
Στους επτά μήνες που μεσολάβησαν απ' τον Οκτώβρη [του 1925] μέχρι το τέλος του Απρίλη του 1926 και οδήγησαν κατευθείαν στο ξέσπασμα της Γενικής Απεργίας, το Γενικό Συμβούλιο δεν συζήτησε, ως τέτοιο, ούτε μια φορά το τι θα γινόταν όταν η κυβέρνηση θα σταματούσε την επιδότηση στις 30 του Απρίλη, ούτε ασχολήθηκε με προετοιμασίες για τη στήριξη των ανθρακωρύχων -εκτός βέβαια από το να λαμβάνει τις εκθέσεις της Ειδικής Βιομηχανικής Επιτροπής στις μηνιάτικες συνεδριάσεις του.
...η Βιομηχανική Επιτροπή δεν έκανε πιο ενεργητικά βήματα από το Γενικό Συμβούλιο. Ανάμεσα στην 1η Οκτώβρη του 1925 και την 1η Γενάρη του 1926 συνεδρίασε δύο φορές, αποφασίζοντας, την πρώτη φορά να παρακολουθήσει την πορεία των γεγονότων και να συνεδριάσει ξανά το 1926 «αν το απαιτήσουν οι περιστάσεις» και τη δεύτερη φορά (18 Δεκέμβρη) να μην ζητήσει να τις παραχωρηθούν έκτακτες αρμοδιότητες, όπως είχε προταθεί στο Σκάρμποροου.
Στους εννιά μήνες που προηγήθηκαν από την Πρωτομαγιά του 1926, οι «αριστεροί» του Γενικού Συμβουλίου του TUC, δεν έδειξαν ούτε ένα χιλιοστό περισσότερη πρωτοβουλία απ' ότι οι δεξιοί. Όταν την Πρωτομαγιά ένα εκατομμύριο ανθρακωρύχοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με το λοκ-άουτ των εργοδοτών, η ηγεσία του TUC κήρυξε, με κρύα καρδιά, πανεθνική απεργία.

Η ηγεσία του TUC έκανε από την αρχή σαφές ότι σκόπευε να κρατήσει την απεργία κάτω από τον έλεγχό της. Κράτησαν για τον εαυτό τους την απόφαση για το ποιος θα δουλεύει και ποιος θα απεργεί. Δεν έβαλαν όλους τους εργάτες μονομιάς στην απεργία. Η στρατηγική του TUC ήταν μια απεργία «κατά κύματα»- θα απεργούσαν κάποιοι κλάδοι, ενώ άλλοι θα περίμεναν, δουλεύοντας. Αν είχαν κατέβει σε απεργία όλοι οι συνδικαλισμένοι εργάτες μαζί, ο αντίκτυπος της απεργίας θα ήταν πολύ πιο δυνατός.

Η αλληλεξάρτηση ανάμεσα στους διαφορετικούς κλάδους της οικονομίας έκανε εντελώς γελοία τη φαεινή ιδέα της απεργίας «κατά κύματα». Παρά την απαράδεκτη ηγεσία της, η απεργία στις εννιά μέρες που κράτησε (4-12 Μάη) είχε σχεδόν απόλυτη συμμετοχή. Οι εργάτες επέδειξαν απαράμιλλο ενθουσιασμό και ακλόνητη αποφασιστικότητα. Κάθε μέρα που περνούσε, η απεργία δυνάμωνε παντού. Η οικονομία παρέλυε όλο και περισσότερο. Στην πραγματικότητα, η γραφειοκρατία προσπαθούσε να συγκρατήσει την πλημμύρα των εργατών που ήθελαν να απεργήσουν. Για τους γραφειοκράτες, το κύριο πρόβλημα δεν ήταν να πείσουν τους εργάτες να απεργήσουν, αλλά να πείσουν τα μέλη τους να συνεχίσουν να δουλεύουν ενόσω άλλοι κλάδοι κατέβαιναν σε απεργία. Ήταν η απόδειξη του πραγματικά πολύ μαχητικού πνεύματος των εργατών. Στην απεργία κατέβαινε ένας μεγάλος αριθμός ασυνδικάλιστων εργατών, όταν έβλεπαν τους συναδέλφους τους να απεργούν.

Οι «αριστεροί» συνδικαλιστές ηγέτες είχαν γίνει ουρά των δεξιών στη διάρκεια της απεργίας. Και το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε γίνει ουρά των «αριστερών». Το κεντρικό σύνθημα του Κομμουνιστικού Κόμματος στην απεργία ήταν: «Όλη η εξουσία στο Γενικό Συμβούλιο». Αυτό το σύνθημα πρόσφερε κάλυψη στις δραστηριότητες της ηγεσίας του TUC. 

Ενώ η απεργία συνεχιζόταν και δυνάμωνε, οι ηγεσίες του TUC και του Εργατικού Κόμματος, συνωμοτούσαν με την κυβέρνηση πίσω απ' τις πλάτες των εργατών για να τη σταματήσουν. Οι μυστικές διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν την τέταρτη μέρα της απεργίας (7 Μάη) και συνεχίστηκαν μέχρι και τη μέρα που κηρύχθηκε το τέλος της απεργίας. Αυτές οι διαπραγματεύσεις όχι μόνο κρατήθηκαν μυστικές απ' τους εργάτες, αλλά και από τους ίδιους τους ηγέτες των ανθρακωρύχων. Ο τερματισμός της απεργίας ανακοινώθηκε στις 12 Μάη. Ήταν μια ολοκληρωτική συνθηκολόγηση. Η απόφαση γι' αυτή τη συνθηκολόγηση ήταν ομόφωνη. Οι δυο αντιπρόσωποι ανθρακωρύχοι στο 32μελές Γενικό Συμβούλιο απουσίαζαν από τη συνεδρίαση (ο Τομ Ρίτσαρντς ήταν άρρωστος και ο Ρόμπερτ Σμάιλι ήταν στη Σκωτία για να βοηθήσει τα μέλη του εκεί).

Το Γενικό Συμβούλιο πήρε την απόφαση να σταματήσει την απεργία χωρίς να συμβουλευθεί τους ανθρακωρύχους. Οι αντιπρόσωποί τους ειδοποιήθηκαν κατόπιν εορτής. Οι «αριστεροί» του Γενικού Συμβουλίου συμπεριφέρθηκαν ακριβώς όπως οι δεξιοί. Αργότερα ο Μπομπ Τέρνερ, που ανήκε στη δεξιά πτέρυγα του Γενικού Συμβουλίου, έκανε το εξής πολύ σημαντικό σχόλιο σε μια επιστολή του στην εφημερίδα Sunday Worker που επηρεαζόταν απ' το Κομμουνιστικό Κόμμα:
Δε νομίζω ότι είστε δίκαιοι με το Γενικό Συμβούλιο του TUC. Μας χωρίζετε σε δεξιούς και αριστερούς, ωστόσο η ομόφωνη απόφαση του Γενικού Συμβουλίου για τον τερματισμό της απεργίας δε μας χώρισε σε δεξιούς και αριστερούς και αριστερούς.
Οι ανθρακωρύχοι, εγκαταλειμμένοι, συνέχισαν να παλεύουν μόνοι τους για έξι μήνες.

Μετά το τέλος της Γενικής Απεργίας, οι «αριστεροί» του TUC είχαν το θράσος να προσποιούνται ότι δεν είχε γίνει κανένα ξεπούλημα. Για παράδειγμα στις 13 Ιούνη ο Πάρσελ έγραψε στη Sunday Worker ότι η απεργία ήταν απλά μια «προκαταρκτική αναμέτρηση» και ότι: 
Στη διάρκεια αυτών των λίγων ημερών η εργατική τάξη έκανε περισσότερες προόδους απ' ότι στη διάρκεια πολλών χρόνων στο παρελθόν. Όσοι μιλάνε για την αποτυχία της Γενικής Απεργίας βρίσκονται απλά μια γενιά πίσω από την εποχή που ζούμε.
Ένα ακόμα πιο εκπληκτικό ξαναγράψιμο των γεγονότων προήλθε από την πένα του Χικς στο ίδιο φύλλο:
Η Γενική Απεργία ήταν νίκη ή ήττα; Απαντώ: ποιος κέρδισε περισσότερα; Η εργατική τάξη κέρδισε απείρως περισσότερα από τη Γενική Απεργία απ' ότι η καπιταλιστική τάξη... «Μια Μεγάλη νίκη»... Και βέβαια η Γενική Απεργία ήταν επιτυχημένη, μια μεγάλη νίκη. Όσοι υποστηρίζουν ότι η Γενική Απεργία ήταν αποτυχία, και ότι είναι άχρηστη ως μορφή αγώνα, πρέπει να ζούνε στον κόσμο τους.  
 

Σχόλια