Γιατί ηττήθηκε ο Δημοκρατικός Στρατός;

 
 εργατική αλληλεγγύη, τ.1238, 31 Αυγούστου 2016


Στις 28 Αυγούστου 1949 τα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) στο Γράμμο άρχισαν να συμπτύσσονται και να ετοιμάζουν την υποχώρησή τους στην Αλβανία. Την επόμενη μέρα όλα είχαν τελειώσει. Ο ΔΣΕ δεν μπορούσε να συνεχίσει τον πόλεμο μπροστά στην συντριπτική υπεροπλία του εχθρού. Στις 30 Αυγούστου οι κυβερνητικές εφημερίδες πανηγύριζαν για την «συντριβή της ανταρσίας» και του «συμμοριτισμού». 

Η επιχείρηση «Πυρσός» του κυβερνητικού στρατού στο Γράμμο και το Βίτσι είχε ξεκινήσει στις 2 Αυγούστου. Μπορεί η 5η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ να διακήρυττε στα τέλη Γενάρη του 1949 ότι ο στόχος πρέπει να είναι «να κερδίσουμε μέσα στα 1949 εμείς την καμπή στην εσωτερική μας εξέλιξη», αλλά η πραγματικότητα ήταν ότι οι συσχετισμοί ήταν συντριπτικοί εις βάρος του «δεύτερου αντάρτικου». 

Για παράδειγμα, όταν ο Ζαχαριάδης έκανε αυτές τις προβλέψεις στην 5η Oλομέλεια, ξεκινούσε η επιχείρηση Περιστερά στην Πελοπόννησο. Οι 3.500 περίπου μαχητές και μαχήτριες της 3ης μεραρχίας του ΔΣΕ βρέθηκαν αντιμέτωποι με 22.000 στρατιώτες, καταδρομείς, χωροφύλακες και παρακρατικούς. Είχαν προηγηθεί μαζικές συλλήψεις «ενισχυτών» των ανταρτών, ολόκληρα χωριά σε πολλές περιπτώσεις. 

Το Μάρτη οι μονάδες των ανταρτών που το προηγούμενο καλοκαίρι μπορούσαν να οργανώνουν μέχρι και παιδικές κατασκηνώσεις στις περιοχές που έλεγχαν, είχαν μετατραπεί σε ομάδες κυνηγημένων ανθρώπων που εξοντώνονταν μεθοδικά. Το ίδιο περίπου σενάριο επαναλήφθηκε στη Στερεά Ελλάδα και τη Θεσσαλία.  

Στο Βίτσι και το Γράμμο τον Αύγουστο οι 15.000 περίπου μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ βρέθηκαν αντιμέτωποι με περισσότερους από 100.000 του «εθνικού στρατού» που διέθετε 150 πυροβόλα, τανκς, αεροπλάνα και τα ανεξάντλητα εφόδια που εξασφάλιζε η αμερικάνικη στρατιωτική βοήθεια. 

Στο αίμα

Η άρχουσα τάξη με την ολόπλευρη στήριξη του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού έπνιξε στο αίμα το κίνημα της Αντίστασης και την Αριστερά. Από τον Ιούλη του 1946 μέχρι το 1951 εκδόθηκαν 7.500 θανατικές καταδίκες από τις οποίες εκτελέστηκαν οι 4.000 με 5.000. Στα τέλη του 1951 τα επίσημα στοιχεία μιλούσαν για 14.500 πολιτικούς κρατούμενους σε φυλακές και εξορίες (χωρίς να υπολογίζεται το κολαστήριο της Μακρονήσου όπου «αναμορφώνονταν» οι αριστεροί φαντάροι). Χιλιάδες ήταν οι δολοφονημένοι «ανεπίσημα», οι βασανισμένοι και οι διωγμένοι. 

Ο εμφύλιος δεν ήταν ένα ατύχημα που έφερε τους «έλληνες να τουφεκάνε έλληνες» λόγω της στενοκεφαλιάς κάποιων ηγεσιών από τις δυο πλευρές. Ήταν η τελευταία πράξη του κύκλου της επανάστασης και της αντεπανάστασης που συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία στη δεκαετία του ’40. Η δικιά μας πλευρά έχασε, η εργατική τάξη, οι φτωχοί, οι εκμεταλλευόμενοι. Το ζήτημα είναι γιατί. 
Οι κορυφαίες στιγμές της ταξικής πάλης στη δεκαετία του ’40 είχαν έρθει πιο νωρίς.  Τέτοια ήταν η Γενική Απεργία του Μάρτη του 1943 που ακύρωσε την προσπάθεια των ναζί να επιβάλλουν την πολιτική επιστράτευση. Ήταν το αποκορύφωμα εργατικών αγώνων που είχαν ξεσπάσει από το 1942. Αυτή η νικηφόρα μάχη της οργανωμένης εργατικής τάξης καθόρισε τις πολιτικές εξελίξεις για τον επόμενο ενάμιση χρόνο μέχρι την απελευθέρωση. 

Η δεύτερη ήταν ο Δεκέμβρης του 1944. Η ηγεσία του ΚΚΕ που ηγεμόνευε στο κίνημα, ήθελε να ακολουθήσει το δρόμο της ταξικής συνεργασίας και της «εθνικής ενότητας» που ακολουθούσαν όλα τα ΚΚ εκείνη την εποχή του «μεγάλου αντιφασιστικού πολέμου». Συμμετείχε στην κυβέρνηση της «εθνικής ενώσεως» παίρνοντας στους ώμους της ακόμα και την εφαρμογή αντεργατικών μέτρων όπως της νομισματικής σταθεροποίησης. 

Το ξέσπασμα του «κόκκινου Δεκέμβρη» ήταν η προσωρινή απώλεια του ελέγχου αυτού του κινήματος, και μέσα από αυτή τη ρωγμή ξετυλίχτηκε μια μάχη που κράτησε 33 μέρες· η μοναδική περίπτωση στην Ευρώπη που το κίνημα της Αντίστασης συγκρούστηκε ένοπλα με τους Συμμάχους «απελευθερωτές». 

Ο ΕΛΑΣ έχασε τη μάχη της Αθήνας, και η συνέχεια ήταν η υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας το Φλεβάρη του 1945 με βάση την οποία παρέδωσε τον οπλισμό του και διαλύθηκε. Οι διατάξεις της έδωσαν την ευκαιρία στην αστική τάξη να ανασυγκροτήσει το κράτος της και να εξαπολύσει ένα όργιο διωγμών ενάντια στο κίνημα της Αντίστασης, που σωστά το ΕΑΜ χαρακτήρισε «μονόπλευρο εμφύλιο πόλεμο». Οι χιλιάδες κατατρεγμένοι αγωνιστές στην ύπαιθρο που ανέβηκαν στα βουνά για να γλυτώσουν θα γίνονταν μερικούς μήνες αργότερα οι πρώτες μονάδες του ΔΣΕ. 

Για την ηγεσία του ΚΚΕ η Συμφωνία της Βάρκιζας δεν ήταν απλά μια αναγνώριση των αρνητικών συσχετισμών που έφερε η ήττα στην Αθήνα. Ήταν το σκαλοπάτι για να μπει ξανά στη ρότα της διεκδίκησης της συμμετοχής της σε μια κυβέρνηση με αστικά κόμματα. Ο Δεκέμβρης και η επέμβαση των ξένων διέκοψε την «ομαλή δημοκρατική εξέλιξη» εκτιμούσε η 12η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ τον Ιούνη του 1945. Το ζήτημα ήταν να ξεκινήσει ξανά αυτή η ομαλότητα. 

Στο όνομα αυτής της «δημοκρατικής πανστρατιάς», η Βάρκιζα έπρεπε να τηρηθεί μέχρι κεραίας (και να αποκηρυχτεί ο Άρης Βελουχιώτης). Στην ίδια Ολομέλεια ο «μεγάλος αρχηγός» Ζαχαριάδης ξιφουλκούσε ενάντια σε όσους «δεν καταλαβαίνουν την υποχωρητικότητά μας. Όπως είχαν άδικο και εκείνοι που κατέκριναν την ‘υποχωρητικότητά μας’ όπως τη λένε στο Λίβανο. Γιατί και τότε όπως και ΤΩΡΑ εμείς αποβλέπουμε σε ένα σκοπό: στο να αυξήσουμε τις δυνάμεις της αντίστασης τότε, της Δημοκρατίας σήμερα». 

Η ηγεσία στήριζε αυτές τις ελπίδες της στη ζωτικότητα που έδειχνε το μαζικό κίνημα παρά τα χτυπήματα της τρομοκρατίας. Για παράδειγμα το Σεπτέμβρη του 1945 το ΕΑΜ γιόρτασε τα 4 χρόνια από την ίδρυσή του με μια γιγάντια συγκέντρωση στο Παναθηναϊκό Στάδιο. 

Το Γενάρη του 1946 ξεσπά ένα απεργιακό κίνημα όπως αναφέρει μια μελέτη: «θα μπορούσε να πει κανείς ότι τον Ιανουάριο του 1946 όλοι οι Έλληνες απέργησαν αλλά όχι ταυτόχρονα». Στα συνδικάτα σάρωνε ο ΕΡΓΑΣ, η συνδικαλιστική παράταξη της Αριστεράς. Στο 8ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ οι 1.100 από τους 1.436 συνέδρους ανήκανε σε αυτή την παράταξη. 

Η ηγεσία του ΚΚΕ αντιμετώπιζε ένα δίλημμα. Αποζητούσε έναν έντιμο συμβιβασμό με έναν αντίπαλο που δεν είχε καμιά διάθεση για κάτι τέτοιο. Για να πετύχει αυτό το συμβιβασμό έπρεπε να αποδεικνύει σε εχθρούς και φίλους ότι διατηρούσε τη μαζική της βάση και για να το κάνει αυτό έπρεπε να αποδείχνει σε αυτή τη βάση ότι μπορούσε να απαντάει σε είδος στα πλήγματα της απέναντι πλευράς. 

Έτσι ο Ζαχαριάδης έλεγε στη συγκέντρωση της Τούμπας τον Αύγουστο του ’45 ότι αν δεν προχωρήσει η «ομαλή εξέλιξη» τότε θα ξανακουστεί στα «βουνά και τα λαγκάδια» το «εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα…». Όταν ο ιδιωτικός στρατός του Μαγγανά καταλάμβανε την Καλαμάτα τον Γενάρη του 1946 και δολοφονούσε αριστερούς κρατούμενους, η ηγεσία του ΚΚΕ δεν μπορούσε να μείνει άπραγη -συντόνισε και εξόπλισε τις ομάδες των αγωνιστών που ήταν στα βουνά. 

Μπερδεμένα βήματα

Όμως κάθε τέτοια χειρονομία και κίνηση προκαλούσε ρίγη τρόμου στο αστικό στρατόπεδο. Ήταν αντιφατική η προσπάθεια της ηγεσίας να κρατήσει το κίνημα σε «λογικά πλαίσια» και ακόμα και τις ένοπλες απαντήσεις να τις βλέπει σαν «μέσο πίεσης για ομαλές δημοκρατικές εξελίξεις». Γι’ αυτό η πολιτική του ΚΚΕ από το 1945 μέχρι το 1947 μοιάζει με τα μπερδεμένα βήματα ενός μεθυσμένου που παραπατάει πότε από εδώ και πότε από κει. Έχουμε μια «διολίσθηση προς τον Εμφύλιο» που την πρωτοβουλία των κινήσεων την έχει πάντα η αντίπαλη πλευρά. 

Το Νοέμβρη του 1945 το ΚΚΕ δίνει «ανοχή» στην κυβέρνηση Σοφούλη και τον Μάρτη του 1946 απέχει από τις εκλογές (για να τραβήξει το «δημοκρατικό κέντρο»). Τον Οκτώβρη του 1946 ανακοινώνεται η ίδρυση του Δημοκρατικού Στρατού αλλά λίγες μέρες πριν είχε συμμετάσχει στο νόθο δημοψήφισμα για την επιστροφή του βασιλιά Γεώργιου Β’. 

Τον Φλεβάρη του 1947 το ΠΓ της ΚΕ αποφασίζει ότι θα ρίξει το βάρος στον ένοπλο αγώνα, και τον Ιούνη ένα μέλος του, ο Μ. Πορφυρογένης, θα δηλώσει στο συνέδριο του Γαλλικού ΚΚ στο Στρασβούργο ότι ο αγώνας του ΔΣΕ «αποκρυσταλλώνεται προς τη δημιουργία μιας λεύτερης Ελλάδας με δικιά της κυβέρνηση και κρατική υπόσταση». Αλλά ο Κ. Καραγιώργης επισήμαινε στο Ριζοσπάστη ότι: «Τόσο στο Στρασβούργο όσο και δω υπάρχει ένα χέρι προτεταμένο ειλικρινώς για συμφιλίωση, για κατευνασμό, για συμβιβασμό». 

Η αντίληψη ότι το κίνημα είναι μια μηχανή που ανάβει και σβήνει με το πάτημα ενός κουμπιού είναι το σήμα κατατεθέν όλων των ρεφορμιστικών και γραφειοκρατικών ηγεσιών. Το ΚΚΕ κυριαρχούσε στα συνδικάτα αλλά επέμενε ότι οι απεργίες έπρεπε να γίνονται με το σταγονόμετρο. Τον Ιούλη του 1946 η κυβέρνηση πέρασε από τη βουλή το περιβόητο Γ’ Ψήφισμα «Περί εκτάκτων μέτρων κατά των επιβουλευομένων την δημοσίαν τάξιν και την ακεραιότητα του κράτους» που φίμωσε τα συνδικάτα και με βάση τις διατάξεις του ξεκίνησαν οι πρώτες εκτελέσεις από έκτακτα στρατοδικεία. Η απάντηση της ηγεσίας ήταν μια αναιμική 24ωρη απεργία. 

Με αυτό τον τρόπο, όμως, το κίνημα του 1945-46 εξαντλήθηκε και έχασε τη δυναμική του. Σε αντίθεση με την Αντίσταση όπου το αντάρτικο φούντωσε όταν η εργατική τάξη είχε μπει ορμητικά στο προσκήνιο, ο ΔΣΕ γνώρισε την ανάπτυξή του όταν η δυναμική της εργατικής τάξης είχε δει τις ευκαιρίες της να χάνονται.  

Ο Γράμμος το 1949 ήταν ο επίλογος μιας νικηφόρας επανάστασης που είχε χαθεί πιο πριν- όχι γιατί η εργατική τάξη δεν ήθελε να νικήσει, αλλά γιατί η ηγεσία της είχε μια στρατηγική συμβιβασμού.

Σχόλια