Από το Διαφωτισμό στον Ουτοπικό Σοσιαλισμό

Τυπώθηκε τον Ιούνη του 2011 σε 1.000 αντύτυπα / Μετάφραση: Χρήστος Πετράκος / Επιμέλεια: Κώστας Πίττας www.marxistiko.gr 

 
  

Διαφωτισμός

Στις δεκαετίες πριν τη «διπλή επανάσταση» βρισκόταν σε εξέλιξη ένας σκληρός αγώνας ιδεών μεταξύ των υπερασπιστών της φεουδαρχικής τάξης πραγμάτων και των υποστηριχτών της ανερχόμενης καπιταλιστικής κοινωνίας. Στο κέντρο αυτού του αγώνα ήταν το κίνημα που έμεινε στην ιστορία σαν «Διαφωτισμός».

Το σύστημα των ιδεών, η ιδεολογία που κυριαρχούσε στη φεουδαρχική Ευρώπη, είχε διαμορφωθεί από τους φιλοσόφους της Καθολικής εκκλησίας, που τροποποίησαν τις ιδέες του Αριστοτέλη, ενός από τους μεγαλύτερους Αρχαίους Έλληνες στοχαστές, έτσι ώστε να ταιριάζουν με το Χριστιανισμό. Το αποτέλεσμα που προέκυψε έδινε μια οπτική γωνία για τον κόσμο που εξηγούσε αρκετά από αυτά που συνέβαιναν, χωρίς όμως να θέτει υπό αμφισβήτηση τη δύναμη των φεουδαρχών γαιοκτημόνων και της μοναρχίας.

Τόμας Χομπς (1588-1679)
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, τα πάντα σ' αυτό τον κόσμο είχαν ένα κοινό σκοπό. Αυτός ο σκοπός έδινε σε όλα τα πράγματα τη θέση τους στον κόσμο. Έτσι λόγου χάρη, υποστήριζε ότι η φυσική κατάσταση των σωμάτων ήταν η ακινησία. Η κίνηση, η αλλαγή ήταν αφύσικη, κάτι που συνέβαινε όταν τα σώματα ταράζονταν, διώχνονταν από τις φυσικές τους θέσεις. Και αφού ταράζονταν, τα σώματα θα επέστρεφαν μετά ξανά στις φυσικές τους θέσεις, όπου ξανά θα βρίσκονταν σε ηρεμία. Ο σκοπός που έχει κάθε ον και ο χώρος που φυσικά καταλαμβάνει, όλα συνδυάζονταν, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, για να διαμορφώσουν την τάξη του σύμπαντος. 

Αυτός ο τρόπος αντιμετώπισης του κόσμου εξυπηρετούσε δύο ανάγκες.

Πρώτον, εξέφραζε μια πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή του χριστιανικού μύθου, ότι το σύμπαν και όλα όσα περιλαμβάνει είχαν δημιουργηθεί από το θεό. Η ιδέα ότι το κάθε τι είχε ένα σκοπό, συνεπάγεται ότι ταιριάζει σ' ένα σχέδιο, το σχέδιο ενός πανίσχυρου, παντογνώστη θεού με κάποιο σκοπό δικό του. Δεύτερο, ταίριαζε με τη δομή της φεουδαρχικής κοινωνίας στην οποία ο καθένας είχε τη θέση του, είτε ήταν ευγενής, είτε μέλος συντεχνίας, είτε δουλοπάροικος, μια θέση στην οποία αναγκαστικά θα βρίσκονταν και τα παιδιά του. Στην κορυφή του φεουδαρχικού συστήματος βρισκόταν ο βασιλιάς, όπως ο θεός στεκόταν στο κέντρο του σύμπαντος. Σύμφωνα μ' αυτό το σύστημα ιδεών, η σταθερή και αρμονική τάξη πραγμάτων, στην οποία ο καθένας είχε τη θέση του, αντανακλούσε τη σταθερότητα και την αρμονία του θεϊκού σύμπαντος.

Όμως, δυο εξελίξεις άρχισαν να απειλούν αυτό το σύστημα των ιδεών. Η ανάπτυξη της επιστήμης και η άνθιση μιας νέας τάξης. Η δύναμη των νέων εμπόρων και βιομηχάνων της καινούριας αστικής τάξης πήγαζε όχι από τους ένοπλους άνδρες που μπορούσαν να κινητοποιήσουν ή από τη γη που τους ανήκε, αλλά από τον έλεγχό τους στο χρήμα, στο «κεφάλαιο» και την ικανότητά τους να βγάζουν κέρδη. Έτσι, βρισκόταν σε συνεχή σύγκρουση με τους φραγμούς της φεουδαρχίας. Η ίδια σύγκρουση υπήρχε και ανάμεσα στους νέους επιστήμονες και τη φεουδαρχική αντίληψη για τον κόσμο, καθώς, ολοένα και περισσότερο, αυτοί έβλεπαν ότι δεν ταίριαζε με τις δικές τους εμπειρίες.

Η μεγάλη επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα -με την οποία συνδέονται τα ονόματα των Γαλιλαίου, Κέπλερ, Ντεκάρτ, Μπόυλ, Χούνγκενς και Νεύτωνα- δεν μπορεί να περιοριστεί απλά στα πλαίσια αυτής της ιδεολογικής πάλης. Όμως, οι συνέπειές της στη φεουδαρχική ιδεολογία ήταν τρομερές. Ήδη στο τέλος του 15ου αιώνα ο Κοπέρνικος υποστήριζε πως η γη γυρίζει γύρω από τον ήλιο και ότι δεν ήταν, όπως υποστήριζε ο Αριστοτέλης, το σταθερό κέντρο του σύμπαντος. Ο Γαλιλαίος προχώρησε πολύ περισσότερο, εισάγοντας το νόμο της αδράνειας, σύμφωνα με τον οποίο, η φυσική κατάσταση κάθε αντικειμένου είναι η κίνηση και όχι η στάση. Ξαφνικά, η μειοψηφία των Ευρωπαίων που μπορούσαν να διαβάσουν, ανακάλυψε ότι ζούσε σε ένα κόσμο που κινούνταν κι ότι η γη ήταν απλώς ένας μικρός και ασήμαντος πλανήτης σε ένα άπειρο σύμπαν. «Η σιωπή ενός απείρου διαστήματος με γεμίζει με τρόμο», έγραφε ο Μπλεζ Πασκάλ, ένας από τους πιο προσεκτικούς υπερασπιστές του καθολικισμού το 17ο αιώνα.

Μαρκήσιος ντε Κοντορσέ (1743-1794)
Τα οχυρά της φεουδαρχικής ιδεολογίας, με τη μορφή της Ιερής Εξέτασης, προσπάθησαν να τσακίσουν τη νέα επιστήμη με την καταστολή. Ο Τζορντάνο Μπρούνο κάηκε στην πυρά το 1600 γιατί συμφωνούσε με τον Κοπέρνικο, ενώ ο Γαλιλαίος προτίμησε να σωπάσει, όταν τον απείλησαν ότι θα είχε την ίδια τύχη. Όμως έναν αιώνα αργότερα, οι οπαδοί τους είχαν θριαμβεύσει. Οι Μαθηματικές Αρχές της Φυσικής Φιλοσοφίας του Νεύτωνα έγιναν η βάση των φυσικών επιστημών μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Η αποδοχή της φυσικής του Νεύτωνα καθρέφτιζε, τόσο την ιδεολογική και πολιτική κυριαρχία που η αστική τάξη κέρδισε στην Αγγλία σαν αποτέλεσμα των επαναστάσεων του 1640 και του 1688, όσο και την επιστημονική της αξία.

Είδαμε πως η αριστοτελική φυσική εξηγούσε τα φαινόμενα μέσω του σκοπού τους. Τα σώματα είχαν το καθένα τη σωστή του θέση στο σχέδιο του θεού. Θα κινούνταν μόνο αν ταράζονταν από τη φυσική τους θέση και θα σταματούσαν όταν θα επέστρεφαν πάλι σ' αυτήν. Η φυσική του Γαλιλαίου και του Νεύτωνα εξηγούσε την κίνηση των σωμάτων με τη μηχανική. Με άλλα λόγια, το τι έκαναν τα αντικείμενα εξαρτιόταν από τη δράση εξωτερικών δυνάμεων. Η κλασική περίπτωση είναι ο νόμος του Γαλιλαίου για την ελεύθερη πτώση, σύμφωνα με τον οποίο ένα αντικείμενο οποιουδήποτε βάρους που πέφτει θα επιταχύνεται με ρυθμό 9,8 μέτρα το δευτερόλεπτο. Αυτό συμβαίνει σαν αποτέλεσμα της βαρύτητας, δηλαδή της έλξης που ασκεί πάνω του ένα πολύ μεγαλύτερο αντικείμενο, δηλαδή η γη.

Η νέα επιστήμη ήταν υλιστική. Οι θεωρίες της δεν συνεπάγονταν ούτε σκοπό, ούτε σχέδιο, ούτε θεό. Ο κόσμος μπορούσε να γίνει κατανοητός, παίρνοντας υπόψη τη δράση διαφορετικών σωμάτων μεταξύ τους. Το φυσιολογικό συμπέρασμα ήταν ότι τα φυσικά αντικείμενα ήταν τα μόνα που υπήρχαν. Ψυχές, άγγελοι, διάβολοι, κι ο ίδιος ο θεός, οτιδήποτε δεν είχε σώμα, οτιδήποτε είχε μια καθαρά «πνευματική» ύπαρξη, δεν υπήρχε καθόλου. ο Γαλιλαίος, ο Νεύτωνας και οι άλλοι μεγάλοι επιστήμονες του 17ου αιώνα δεν έφτασαν σ' αυτό το συμπέρασμα, αλλά αυτόματα το έβγαλαν κάποιοι άλλοι. Όταν ο Ναπολέοντας Α΄ ρώτησε ένα Γάλλο φυσικό τι ρόλο έπαιζε ο θεός στις θεωρίες του, εισέπραξε την απάντηση: «Κύριε, δεν έχω ανάγκη απ' αυτή την υπόθεση».

Προφανώς, και μόνο το γεγονός ότι η φυσική ξεφορτώθηκε το θεό και τον «τελικό σκοπό», έδωσε τη δυνατότητα στη νέα επιστήμη να καταφέρει ένα συντριπτικό χτύπημα στην κυρίαρχη ιδεολογία. Το επόμενο λογικό βήμα θα έπρεπε να ήταν η επέκταση αυτής της επιστημονικής μεθόδου, από τη μελέτη της φύσης στη μελέτη της κοινωνίας. Αυτό το βήμα το έκανε ο Τόμας Χομπς, ο σημαντικότερος από τους αστούς πολιτικούς φιλοσόφους, στη διάρκεια της αγγλικής επανάστασης του 1640-1660. Ο υλισμός του Χομπς, οδήγησε τους Ιησουίτες να τον αποκαλέσουν «Δαίμονα του Μάλμσμπερι». Κανένας από τους διαδόχους του δεν προχώρησε όσο ο Χομπς. Με το αριστούργημά του Λεβιάθαν (1651), άρχισε η επιστημονική μελέτη της κοινωνίας.

Άνταμ Φέργκιουσον (1723-1816)
Το σημείο εκκίνησης ήταν να βρεθεί κάποια βασική
αρχή ανάλογη με την αρχή της αδράνειας (σύμφωνα με την οποία η κίνηση είναι η φυσική κατάσταση όλων των σωμάτων) στη μελέτη της φύσης. Η αρχή που βρέθηκε για να παίξει αυτό το ρόλο ήταν τα ανθρώπινα πάθη. Για το Χομπς και το Διαφωτισμό, το σημείο εκκίνησης οποιασδήποτε μελέτης της κοινωνίας ήταν η μελέτη της ανθρώπινης φύσης. Και η ανθρώπινη φύση με τη σειρά της θεωρούνταν ότι ήταν αναλλοίωτη. Τα πάθη των ανθρώπων, οι επιθυμίες και οι κλίσεις που τους σπρώχνουν να κινηθούν, είναι τα ίδια σε κάθε κοινωνία και σε κάθε περίοδο της ιστορίας. Το μόνο που αλλάζει είναι ο βαθμός στον οποίο οι κοινωνικοί και πολιτικοί θεσμοί διευκολύνουν ή δυσκολεύουν τους ανθρώπους ν' ακολουθήσουν αυτές τις κλίσεις και τις επιθυμίες.

Σε σύγκριση με την προηγούμενη πολιτική θεωρία, οι ιδέες του Διαφωτισμού αντιπροσώπευαν τρομερή πρόοδο. Το 17ο αιώνα ο Σερ Ρόμπερτ Φίλμερ υποστήριζε ότι η εξουσία των βασιλιάδων πήγαζε από το γεγονός ότι ήταν νόμιμοι κληρονόμοι του Αδάμ και της Εύας. Προφανώς, μια προσέγγιση της κοινωνίας που ξεκίνησε από μια σοβαρή προσπάθεια να κατανοηθεί η ανθρώπινη φύση ήταν ασύγκριτα προτιμότερη απ' αυτού του είδους τις ανοησίες. Επίσης, η ιδέα ότι η κοινωνία θα έπρεπε να κρίνεται από το βαθμό που ταίριαζε με τις επιθυμίες και τις κλίσεις των ανθρώπων ήταν μια βόμβα στα θεμέλια της φεουδαρχικής τάξης πραγμάτων, που όριζε τον καθένα σε μια προκαθορισμένη θέση.

Αλλά ο Διαφωτισμός είχε τρία βασικά ελαττώματα. Το πρώτο και πιο βασικό ήταν ότι έβλεπε την ανθρώπινη φύση αναλλοίωτη. Ακόμη χειρότερα, οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού έβλεπαν σ' αυτό που αποκαλούσαν «ανθρώπινη φύση», τη συμφεροντολογική συμπεριφορά που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους οι οποίοι ζουν σε μια καπιταλιστική κοινωνία. Αυτό ισχύει ακόμα και για τον Άνταμ Φέργκιουσον, έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της λεγόμενης σκωτσέζικης ιστορικής σχολής, μιας ομάδας στοχαστών που γνώριζαν καλά τις διαφορές που υπήρχαν ανάμεσα στις κοινωνίες.

Ο Φέργκιουσον έγραψε στο μεγάλο του έργο Δοκίμιο για την ιστορία της Κοινωνίας των Πολιτών (1767), ότι οι «ενστικτώδεις επιθυμίες» που τείνουν «στην αυτοσυντήρηση του ατόμου»
...γεννούν τους φόβους του πάνω στο ζήτημα της ιδιοκτησίας και του γνωρίζουν αυτό το αντικείμενο ενδιαφέροντος που αποκαλεί συμφέρον... Βρίσκει στην ενασχόληση με τον πλούτο... ένα αντικείμενο φροντίδας που γίνεται το κυριότερο πάθος στο μυαλό του... Κάτω από αυτή την επιρροή... οι άνθρωποι, αν δεν ελέγχονταν από τους νόμους της κοινωνίας των πολιτών, θα επιδίδονταν σε τέτοιες σκηνές βίας ή κακίας που θα εξέθεταν το είδος μας σε εναλλασσόμενες πλευρές συμπεριφοράς πιο φριχτές κι αποκρουστικές και πιο αισχρές και βδελυρές από οποιοδήποτε ζώο που κατοικεί στον πλανήτη.
Βαρώνος ντε Χόλπμπαχ (1723-1789)
Δεύτερον, η θεωρία του Διαφωτισμού για την ανθρώπινη φύση ήταν κυρίως μια μελέτη του ανθρώπινου νου. Τα πάθη των ανθρώπων και οι σκέψεις τους θεωρούνταν πιο σημαντικά στοιχεία από την οικονομική και κοινωνική τους θέση. Αυτό σήμαινε ότι η άποψη των φιλοσόφων του Διαφωτισμού για την ανθρώπινη φύση ήταν ιδεαλιστική, κέντραρε περισσότερο στις ιδέες παρά στον υλικό κόσμο της νέας επιστήμης. Μ' άλλα λόγια, για να υπάρξει αλλαγή αυτό που χρειαζόταν ήταν να εγκαταλειφθούν οι παλιές ιδέες και να υιοθετηθούν νέες. Αυτή η άποψη συνοψίστηκε από τον Κοντορσέ σ' ένα βιβλίο που είχε τίτλο Σκιαγραφία μιας Ιστορικής Μελέτης της Προόδου του Ανθρώπινου Νου. Ο τίτλος τα λέει όλα: για τον Κοντορσέ, η ιστορία ήταν ακριβώς η «πρόοδος του ανθρώπινου νου». Η κοινωνία γίνεται καλύτερη καθώς η γνώση αυξάνεται. Ο Κοντορσέ πίστευε ότι αυτή η πρόοδος θα συνέχιζε επ' αόριστον στο μέλλον.

Αυτή η αντίληψη για την ιστορία ήταν η βάση της πολιτικής στρατηγικής των φιλοσόφων του Διαφωτισμού. Η πολιτική αλλαγή, η μεταρρύθμιση, η κατάργηση της απολυταρχίας, θα ήταν αποτέλεσμα μιας μάχης ιδεών. Θα ήταν το προϊόν του Διαφωτισμού, δηλαδή του θριάμβου της λογικής πάνω στη δεισιδαιμονία και της επιστήμης πάνω στη λογική. Λόγω αυτής της έμφασης που έδιναν στο ρόλο των ιδεών, οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού έβλεπαν την οργανωμένη θρησκεία σαν κύριο εμπόδιο για την πρόοδο. «Ο δεσποτισμός είναι αποτέλεσμα της δεισιδαιμονίας» έγραφε ο Χόλμπαχ. Κατά συνέπεια, η απλή δύναμη της λογικής θα αρκούσε να διαλύσει τη θρησκεία και, κατά συνέπεια, να υπονομεύσει την απολυταρχία. «Μόλις ο άνθρωπος τολμήσει να σκεφτεί», έλεγε ο Χόλμπαχ, «η κυριαρχία του παπά καταστρέφεται».

Αυτή η πίστη στην παντοδυναμία της λογικής, ήταν η φυσική συνέπεια της θέσης των Διαφωτιστών σαν μια μικρή, πολύ μορφωμένη μειοψηφία, που ζούσε από την εργασία μιας (όπως πίστευαν) αγράμματης και δεισιδαίμονα πλειοψηφίας. Η κοινωνική τους θέση εξηγεί την τρίτη αδυναμία του Διαφωτισμού, τον ελιτισμό του: «Τι σημασία έχει», έγραφε ο Βολταίρος στον Ελβέτιο, «που ο ράφτης και ο τσαγκάρης κυβερνιούνται από τους παπάδες; Το ζήτημα είναι ότι αυτοί με τους οποίους ζεις είναι υποχρεωμένοι να χαμηλώνουν το βλέμμα τους μπροστά στο φιλόσοφο. Είναι προς το συμφέρον προς το συμφέρον του βασιλιά, δηλαδή του Κράτους, να κυβερνούν οι φιλόσοφοι την κοινωνία».

Οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού δεν ήταν επαναστάτες. Οι περισσότεροι ήταν ικανοποιημένοι με το ρόλο τους σαν σύμβουλοι δίπλα στους «πεφωτισμένους μονάρχες» του 18ου αιώνα, όπως ο Φρειδερίκος ο Μέγας της Πρωσίας. Στην καλύτερη περίπτωση επιζητούσαν μια συνταγματική μοναρχία, όπως της Βρετανίας. Αν είχαν ζήσει ως τη δεκαετία του 1790 θα είχαν τρομάξει από τις συνέπειες των ιδεών τους, που οδήγησαν στην υπονόμευση της φεουδαρχικής ιδεολογίας. Ένας απ' αυτούς, ο Κοντορσέ, επέζησε να δει τη Γαλλική Επανάσταση και πέθανε στη λαιμητόμο.

Παρ' όλες τις αδυναμίες τους, οι ιδέες του Διαφωτισμού έπαιξαν έναν ουσιαστικό ρόλο στο να δώσουν το διανοητικό σκελετό τους στους πρώτους σοσιαλιστές.


Ουτοπικός σοσιαλισμός

Ο σύγχρονος σοσιαλισμός εμφανίστηκε κύρια στη Γαλλία μετά την Επανάσταση του 1789. Οι δυο κύριες πτέρυγές του, ο ουτοπικός σοσιαλισμός του Κώμη ντε Σαιν-Σιμόν, του Σαρλ Φουριέ και του Ρόμπερτ Όουεν και ο επαναστατικός κομμουνισμός του Γράκχου Μπαμπέφ και του Αύγουστου Μπλανκί, χαρακτηρίζονται κυρίως από τη στάση τους απέναντι στη Γαλλική Επανάσταση. Η πρώτη την απέρριπτε, η δεύτερη ήθελε να την ολοκληρώσει.

Ο Σαιν-Σιμόν και ο Φουριέ έζησαν στην εποχή της επανάστασης και υπέφεραν πολύ απ' αυτήν. Ο Σαιν-Σιμόν φυλακίστηκε στη διάρκεια της Τρομοκρατίας και ο Φουριέ καταστράφηκε από την πολιορκία της Λυών το 1793. Έτσι απέρριπταν την επαναστατική δράση λόγω της βίας και της καταστρεπτικότητάς της. Μάλιστα, ακριβώς επειδή η επανάσταση είχε μεγαλώσει το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η πολιτική δράση δεν ήταν μέσο που μπορούσε να καλυτερεύσει την κατάσταση της ανθρωπότητας. Μόνο η ειρηνική προπαγάνδα προσέφερε την ελπίδα για την επίτευξη μιας πραγματικής και δημιουργικής αλλαγής.

Ανρί ντε Σαιν-Σιμόν (1760-1825)
Το χάσμα ανάμεσα στις διακηρύξεις της Επανάστασης περί ελευθερίας, ισότητας και αδελφότητας και την καπιταλιστική πραγματικότητα της μετεπαναστατικής γαλλικής κοινωνίας, ήταν το σημείο εκκίνησης για τους ουτοπικούς. Ακόμα και σήμερα, οι αντιλήψεις τους αποτελούν μια δυνατή κριτική του καπιταλισμού, της οικονομικής του αναρχίας και της κατάπνιξης των ανθρώπινων αναγκών. Οι ουτοπικοί στόχευαν σε μια νέα κοινωνία που θα μπορούσε να ικανοποιήσει αυτές τις ανάγκες.

Το χρέος των ουτοπικών στο Διαφωτισμό φαίνεται καθαρά όταν εξετάσουμε το Φουριέ. Και ο Φουριέ ξεκίνησε από μια θεωρία που είχε σαν βάση της την ανθρώπινη φύση. Αλλά ενώ οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού θεωρούσαν το ατομικό συμφέρον σαν το πιο βασικό από τα ανθρώπινα ένστικτα, ο Φουριέ μίλησε για πολύ περισσότερα πράγματα. Σύμφωνα με την περιγραφή που δίνει για τα δώδεκα βασικά πάθη, τα ανθρώπινα όντα επιθυμούν την αγάπη και τη φιλία καθώς και την υλική ικανοποίηση. Επιθυμούν να απολαύσουν μια ολόκληρη ποικιλία από διαφορετικές ασχολίες και να ανταγωνίζονται επιτυχώς ο ένας τον άλλον. Η λογική αυτού του επιχειρήματος κατέληγε στο ότι ο καπιταλισμός, αντί να είναι όπως πίστευαν οι στοχαστές του Διαφωτισμού η πιο φυσική μορφή ανθρώπινης κοινωνίας, ήταν η πιο αφύσικη, γιατί κατέπνιγε κάποιες από τις πιο σημαντικές ανθρώπινες ανάγκες και επιθυμίες. Έτσι, ενώ ο Διαφωτισμός ασκούσε κριτική στο δεσποτισμό και στη δεισιδαιμονία, ο Φουριέ εξαπέλυσε μια επίθεση σε όλο τον «πολιτισμό», δηλαδή στην ταξική κοινωνία.

Σαρλ Φουριέ (1772-1837)
Στην «κοινωνική κόλαση» της σύγχρονης κοινωνίας, οι ουτοπικοί αντιπαρέβαλλαν μια εικόνα του μέλλοντος. Ο Σαιν-Σιμόν εξέφραζε όλους τους ουτοπικούς όταν έλεγε ότι «η χρυσή εποχή του ανθρώπινου γένους δεν βρίσκεται πίσω, αλλά μπροστά μας». Ο Φουριέ πάλι, ανέπτυξε την πιο δυνατή (αν και σε ορισμένα σημεία την πιο τρελή) περιγραφή για το πώς θα ήταν ο σοσιαλισμός. Η βασική ενότητα της Αρμονίας, όπως αποκαλούσε τη νέα κοινωνία, θα ήταν το Φαλανστήριο, μια κυρίως αγροτική κοινότητα με ακριβώς 1620 ανθρώπους, που θα ζούσαν, θα δούλευαν και θα έτρωγαν μαζί. Σύμφωνα με τη θεωρία του Φουριέ για την ελκυστική εργασία, οι άνθρωποι θ' άλλαζαν απασχόληση κάθε λίγες ώρες με ομάδες από άλλους εργαζόμενους μέσα στο Φαλανστήριο, για να ικανοποιήσουν την επιθυμία τους για ποικιλία και συναγωνισμό. Κάθε ανθρώπινο πάθος θα ικανοποιούνταν.

Είναι εύκολο να χλευάζει κανείς σήμερα τις πιο φαντασιόπληκτες πλευρές του ουτοπικού σοσιαλισμού. (Ο Φουριέ πίστευε ότι στην Αρμονία η θάλασσα θα μεταμορφωνόταν σε λεμονάδα). Αυτό που είχε σημασία στους ουτοπικούς, όμως, ήταν η έμφασή τους στις απελευθερωτικές πλευρές του σοσιαλισμού. Όλοι οι διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους οι επιθυμίες και οι ικανότητες των ανθρώπων καταπιέζονται από την ταξική κοινωνία πολιτιστικά και σεξουαλικά, όπως και οικονομικά και πολιτικά, θα εξαφανίζονταν στη νέα κοινωνία. Ο Φουριέ ήταν ο πιο οξύς αντίπαλος της αστικής οικογένειας και υποστηριχτής της απελευθέρωσης των γυναικών. Ο όρος «φεμινισμός» ήταν δικό του δημιούργημα.

Το πρόβλημα, φυσικά, ήταν το πώς θα γίνει το πέρασμα από τον Πολιτισμό στην Αρμονία. Κι εδώ ξανά η επιρροή του Διαφωτισμού ήταν αποφασιστική. Ο Σαιν-Σιμόν και οι οπαδοί του, το κομμάτι των ουτοπικών με την πιο ιστορική αντίληψη, ακολουθούσαν τον Κοντορσέ στην πεποίθηση ότι η κοινωνική αλλαγή ήταν συνέπεια της «προόδου του ανθρώπινου νου». Ο Σαιν-Σιμόν γνώριζε το ρόλο της ταξικής πάλης στην ιστορία. Χώριζε τη γαλλική κοινωνία της εποχής του στους «εργατικούς» και στους «αργόσχολους» -ανάμεσα σ' αυτούς που δούλευαν και στα πλούσια παράσιτα που απομυζούσαν την εργασία τους. Αλλά πίστευε ότι η αλλαγή ήταν αποτέλεσμα νέων επιστημονικών ανακαλύψεων. Οι οπαδοί του Σαιν-Σιμόν έκαναν διάκριση μεταξύ των «οργανικών» εποχών, όπου όλοι συμμερίζονταν τις ίδιες απόψεις και των «κριτικών» εποχών στις οποίες διαφωνούσαν μεταξύ τους κι έτσι η κοινωνία κατέρρεε. Έτσι οι ιδέες γίνονται ο κινητήρας της ιστορικής αλλαγής.

Οι ουτοπικοί σοσιαλιστές πίστευαν ότι η λογική θα κυριαρχούσε σαν αποτέλεσμα μιας διαδικασίας διαφωτισμού. Η εκπαίδευση και το σταδιακό άπλωμα των σοσιαλιστικών ιδεών, θα μεταμόρφωναν τον κόσμο. Και απευθυνόταν ιδιαίτερα στους καπιταλιστές. Και ο Φουριέ και ο Σαιν-Σιμόν ήταν αντίθετοι στην κατάργηση των τάξεων. Ο Φουριέ, λόγου χάρη, έλπιζε ότι κάποιοι πεφωτισμένοι επιχειρηματίες θα χρηματοδοτούσαν ένα Φαλανστήριο, που πίστευε ότι θα εξασφάλιζε μια καλή απόδοση στην επένδυσή τους και θα εξαφάνιζε τα κακά του Πολιτισμού. Ο Φουριέ περίμενε ότι, αφού στηνόταν μερικά Φαλανστήρια, θα γίνονταν παράδειγμα προς μίμηση και θα εξαπλώνονταν, ωσότου η Αρμονία κυριαρχήσει στον πλανήτη. Έβαλε ακόμα και διαφήμιση για τους επενδυτές, ανακοινώνοντας στον τύπο ότι μπορούσαν να τον βρουν σ' ένα ορισμένο καφενείο την ίδια ώρα κάθε βδομάδα, αν κάποιος καπιταλιστής ήθελε να μάθει περισσότερα για τα σχέδιά του. (Κανείς δεν ήρθε).

Στις δεκαετίες του 1830 και του 1840 καθώς το γαλλικό εργατικό κίνημα άρχισε να αναπτύσσεται, η ιδέα ότι υπήρχε θέση για το κεφάλαιο στη νέα κοινωνία γινόταν όλο και λιγότερο αποδεκτή. Οι οπαδοί του Σαιν-Σιμόν υποστήριζαν ότι η διανομή στο σοσιαλισμό θα γινόταν με βάση την αρχή «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τα έργα του», υπονοώντας ότι αυτοί με τις περισσότερες ικανότητες και δεξιότητες θα έπαιρναν περισσότερα από τους άλλους. Ο Λουί Μπλαν επινόησε το εξισωτικό σύνθημα «από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του».

Γράκχος Μπαμπέφ (1760-1797)
Στην αυστηρά πειθαρχημένη ουτοπία που περιέγραφε ο Ετιέν Καμπέ στο Ταξίδι στην Ικαρία (1840), δεν υπήρχε θέση για το κεφάλαιο. Έτσι γεννήθηκε ο γαλλικός κομμουνισμός, που με την ηγεσία του Καμπέ κέρδισε μαζική εργατική υποστήριξη. Ο Καμπέ, παρά την πίστη του στην ισότητα, δεν ήταν επαναστάτης. «Αν κράταγα μια επανάσταση στο χέρι μου», διακήρυσσε, «θα κράταγα το χέρι μου κλειστό ακόμα και αν αυτό θα σήμαινε το θάνατό μου στην εξορία». Το ίδιο ίσχυε και για τον αντίπαλο του Καμπέ, τον Πιερ Ζοζέφ Προυντόν, που απέρριπτε την άποψη των κομμουνιστών για μια συγκενρτωτική μελλοντική κοινωνία, στην οποία τα πάντα θα ήταν κοινή ιδιοκτησία και θα διευθύνονταν από κοινού. Η ουτοπία του Προυντόν ήταν ο παράδεισος του μικρού αγρότη και τεχνίτη: οι τράπεζες και το μεγάλο κεφάλαιο θα καταργούνταν, αλλά η ατομική ιδιοκτησία θα παρέμενε. Σαν τον Καμπέ όμως, ο Προυντόν πίστευε πως ο σοσιαλισμός μπορούσε να εγκαθιδρυθεί σαν αποτέλεσμα της ειρηνικής προπαγάνδας.

Υπήρχαν άλλοι που προτιμούσαν τη δράση από τα λόγια. Ο Μπλανκί έλεγε: «Ο κομμουνισμός (δηλαδή οι ιδέες του Καμπέ) και ο Προυντονισμός στέκονται στην όχθη του ποταμού συζητώντας για το αν το χωράφι που βρίσκεται στην άλλη μεριά είναι σπαρμένο με σιτάρι ή με καλαμπόκι. Ας περάσουμε και θα δούμε».

Η επαναστατική κομμουνιστική παράδοση της οποίας ο Μπλανκί, πριν το Μαρξ, ήταν ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος, αναδείχθηκε μέσα από την άκρα αριστερά πτέρυγα των ριζοσπαστών δημοκρατικών στη Γαλλική Επανάσταση. Στην κορύφωση αυτής της Επανάστασης, το 1793-1794, οι Ιακωβίνοι είχαν επιβάλει μια συγκεντρωτική δικτατορία που, πριν ανατραπεί από τους μετριοπαθείς, έσωσε τη Γαλλία από τους εχθρούς της στο εξωτερικό, τσάκισε την εσωτερική αντιπολίτευση με τη χρήση της γκιλοτίνας και επέβαλε περιορισμούς, όπως τον έλεγχο τιμών στο ελεύθερο παιχνίδι της αγοράς. Το 1797 ο Μπαμπέφ και τα άλλα μέλη της Συνωμοσίας των Ίσων εκτελέστηκαν γιατί σκόπευαν να παλινορθώσουν την επαναστατική δικτατορία. Σκόπευαν αυτή τη φορά να προχωρήσουν πολύ πιο μακριά από τους Ιακωβίνους, γιατί είχαν στόχο να υλοποιήσουν τα ιδανικά της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφότητας με την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και την επιβολή της απόλυτης ισότητας.

Αύγουστος Μπλανκί (1805-1881)
Ο Μπλανκί συμφωνούσε με τους ουτοπικούς στην οξεία κριτική του καπιταλισμού και στην προοπτική μιας μελλοντικής κοινωνίας που αποκαλούσε κομμουνισμό. Ακολούθησε όμως τον Μπαμπέφ στην πεποίθηση ότι ο κομμουνισμός μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσα από την ένοπλη ανατροπή του υπάρχοντος κράτους και την εγκαθίδρυση μιας επαναστατικής δικτατορίας. Ο Μπλανκί ήταν που επινόησε την έκφραση «δικτατορία του προλεταριάτου». Εννοούσε όμως μια δικτατορία πάνω από το προλεταριάτο. Γιατί ο Μπλανκί πίστευε ότι η επιρροή της κυρίαρχης ιδεολογίας και ειδικά της θρησκείας θα εμπόδιζε τη μάζα του πληθυσμού από το να υποστηρίξει ενεργά την επανάσταση. Η εξουσία θα έπρεπε να καταληφθεί για λογαριασμό της εργατικής τάξης, όχι από την ίδια την εργατική τάξη. «Το πρώτο καθήκον» της δικτατορίας θα ήταν  να τσακίσει όλες τις θρησκείες σαν «δολοφόνους του ανθρώπινου γένους» και μόνο αφού αυτό το καθήκον θα είχε επιτευχθεί θα ήταν οι εργάτες έτοιμοι για τον κομμουνισμό.

Η στρατηγική του Μπλανκί πήγαζε από τη συνολική άποψή του για το πώς θα φτάναμε στο σοσιαλισμό. Μια μυστική εταιρία επαγγελματιών επαναστατών ήταν αναγκαία για να οργανώσει την ένοπλη εξέγερση. Με άλλα λόγια, ο καπιταλισμός θα ανατρέπονταν από τη δράση μιας πεφωτισμένης μειοψηφίας. Οι λόγοι έγιναν σαφείς από το Γερμανό ομοϊδεάτη του Μπλανκί, το Βίλχελμ Βάιτλινγκ:
Η αναμονή μέχρι να γίνουν όλοι αρκετά διαφωτισμένοι, όπως συνήθως προτείνεται, σημαίνει την εγκατάλειψη του αγώνα. Γιατί ένας ολόκληρος λαός δεν θα διαφωτιστεί ποτέ στον ίδιο βαθμό, τουλάχιστον όσο εξακολουθούν να υπάρχουν η ανισότητα και η πάλη των ατομικών συμφερόντων στην κοινωνία.
Με μεγάλη συνέπεια και θάρρος ο Μπλανκί εφάρμοσε τις πεποιθήσεις του. Στη δεκαετία του 1830 αναμίχθηκε σε δύο συνωμοσίες που οδήγησαν στην εξέγερση του Μάη του 1839, η οποία τσακίστηκε εύκολα από τις δυνάμεις του κράτους. Η ζωή του Μπλανκί ακολούθησε έναν κύκλο σύντομων περιόδων επαναστατικής δραστηριότητας, που ακολουθούνταν από μακρόχρονες περιόδους φυλακής ή εξορίας. Φυλακίστηκε από κάθε καθεστώς που κυβέρνησε τη Γαλλία μεταξύ του 1815 και του 1880.

Βίλχελμ Βάιτλινγκ (1808-1871)
Παρά τις διαφορές τους, οι ουτοπικοί σοσιαλιστές και οι μπλανκιστές μοιράζονταν μια κοινή κληρονομιά από το Διαφωτισμό. Όλοι πίστευαν ότι η ιστορική αλλαγή ήταν αποτέλεσμα μιας μάχης ιδεών. Η εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού θα ήταν αποτέλεσμα του διαφωτισμού της πλειοψηφίας του πληθυσμού. Αυτό οδηγούσε φυσικά στον ελιτισμό. Γιατί, εφόσον οι περισσότεροι εργάτες και αγρότες προφανώς δεν ήταν φωτισμένοι, η κοινωνική αλλαγή μπορούσε να ξεκινήσει μόνο μέσα από τη δράση λίγων ανθρώπων που κατανοούσαν την αλήθεια. Είτε η δράση έπαιρνε τη μορφή της δημιουργίας Φαλανστηρίων, είτε της οργάνωσης ένοπλων εξεγέρσεων, είχε λιγότερη σημασία από το γεγονός ότι οι εργάτες έπρεπε να είναι παθητικοί μάρτυρες της απελευθέρωσής τους. 

Ο Μάρξ έγραφε για τους ουτοπικούς:
Στη διαμόρφωση των σχεδίων τους συνειδητά υπερασπίζονται κυρίως τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, σαν της τάξης που υποφέρει πιο πολύ. Το προλεταριάτο υπάρχει γι' αυτούς σαν η πιο βασανισμένη τάξη. Η καθυστερημένη κατάσταση της ταξικής πάλης, καθώς και το περιβάλλον τους, κάνει τους σοσιαλιστές αυτού του είδους να θεωρούν τον εαυτό τους ότι είναι υπεράνω των ταξικών ανταγωνισμών. Θέλουν να βελτιώσουν την κατάσταση κάθε μέλους της κοινωνίας, ακόμα και των πιο ευκατάστατων. Έτσι φυσικά απευθύνονται γενικά στην κοινωνία χωρίς διάκριση τάξεων και μάλιστα με προτίμηση στην άρχουσα τάξη. Γιατί πώς είναι δυνατόν οι άνθρωποι, αφού κατανοήσουν το σύστημα των Ουτοπικών, να μην δουν σ' αυτό το σύστημα το καλύτερο σχέδιο για την επίτευξη της καλύτερης δυνατής κοινωνικής κατάστασης; (Κομμουνιστικό Μανιφέστο, σ.86) 
Ο Μπλανκί δεν πίστευε στην ταξική συνεργασία. Όταν τον ρωτούσαν ποιο είναι το επάγγελμά του, απαντούσε: «Προλετάριος». Είχε μαζική εργατική υποστήριξη. Αλλά, όπως συνέβαινε και με τους ουτοπιστές, η στρατηγική του αντανακλούσε «την καθυστέρηση της ταξικής πάλης».

Η έντονα καταπιεστική φύση των καθεστώτων του 19ου αιώνα και η υπανάπτυξη της γαλλικής βιομηχανίας, που ακόμη ήταν κυρίως σκορπισμένη σε μικρές βιοτεχνίες, σήμαινε ότι η δημιουργία μιας ανοιχτής οργάνωσης βασισμένης στη συλλογική οικονομική δύναμη της εργατικής τάξης ήταν δύσκολη -αν όχι αδύνατη- και η παράνομη δραστηριότητα αναγκαία. Αλλά αυτό είχε σαν συνέπεια να αντιμετωπίζει τους εργάτες με έναν τρόπο εντυπωσιακά παρεμφερή με τους ουτοπικούς σοσιαλιστές. Για τους επαναστάτες κομμουνιστές και για τους ειρηνικούς ουτοπικούς εξίσου, η εργατική τάξη ήταν το αντικείμενο και όχι το υποκείμενο της αλλαγής. 

Σχόλια