Ελευθερία, Θρησκεία και Μαρξ



Στον απόηχο του τρομακτικού φονικού στο Παρίσι, ο Κεν Ολέντε εξετάζει τη Μαρξιστική στάση απέναντι στη σάτιρα, την ελεύθερη έκφραση και το ρόλο της θρησκείας.

Το τρομακτικό και σοκαριστικό φονικό στα γραφεία του Γαλλικού περιοδικού Charlie Hebdo και στο Ιουδαϊκό σουπερμάρκετ τροφίμων έσπειρε μια χορωδία υπερασπιστών της υποτιθέμενης ελευθερίας ενάντια στη θρησκευτική μισαλλοδοξία.

Το περιοδικό επαινέθηκε για την υποτιθέμενη αντίθεσή του σε κάθε θρησκεία και εξουσία μηδεμιάς εξαιρουμένης. Υπάρχει όμως ένα χάσμα ανάμεσα στα λιβελογραφήματα που απευθύνονται σ’ αυτούς που βρίσκονται στην κορυφή της κοινωνίας και στη χλεύη των φτωχών και των καταπιεσμένων.

Το να γελά κανείς μ’ αυτούς που απολαμβάνουν την ασφάλεια του πλούτου και της κοινωνικής τους θέσης δεν είναι το ίδιο με το να κοιτάς να ταπεινώσεις ακόμα περισσότερο αυτούς που αντιμετωπίζουν καθημερινά το θεσμικό ρατσισμό και τις επιθέσεις του κράτους.

Η σάτιρα μπορεί να λέει την αλήθεια για την εξουσία, αλλά μπορεί και να παγιδεύει και να ενθαρρύνει την προκατάληψη.

Η αυτοεικόνα του Δυτικού τρόπου σκέψης είναι ότι από το «Διαφωτισμό» και το 18ο αιώνα υπήρξε σε μεγάλο βαθμό ανεκτικός και κοσμικός.

Αλλά η «ελευθερία λόγου» είναι ένας μύθος –και οι κυβερνήτες μας και οι πλούσιοι το ξέρουν πολύ καλά αυτό. Χειραγωγούν ό,τι λέγεται μέσα από την ιδιοκτησία και τον έλεγχο της πλειοψηφίας των μέσων ενημέρωσης, και μερικές φορές χρησιμοποιούν την ωμή βία ή τη λογοκρισία προκειμένου να πνίξουν τις αντιτιθέμενες φωνές.

Το Charlie Hebdo στήθηκε αφού πρώτα λογοκριτές έκλεισαν το περιοδικό όπου οι σκιτσογράφοι εργάζονταν πριν.

Κρίθηκε «ένοχο» για τη δημοσίευση ενός κωμικού κηδειόχαρτου του Σαρλ ντε Γκωλ το 1970.

Οι γελοιογραφίες συμβάλλουν στο να εκτίθενται τα προνόμια και η διαφθορά. Ο Τζέημς Γκίλρεϋ έφτιαχνε καρικατούρες του Βασιλιά Γεώργιου Γ΄ και πολιτικών από το 1790 και μετά.

Το περιοδικό Private Eye γελοιοποιούσε το συντηρητικό πρωθυπουργό Χάρολντ Μακμίλαν τη δεκαετία του 1960. Αλλά οι άνθρωποι που υπερασπίζονται τη σάτιρα αυτού του είδους πολύ σπάνια αναφέρονται στα ρατσιστικά ή αντι-Σημιτικά σκίτσα του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα.

Ελάχιστοι θα υποστήριζαν την ελεύθερη διακίνηση ενός περιοδικού που θα συνηγορούσε υπέρ της παιδικής κακοποίησης. Υπάρχουν περιορισμοί στο δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης. Εξαιρείται, για παράδειγμα, και υπάρχει δεδικασμένο στην ιστορία του Αμερικανικού δικαίου, το δικαίωμα να φωνάζει κανείς «ΦΩΤΙΑ!» σ’ ένα κατάμεστο αμφιθέατρο γιατί, όπως εξηγεί η απόφαση, κάτι τέτοιο «θα προκαλούσε έναν ξεκάθαρο και υπαρκτό κίνδυνο πρόκλησης ατυχημάτων που το Κονγκρέσο δικαιούται να αποτρέψει».

Αυτό που κυβερνώντες και κυβερνώμενοι θεωρούν λογικό διαφέρει. Αν και μπορεί να συμφωνούν γενικώς ότι η προώθηση της παιδικής πορνογραφίας δεν επιτρέπεται, η Αμερικάνικη κυβέρνηση, για παράδειγμα, κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο χρησιμοποίησε αυτή τη δικαιολογία για να απαγορεύσει την έκδοση φυλλαδίων ενάντια στην επιστράτευση.

Η Τσέλσι Μάνινγκ [τρανς γυναίκα που υπηρετούσε στον Αμερικάνικο στρατό] καταδικάστηκε πρόσφατα [τον Ιούλιο του 2013] σε 35 χρόνια φυλάκιση στις ΗΠΑ γιατί αποκάλυψε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις και το βομβαρδισμό στη Σερβία το 1999 με αεροπλάνα του ΝΑΤΟ δημοσιογράφων αντιφρονούντων των ΗΠΑ.

Το άλλο θέμα που ανέκυψε μετά το φονικό είναι ο ρόλος της θρησκείας. Πολλοί άνθρωποι που θέλουν να εξηγήσουν τον κόσμο μ’ ένα λογικό τρόπο θεωρούν τη θρησκεία σαν ένα από τα βασικά προβλήματα.

Αλλά ενώ μιλούν για την κάθε θρησκεία, στην πράξη δίνουν έμφαση στο Ισλάμ και σε κάποιες εκδοχές του χριστιανισμού που κυριαρχούν έξω απ’ το Δυτικό κόσμο.

Υπάρχουν ελάχιστα άρθρα στον τύπο σχετικά με την απειλή που συνιστούν για την κοινωνία η Αγγλικανική Εκκλησία ή ο Πάπας. Είναι το Ισλάμ που καλείται σύμφωνα με τον τύπο και τους πολιτικούς «να απαντήσει σε κάποια ερωτήματα».

Στην εφημερίδα London’s Evening Standard η Γαλλίδα σχολιάστρια Ανιές Πουαριέ έγραψε μετά το χτύπημα στο Charlie Hebdo: «Διαδοχικές Γαλλικές κυβερνήσεις και της δεξιάς και της αριστεράς έχουν υπονομεύσει τις πιο σπουδαίες Γαλλικές αξίες –και πάνω απ’ όλα την κοσμικότητα».

Στο ίδιο μήκος κύματος με τους χειροκροτητές του UKIP Βρετανούς πολιτικούς λέει ότι το Εθνικό Μέτωπο τα έχει καταφέρει τόσο καλά γιατί ήταν «ένα από τα λίγα πολιτικά κόμματα στη Γαλλία που εκφράστηκε με σαφήνεια απέναντι στον Ισλαμισμό».

Ακριβώς το ίδιο απερίφραστα, τ’ αφεντικά του περιοδικού Economist πρόσφατα δήλωσαν ότι « η υπεράσπιση της πίστης, που προωθείται από πολλούς φάρους της, συνδυάζοντας την πνευματική και τη γήινη αρχή, χωρίς διαχωρισμό του τζαμιού από το κράτος, έχει εμποδίσει την ανάπτυξη ανεξάρτητων πολιτικών φορέων».

Όμως, τέτοιες ιδέες που χωρίζουν τη θρησκεία από τα γεγονότα του πραγματικού κόσμου, δεν μπορούν να εξηγήσουν γιατί οι άνθρωποι αποφασίζουν να κάνουν συγκεκριμένα πράγματα σε συγκεκριμένες στιγμές.

Παρόλο που οι άνθρωποι προσπαθούν να κατανοήσουν λογικά τον κόσμο αιώνες τώρα, η καθημερινή πραγματικότητα του καπιταλισμού είναι τελείως παράλογη, γι’ αυτό και δεν αποτελεί έκπληξη ότι πολλοί άνθρωποι αναζητούν παράλογες εξηγήσεις.

Όμως, αν εξετάσουμε τα βασικά προβλήματα του κόσμου αναδύονται μέσα απ’ την υλική πραγματικότητα του καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού, της ανισότητας και της εκμετάλλευσης.

Αυτά αντικατοπτρίζονται στις ιδέες που υπάρχουν στα κεφάλια των ανθρώπων.

Στο βιβλίο του Ο Προφήτης και το Προλεταριάτο, ο Κρις Χάρμαν υποστηρίζει ότι όλες οι θρησκείες προσαρμόζονται σε συγκεκριμένες συνθήκες: «Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία κατάγεται από την ύστερη αρχαιότητα και επιβίωσε προσαρμόζοντας τον εαυτό της στη φεουαδαλική κοινωνία για 1000 χρόνια και μετά, με τεράστια προσπάθεια, στην καπιταλιστική κοινωνία που αντικατέστησε το φεουδαλισμό, αλλάζοντας μεγάλο μέρος του περιεχομένου της ίδιας της της διδασκαλίας σ’ αυτή τη διαδικασία».

Όταν οι άνθρωποι μιλούν για το Ισλάμ σαν ιδιαίτερα οπισθοδρομική θρησκεία και αναρωτιούνται με κάποια αμηχανία γιατί οι άνθρωποι σε μεγάλο μέρος της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής και της Ασίας είναι εχθρικοί απέναντι στη Δύση, συχνά μιλούν ωσάν η Δύση να μην έχει συνθλίψει τον υπόλοιπο κόσμο.

Η θρησκευτική πίστη θεωρείται σαν κάτι που υπήρχε πριν το Διαφωτισμό, κάτι το ιδιαίτερα οπισθοδρομικό και γι’ αυτό εκτός θέματος στη σύγχρονη πολιτική κουβέντα.

Αλλά στην πραγματικότητα, τα καπιταλιστικά κράτη δουλεύουν μάζι με τη θρησκεία και τη χρησιμοποιούν εργαλειακά. Δεν είναι λύση το να βλέπει κανείς τη θρήσκεια σα μια αυταπάτη που κυριάρχησε στα μυαλά εκατομμυρίων ανθρώπων για κάποιους αιώνες.

Κάθε άλλο. Οι θρησκευτικές ιδέες, όπως και όλες οι άλλες ιδέες, είναι προϊόν των κοινωνικών και ιστορικών συνθηκών. Όπως είπε ο Μαρξ:

Το θρησκευτικό βάσανο είναι ταυτόχρονα η έκφραση του αληθινού βασάνου και μια διαμαρτυρία ενάντια στο πραγματικό βάσανο. Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεσμένου πλάσματος, είναι η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, και η ψυχή των άψυχων συνθηκών. Η κατάργηση της θρησκείας ως της απατηλής ευτυχίας των ανθρώπων είναι το αίτημα για την αληθινή τους ευτυχία. Να τους καλούμε να παραιτηθούν από τις ψευδαισθήσεις τους για την κατάστασή τους είναι να τους καλούμε να παραιτηθούν από μια κατάσταση που απαιτεί ψευδαισθήσεις. Η κριτική της θρησκείας είναι, επομένως, η εμβρυακή κριτική της κοιλάδας των δακρύων, που φωτοστέφανό της είναι η θρησκεία.

Δεν αποτελεί έκπληξη που οι άνθρωποι βρίσκουν καταφύγιο στην πίστη σε υπερφυσικές δυνάμεις μέσα στην καταιγίδα της ταξικής κοινωνίας.

Η ένσταση του Μαρξ ότι το κοσμικό κράτος δεν είναι αρκετό διατηρεί την ισχύ της στο ακέραιο. Η κοσμικότητα από μόνη της δεν μας απαλλάσσει απ’ τη θρησκεία, γιατί δεν έχει να κάνει με τις αιτίες που κάνουν τους ανθρώπους να έχουν θρησκευτικές ιδέες.

Η θρησκευτική πίστη δεν είναι η αιτία της καταπίεσης, αλλά μια ανταπόκριση σ’ αυτήν. Το να εξετάζει κανείς τη θρησκεία ξέχωρα από τα άλλα κοινωνικά ζητήματα είναι χάσιμο χρόνου.

Αντίθετα, ο Μαρξ καλούσε σε γενίκευση της «πολιτικής χειραφέτησης» σε «ανθρώπινη χειραφέτηση» που θα μετασχημάτιζε τις οικονομικές σχέσεις και την κοινωνία.

Αυτό το σοσιαλιστικό πολιτικό σχέδιο θα βασίζονταν σε μια υλιστική κατανόηση του κόσμου, όχι σε μια αθεϊστική. Ενώ υπάρχει ένας βαθμός υποκρισίας στη φιλελεύθερη υποστήριξη του Διαφωτισμού, αυτός ανέδειξε όντως κάποιες ριζοσπαστικές ιδέες.

Μεταξύ των οποίων η ιδέα της ανεξιθρησκείας και η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων.

Η ομιλία του Βολταίρου όπου υπερασπίζεται τους ανθρώπους με τους οποίους διαφωνεί αφορούσε σε μεγάλο βαθμό το σταμάτημα εκτελέσεων των θρησκευτικών μειονοτήτων, αντίστοιχων μ’ αυτών των σημερινών Μουσουλμάνων. Αλλά ο ιμπεριαλισμός και ο ρατσισμός δεν είναι πονοκέφαλοι που κληρονομήσαμε από τις δεισιδαιμονίες του παρελθόντος. Και οι δύο αναπτύχθηκαν μέσα στον καπιταλισμό.

Ο μεγαλύτερος παραλογισμός του καπιταλισμού είναι το κενό μεταξύ της πραγματικότητας της ελευθερίας που υπόσχεται και των περιορισμών –οικονομικών, πολιτικών, κοινωνικών- που προσφέρει στην πραγματικότητα.

Γι’ αυτό δεν πρέπει να σερνόμαστε πίσω από υποκριτικές εκστρατείες για να τονώσουνε τη στραπατσαρισμένη εικόνα των ιθυνόντων.

Και να μην δίνουμε ούτε μια σπιθαμή σ’ αυτούς που θέλουν να μπήξουν ακόμα πιο βαθιά στην καρδιά της κοινωνίας την αθλιότητα του ρατσισμού και της Ισλαμοφοβίας.



Σχόλια