Οι Θεωρίες της Πατριαρχίας

Λίντσεϊ Τζέρμαν, Άρθρο που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό International Socialism (12#) το 1981



Ίσως οι πιο επίμονη και διαδεδομένη θεωρία στο Γυναικείο Κίνημα σήμερα είναι η θεωρία της πατριαρχίας. Εμφανίζεται κάτω από διάφορες μορφές αλλά οι ιδέες στις οποίες βασίζεται –ότι η ανδρική κυριαρχία και ο σεξισμός είναι κάτι που υπάρχει όχι μόνο σαν προϊόν του καπιταλισμού αλλά σαν κάτι ξεχωριστό από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και που θα επιβιώσει πέρα απ’ τον καπιταλισμό- είναι σε τέτοιο εύρος αποδεκτές που μια χονδροειδής απόρριψη της θεωρίας αντιμετωπίζεται με μια απόλυτη και ειλικρινή κατάπληξη. 

Αυτού του είδους οι θεωρίες παρέχουν ελάχιστη κατανόηση για το πώς η καταπίεση των γυναικών και η φύση της οικογένειας έχουν αλλάξει ιστορικά. Ούτε διαθέτουν ιδιαίτερη αντίληψη για το πόσο τραγικά διαφέρει αυτή η καταπίεση από τάξη σε τάξη. Αντί γι’ αυτό, μας παρουσιάζουν την «αιώνια αλήθεια» ότι η «πατριαρχία» κάτω απ’ τη μια ή την άλλη μορφή είναι η αιτία της καταπίεσης των γυναικών.

Αυτό δικαιολογείται με την υπόδειξη της ύπαρξης της γυναικείας καταπίεσης σε κοινωνίες που διαφέρουν από το δυτικό καπιταλισμό –σε κοινωνίες προγενέστερες του καπιταλισμού και στις υποτιθέμενες σοσιαλιστικές κοινωνίες της Ρωσίας, της Κίνας, της Κούβας, της Ανατολικής Ευρώπης και ούτω καθεξής.

Η θεωρία της πατριαρχίας αντιγράφει την πλατιά αποδεκτή στο γυναικείο κίνημα ιδέα ότι πρέπει να υπάρχει καταμερισμός των αγώνων, ο σοσιαλισμός και το εργατικό κίνημα παλεύουν ενάντια στον καπιταλισμό και το γυναικείο κίνημα δίνει το δικό του αγώνα ενάντια στην πατριαρχία. Η λογική του καταμερισμού των αγώνων στο σήμερα σημαίνει την ξεχωριστή κοινωνική ανάπτυξη του κάθε φύλου στο μέλλον. Είναι μια λογική που πολλοί από τους ανθρώπους που ενστερνίζονται τη θεωρία της πατριαρχίας δεν θα μπορούσαν να αποδεχθούν. Όμως αν η πατριαρχία είναι πράγματι κάτι με το οποίο όλοι οι άνδρες καταπιέζουν όλες τις γυναίκες, πώς μπορεί να ξεπεραστεί με την κοινή δράση γυναικών και ανδρών;

Θέλω να ισχυριστώ κάτι εντελώς διαφορετικό. Θέλω να απορρίψω την ιδέα της πατριαρχίας ως ένα, στην καλύτερη περίπτωση, μπερδεμένο όρο που σημαίνει απλά την καταπίεση των γυναικών (στην οποία περίπτωση δεν μπορεί να εξηγήσει αυτή την καταπίεση), και στη χειρότερη ως μία απολύτως ιδεαλιστική έννοια που δεν έχει καμία βάση στην υλική πραγματικότητα. Θέλω να αποδείξω ότι δεν είναι οι άνδρες που επωφελούνται από τη γυναικεία καταπίεση, αλλά το κεφάλαιο. Θέλω να εξετάσω με ποιον τρόπο, αλλάζοντας η οικογένεια, άλλαξε τον τρόπο που αντιλαμβάνονται οι γυναίκες τον εαυτό τους, κάτι που είχε αντίκτυπο στην οικογένεια. Καλώς εχόντων των πραγμάτων, θέλω να αποδείξω ότι η συνεχιζόμενη γυναικεία καταπίεση δεν είναι αποτέλεσμα μιας ανδρικής συνωμοσίας (ή μιας συμμαχίας μεταξύ των ανδρών και της τάξης των καπιταλιστών), αλλά η συνέχιση της ταξικής κοινωνίας σε κάθε γωνιά του κόσμου. Εξυπακούεται ότι θα υποστηρίξω ότι οι «σοσιαλιστικές» χώρες δεν έχουν τίποτα πιο κοινό με το σοσιαλισμό απ’ ό,τι έχουν με την απελευθέρωση των γυναικών.

Τέλος, θέλω να λάβω υπόψη μου το ερώτημα που πάντα τίθεται στους σοσιαλιστές. Ο Ένγκελς και ο Μαρξ θεωρούσαν ότι η προλεταριακή οικογένεια (σε αντίθεση με την αστική οικογένεια) θα εξαφανίζονταν από τη στιγμή που δεν βασίζονται στην ιδιοκτησία. Προφανώς αυτό δεν συνέβη. Επειδή δεν πιστεύω ότι αυτό δεν συνέβη εξαιτίας της πατριαρχίας, θέλω να εντοπίσω αυτό ακριβώς που κρατάει ακόμα την οικογένεια.

Οι διάφορες μορφές της θεωρίας

Η χαρά της πατριαρχικής θεωρίας είναι ότι μπορεί να σημαίνει όλα τα πράματα για όλους τους ανθρώπους. Ευδοκιμεί στα «αόριστα αισθήματα» που είναι τόσο αγαπητά σε τμήματα του γυναικείου κινήματος, παρά σε μια υλιστική ανάλυση. Συνεπώς, ακόμα και η αναζήτηση ενός ορισμού του όρου μπορεί να είναι πολύ δύσκολο, αφού υπάρχουν ένα σωρό να διαλέξεις.

Η πατριαρχία μπορεί για παράδειγμα να αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη κοινωνία όπου ο πατέρας (ο «πατριάρχης») διαφεντεύει όχι μόνο τις γυναίκες της οικογένειας αλλά επίσης και τους νεότερους άνδρες. Μια τέτοια κοινωνία εξαρτιόταν από μια παραγωγή αγροτοβιοτεχνική που είχε τη βάση της τουλάχιστον κατά ένα μεγάλο μέρος στο σπίτι. Η εξουσία του πατριάρχη προέρχονταν από την κατοχή του πλούτου που παραγόταν και από την ιδιοκτησία της γης. Αλλά στις πιο πολλές περιπτώσεις ο όρος δεν αναφέρεται σ’ αυτή τη συγκεκριμένη ιστορικά εποχή. Ακόμα και η πιο ασαφείς θεωρητικοί της πατριαρχίας καταλαβαίνουν ότι δεν ζούμε σε τέτοιες κοινωνίες χωρικών σήμερα, και η βασική τους μέριμνα είναι να αντιμετωπίσουν τη γυναικεία καταπίεση σήμερα.

Οι κυρίαρχες εκδοχές της θεωρίας είναι δύο.

Πρώτο υπάρχουν αυτοί που βλέπουν την πατριαρχία με όρους καθαρά ιδεολογικούς. Η Τζούλιετ Μίτσελ για παράδειγμα, βλέπει μια αυστηρή οριοθέτηση: «Έχουμε να κάνουμε με δύο αυτόνομες περιοχές, το οικονομικό μοντέλο του καπιταλισμού και το ιδεολογικό μοντέλο της πατριαρχίας». Η Σάλι Αλεξάντερ και η Μπάρμπαρα Τέιλορ προβάλλουν παρόμοια επιχειρήματα για την Υπεράσπιση της Πατριαρχίας.

Ένας τέτοιος διαχωρισμός της οικονομίας από την ιδεολογία γεννά κάποια ερωτήματα. Υπάρχει πάντα μια σχέση μεταξύ της οικονομικής βάσης μιας κοινωνίας και των ιδεών που εκδηλώνονται στο πλαίσιο αυτής της κοινωνίας. Δεν μπορούν να ιδωθούν σαν αυτόνομες σφαίρες. Όπως ο Μαρξ έχει επισημάνει πολύ καιρό πριν, αν δούμε την ιστορία μόνο σαν αποτέλεσμα της κυριαρχίας των ιδεών ή σαν μια διαδοχή ιδεών, τότε δεν μπορούμε να εξηγήσουμε τίποτα για την εξέλιξη της κοινωνίας. Γιατί κυριαρχούν κάποιες ιδέες; Και γιατί οι κυρίαρχες ιδέες αλλάζουν;

Αν απορρίπτουμε τις θρησκευτικές αντιλήψεις για τη θέση της γυναίκας όπως επιτάσσονται από ένα θεό (που πάσχει από ανδρικό σοβινισμό), τότε θα πρέπει να εξετάσουμε τις υλικές συνθήκες που οδηγούν τους ανθρώπους να δρουν με συγκεκριμένους τρόπους μέσα στον κόσμο και κατά συνέπεια στις μεταξύ τους σχέσεις. Οι ρίζες της γυναικείας καταπίεσης πρέπει να αναζητηθούν σ’ αυτές, όπως και οι ρίζες κάθε άλλου κοινωνικού φαινομένου. Τότε μπορούμε να κατανοήσουμε τον τρόπο που οι ιδέες που δικαιολογούν την καταπίεση αναδεικνύονται για να εμπλακούμε σε μια συνειδητή αντεπίθεση.

Αυτό που ο Μαρξ έγραψε το 1845 μπορεί να βρει εφαρμογή τόσο στη γυναικεία καταπίεση όσο και σ΄οτιδήποτε άλλο έχει να κάνει με την κοινωνία μας: «Δεν ξεκινάμε απ’ αυτά που οι άνθρωποι λένε, φαντάζονται, νοούν, ούτε απ’ το πώς οι άνθρωποι περιγράφονται, συλλαμβάνονται με τη σκέψη, τη φαντασία ή τη νόηση, προκειμένου να φτάσουμε στον άνθρωπο με σάρκα και οστά. Ξεκινάμε από τους πραγματικούς, τους δρώντες ανθρώπους, και στη βάση της εξέλιξης της πραγματικής ζωής τους, αναδεικνύουμε τις ιδεολογικές αντανακλάσεις και απηχήσεις αυτής της εξελικτικής διαδικασίας. Ηθική, θρησκεία, μεταφυσική, και όλη η υπόλοιπη ιδεολογία και οι αντίστοιχες μορφές συνείδησης, δεν καταφέρνουν να συγκρατήσουν μ’ αυτό τον τρόπο την όψη της ανεξαρτησίας τους. Δεν έχουν ιστορία, δεν έχουν εξέλιξη: αλλά οι άνθρωποι, αναπτύσσοντας την υλική τους παραγωγή και την υλική τους συναλλαγή μεταβάλλουν, εκτός από την πραγματική τους ύπαρξη, τη σκέψη και τα προϊόντα της σκέψης τους. Η ζωή δεν καθορίζεται από τη συνείδηση, αλλά η συνείδηση από τη ζωή».

Σε πλήρη αντίθεση, το να βλέπει κανείς την πατριαρχία σαν «ιδεολογικό μοντέλο» σημαίνει να βλέπει την κάθε ιδέα σαν κάτι που έχει τη δυνατότητα της αυτοσυντήρησης. Η πάλη για την απελευθέρωση των γυναικών τότε παύει να συνδέεται με την πάλη ενάντια στην υλική εκμετάλλευση που μπορεί να δεθεί με τις πεζές ανησυχίες των εκατομμυρίων εργαζόμενων γυναικών και ανδρών. Αντ’ αυτού, καταλήγει σ’ αυτό στο οποίο καλούν οι Αλεξάντερ και Τέιλορ –ένα πολιτιστικό αγώνα για να αλλάξουμε τις ιδέες των ανθρώπων ξέχωρα από τη συνεχώς μεταβαλλόμενη κοινωνία. Είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς το πώς αναπτύσσονται μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ιδέες περί αυτονομίας του γυναικείου κινήματος. Αν οι ιδέες είναι αυτόνομες από την οικονομική εκμετάλλευση, γιατί να μην παλέψουμε απέναντι στην καταπίεση των γυναικών επίσης αυτόνομα;

Πολλές γυναίκες αναγνώρισαν εδώ μια αντίφαση, κι έτσι προσπάθησαν ν’ αναπτύξουν, πιο πρόσφατα, υλιστικές θεωρίες της πατριαρχίας. Υποστηρίζουν ότι οι άνδρες (όλοι οι άνδρες) επωφελούνται από τη γυναικεία καταπίεση, κι ότι μπορούν να το κάνουν αυτό εξαιτίας των βασικών βιολογικών διαφορών μεταξύ των φύλων. Εκεί είναι η βάση της πατριαρχίας. Όπως το θέτει η Ρομπέρτα Χάμιλτον: «Η φεμινιστική ανάλυση έχει αφοσιωθεί στην πατριαρχική ιδεολογία, αυτό το πατριαρχικό μοντέλο που ορίζει το σύστημα της ανδρικής κυριαρχίας και της γυναικείας υποταγής σε κάθε κοινωνία. Όμως [την ιδεολογία]... επιβεβαιώνουν οι βιολογικές διαφορές μεταξύ των φύλων, δίνοντάς της μια δική της υλική βάση». Η Κρίστιν Ντέλφι αποτυπώνει μια τέτοια υλιστική επιχειρηματολογία από τη μεριά του ριζοσπαστικού φεμινισμού στο βιβλίο της «Ο Κύριος Εχθρός». Παρόμοια προσπάθεια, χρησιμοποιώντας όμως Μαρξιστικές κατηγοριοποιήσεις, κάνει και η Χάιντι Χάρτμαν. Αυτό θα ήθελα να εξετάσω εκτενώς. Αν αυτού του είδους τα επιχειρήματα αποδειχτούν λαθεμένα, τότε η όλη προσπάθεια να συνδυαστεί η «πατριαρχική θεωρία» με το Μαρξισμό καταρρέει.

Είναι οι άνδρες εκμεταλλευτές των γυναικών;

Η Χάρτμαν ορίζει την πατριαρχία σαν «ένα σύνολο κοινωνικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, που έχουν υλική βάση, και που, αν και ιεραρχικές, εγκαθιστούν ή παράγουν αλληλεξάρτηση ή αλληλεγγύη μεταξύ των ανδρών που τους επιτρέπει να κυριαρχούν πάνω στις γυναίκες». Υποστηρίζει ακόμη ότι «η υλική βάση πάνω στην οποία τα πατριαρχικά κατάλοιπα εντοπίζονται κατά κύριο λόγο είναι στον έλεγχο των ανδρών πάνω στη γυναικεία εργατική δύναμη... δεν περιορίζεται μόνο στην ανατροφή των παιδιών στην οικογένεια, αλλά πάνω στις κοινωνικές δομές που επιτρέπουν στους άνδρες να ελέγχουν την εργασία των γυναικών». «Ο έλεγχος συντηρείται με την άρνηση πρόσβασης των γυναικών στους απαραίτητους παραγωγικούς πόρους και με τον περιορισμό της γυναικείας σεξουαλικότητας».

Αρνούμενοι την πρόσβαση των γυναικών σ’ αυτούς τους οικονομικά παραγωγικούς πόρους, οι άνδρες βρίσκονται σε συμμαχία με το κεφάλαιο. Προς απόδειξη αυτού παρατίθεται η ανάπτυξη του καπιταλισμού, και η απάντηση της εργατικής τάξης στα προβλήματά της με τα αιτήματά της για προστατευτική νομοθεσία και οικογενειακό μισθό. Ο ισχυρισμός καταλήγει στο ότι και τα δύο αυτά τα διεκδίκησαν οι άνδρες για να επωφεληθούν καθηλώνοντας τις γυναίκες στο σπίτι, όπου και θα τους υπηρετούν και θα τις ελέγχουν σεξουαλικά. Αληθεύει όμως αυτή η άποψη των γεγονότων;

Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Βρετανία είχε σαν αποτέλεσμα την καταστροφή της οικιακής παραγωγής και τον αναγκαστική εισροή των γυναικών και των παιδιών, όπως και των ανδρών, στη βιομηχανία. Αυτό είχε καταστροφικές συνέπειες όσον αφορά την αναπαραγωγή της εργατική τάξης. Η παιδική θνησιμότητα έφτασε σε τρομακτικά ποσοστά, εξαιτίας (όπως έδειξε ο Μαρξ στο Κεφάλαιο) της πολύωρης εργασίας των γυναικών μακριά απ’ το σπίτι. Τα παιδιά αφήνονταν μόνα στο σπίτι με τα λίγο μεγαλύτερα παιδιά, ή με νταντάδες που τα αμελούσαν ή τα κρατούσαν ήσυχα με τζιν και λάβδανο. Όταν μεγάλωναν αρκετά για να μπορούν να δουλεύουν μηχανές σερνότανε κι αυτά στη βιομηχανική παραγωγή. Σύμφωνα με το Μαρξ: «το επίδοξο υποκατάστατο της εργασίας και των εργατών, η μηχανή, αμέσως μετατράπηκε σε μέσο αύξησης του αριθμού των μισθωτών εργατών εντάσσοντας στην άμεση υπηρεσία του κεφαλαίου κάθε μέλος της εργατικής οικογένειας, χωρίς διάκριση φύλου και ηλικίας».

H επίδραση του νέου συστήματος διέλυσε την παλιά προ-καπιταλιστική οικογένεια. Αυτό ήταν ένα βάρβαρο απέναντι τόσο στις γυναίκες όσο και τους άνδρες χωρίς ιδιοκτησία, τους προλετάριους. Από την άλλη όμως, δημιουργούσε τις προϋποθέσεις της ισότητας. Όλα τα μέλη της οικογένειας εξαρτιόταν από τη μισθωτή εργασία, οι άνδρες είχαν χάσει το προνόμιο της ιδιοκτησίας. Γι’ αυτό ο Ένγκελς έκανε τη διάκριση μεταξύ αστικής και προλεταριακής οικογένειας και εκτιμούσε πως, αν τα πράγματα συνέχιζαν έτσι, η εργατική οικογένεια θα έπαυε να υπάρχει. Και σ’ αυτό είχε δίκιο.

Εκείνο που δεν είχε εκτιμήσει σωστά ήταν η επίδραση του βιομηχανικού συστήματος στην αναπαραγωγή. Στην προηγμένη βιομηχανικά περιοχή του Μάντσεστερ η παιδική θνησιμότητα ήταν τριπλάσια απ’ ότι στις μη βιομηχανικές περιοχές. Αυτές οι συνθήκες οδήγησαν στο αίτημα της προστατευτικής νομοθεσίας και του οικογενειακού μισθού και όχι οι συμμαχία του κεφαλαίο με τους άνδρες όπως υποστηρίζει η Χάρτμαν. Η αλήθεια είναι ότι έκανε κάποιες προσπάθειες να το αποδείξει.

Οι ειδικευμένοι εργάτες λέει χρησιμοποίησαν τα συνδικάτα τους για να αποκλείσουν τις γυναίκες από κάποια επαγγέλματα. Αλλά δεν αποκλείστηκαν μόνο οι γυναίκες. Αλλά και τα παιδιά των ανειδίκευτων εργατών και των μεταναστών εργατών δεν είχαν περισσότερες πιθανότητες να δουλέψουν δίπλα σε κάποιο μάστορα και άρα ο αποκλεισμός αφορούσε οποιονδήποτε δεν είχε «προϋπηρεσία». Η Χάρτμαν που αλλού τεντώνει την έννοια της «πατριαρχίας» στα όρια του γελοίου για να την κάνει να σημαίνει «λευκή ανδρική ανωτερότητα» -θα ξεπερνούσε οπωσδήποτε αυτά τα όρια αν επιχειρούσε να προσαρμόσει την έννοια της «λευκής ειδικευμένης ανδρικής ανωτερότητας» στα ιστορικά γεγονότα.

Εξάλλου, τα συνδικάτα δεν ήταν αρκετά δυνατά για να επιβάλλουν τον αποκλεισμό του οποιουδήποτε. Η προστατευτική νομοθεσία για τις γυναίκες ψηφίστηκε από τα αστικά κοινοβούλια. Αλλά υπήρχε στ’ αλήθεια εναλλακτική; Πρώτα απ’ όλα, η (ανδρική) εργατική τάξη δεν ήταν καθόλου η πολύ καλά οργανωμένη μονολιθική τάξη που παριστάνει η Χάρτμαν. Η πλειοψηφία των εργατών δεν ήταν ούτε μέλη των συνδικάτων. Για μεγάλο διάστημα μετά την κρίση του Χαρτισμού δεν έδινε καν αγώνες με αιτήματα πιο γενικά. Αποδεχόταν τις ιδέες και το πλαίσιο του καπιταλισμού συμπεριλαμβανομένης και της κυρίαρχης ιδεολογίας για τις γυναίκες.

Δεύτερο, το πρόβλημα των γυναικών της εργατικής τάξης ήταν ο κίνδυνος και η συχνότητα των γεννήσεων. Δεν υπήρχε αντισύλληψη. Δεν υπήρχε άλλη προοπτική γι’ αυτές τις γυναίκες από τις συχνές και συχνά ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες. Και φυσικά τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άνδρες της εργατικής τάξης η γέννηση ενός παιδιού ήταν κάτι πολύ σημαντικό στη ζωή τους και κάτω από αυτές τις συνθήκες επιθυμούσαν και οι δυο μια προστασία για τις γυναίκες. Έτσι εξηγείται που η γυναίκα εγκατέλειψε το εργοστάσιο και που ο οικογενειακός μισθός πήγε στον άνδρα και όχι με θεωρίες συνωμοσίας.

Ατομική ή κοινωνική αλλαγή;

Οι θεωρίες της πατριαρχίας δεν είναι στην πραγματικότητα θεωρίες της γυναικείας απελευθέρωσης. Αντί να ξεκινούν με την εκτίμηση της υλικής κατάστασης των γυναικών στην καπιταλιστική κοινωνία, ξεκινούν από ακατέργαστες βιολογικές εκτιμήσεις. Δεν δείχνουν κανένα δρόμο προς τα μπρος για τη γυναικεία απελευθέρωση. Γιατί όμως έχουν γίνει τόσο δημοφιλείς; Εδώ θα πρέπει να δούμε με συντομία πώς το γυναικείο κίνημα αναπτύχθηκε από τα τέλη της δεκαετίας του ‘60.

Το γυναικείο κίνημα ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ’60 με την αλλαγή του γυναικείου ρόλου στην κοινωνία. Η είσοδος της γυναίκας στην εργασία και ο μεγαλύτερος έλεγχος πάνω στην αντισύλληψη, σήμαινε ότι οι γυναίκες απέκτησαν νέες ιδέες για το ρόλο, την καριέρα, τις προσδοκίες τους. Αυτές οι ιδέες αναπτύχθηκαν παράλληλα με την τεράστια επέκταση της ανώτερης εκπαίδευσης που, παρότι υπήρχαν διακρίσεις σε βάρος των γυναικών σε πολλούς χώρους, σήμαινε ότι για πρώτη φορά οι γυναίκες μπορούσαν να έχουν πρόσβαση σε σχετικά καλοπληρωμένες δουλειές με τουλάχιστον κατ’ όνομα ίδια αμοιβή (με τους άνδρες). Για τις περισσότερες γυναίκες αυτή ήταν μια τεράστια πρόοδος σε σχέση με τη ζωή των μητερών και των γιαγιάδων τους. Αλλά οι παλιές ιδέες για τις γυναίκες έμεναν πίσω σε σχέση με την πραγματικότητα. Αλήθεια, οι ιδέες για το σεξ και τη σεξουαλικότητα άλλαξαν, αλλά η παλιά άποψη για τη γυναίκα-σύζυγο και μητέρα δεν υποχωρούσε. Κάθε είδους νομικές εκτροπές συνέβαιναν όταν οι γυναίκες, που συχνά αντιμετωπίζονταν σε τέτοια θέματα λίγο καλύτερα από μικρά παιδιά, ήθελαν να κάνουν ένα συμβόλαιο ή μια υποθήκη. Οι διαφημίσεις ακόμα απεικόνιζαν την ιδανική γυναίκα στο σπίτι δηλαδή καμιά σχέση με την πραγματικότητα.

Ήταν μέσα απ’ τη σύγκρουση μεταξύ αυτής της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας και των παλιών ιδεών που διαδόθηκαν οι ιδέες της γυναικείας απελευθέρωσης. Οι γυναίκες ένιωσαν μ’ ένα τρόπο ότι είναι τουλάχιστον εξίσου καλές με τους άνδρες, αν όχι καλύτερες σε πολλά από τους περισσότερους.

Τα πρώτα χρόνια του γυναικείου κινήματος η αίσθηση δεν ήταν ότι όλα μπορούν να αλλάξουν αλλά ότι όλα αλλάζουν. Το 1968 είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός μεγάλου ριζοσπαστικού στρώματος ανοιχτού στις ιδέες της γυναικείας απελευθέρωσης. Πολλές από τις ιδέες που διατυπώνονταν από τις γυναίκες εντός του γυναικείου κινήματος (κυρίως υψηλού μορφωτικού επιπέδου εργαζόμενες) άγγιζαν τις ευαίσθητες χορδές των γυναικών της εργατικής τάξης. Υπήρχε βέβαια πάντα ένα τεράστιο κενό μεταξύ του γυναικείου κινήματος και των γυναικών της εργατικής τάξης, και μικρή επαφή μεταξύ τους αλλά τουλάχιστον το γυναικείο κίνημα μιλούσε για οργάνωση μέσα στην εργατική τάξη.

Σήμερα τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά. Η έλλειψη γενικών οικονομικών αγώνων τα τελευταία πέντε χρόνια και η έλλειψη πολιτικής αυτοπεποίθησης στο εσωτερικό της εργατικής τάξης είχε ως αποτέλεσμα την αποθάρρυνση πλατιών τμημάτων γυναικών που ριζοσπαστικοποιήθηκαν στα ’60 και στις αρχές του ’70. Η αίσθηση είναι ότι τίποτα δεν μπορεί να γίνει, άρα το μόνο που μένει να κάνουμε είναι να τακτοποιήσουμε τις ιδέες μας. Και άρα, επιχειρήματα για το πώς θα αλλάξουμε την κοινωνία στο σύνολό της αντικαθίστανται από προτροπές για αλλαγή του τρόπου ζωής μας. Αντί για δράση ερχόμαστε αντιμέτωποι μ’ έναν αφηρημένο μοραλισμό που απαιτεί ο μικρός αριθμός των ανδρών (και γυναικών) που αποδέχονται τις ιδέες της γυναικείας απελευθέρωσης να αποκαθαίρονται από «παρεκκλίσεις» σαν υποκατάστατο της κοινωνικής αλλαγής. Η λογική είναι ότι αν αλλάξουμε τις συμπεριφορές των ανθρώπων μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο –λες και είναι οι άνδρες, και όχι ο καπιταλισμός, το πρόβλημα. Είναι απ’ αυτές τις ιδέες που αναπτύχθηκε η θεωρία της πατριαρχίας και που τώρα με τη σειρά της ενισχύει αυτές τις ιδέες.

Αυτές οι ιδέες με κανένα τρόπο δεν μας πηγαίνουν μπροστά, δεν θα μας οδηγήσουν ποτέ στην απελευθέρωση. Απαιτούν θεωρητική ορθότητα από τους λίγους ενώ αποδέχονται την αδράνεια των πολλών. Πολλές γυναίκες σήμερα φτάνουν τη θεωρία στις λογικές της συνέπειες και υποστηρίζουν ένα ξεχωριστό τρόπο ζωής μέσα στον καπιταλισμό –ξεχωριστά σπίτια, ξεχωριστά σχολεία, ξεχωριστή κοινωνική ζωή για τις γυναίκες. Αυτές οι «λύσεις» όχι μόνο αποτυγχάνουν να βρουν οποιαδήποτε σύνδεση ανάμεσα στην υλική πραγματικότητα και τη συνείδηση, και πώς η συνείδηση αλλάζει, αλλά συν τοις άλλοις είναι και βαθύτατα ελιτίστικες. Προϋποθέτουν ένα συγκεκριμένο εισόδημα, που σημαίνει ένα συγκεκριμένο επίπεδο στέγασης και μια συγκεκριμένη επιλογή για το πού μπορεί κάνεις να ζήσει, σε ποιο σχολείο να στέλνει τα παιδιά του και ούτω καθεξής. Για τις περισσότερες γυναίκες αυτές οι επιλογές απλά δεν υπάρχουν. Για τη μεγάλη μάζα της εργατικής τάξης αυτές οι λύσεις είναι απλά Ουτοπικές και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζονται.

Δεν πρέπει απλά να απορρίψουμε τη θεωρία της πατριαρχίας και όλη την ιδεαλιστική κουβέντα που τη συνοδεύει, αλλά πρέπει και να επιβεβαιώσουμε ότι ως Μαρξιστές διαθέτουμε μια θεωρία για τη γυναικεία απελευθέρωση που μπορεί να επιτευχθεί και που μπορεί να οδηγήσει στην απελευθέρωση όλης της ανθρωπότητας από την καπιταλιστική εκμετάλλευση και την αλλοτρίωση. Για να το κάνουμε αυτό πρέπει πρώτα να απορρίψουμε την αντίληψη που υποβόσκει στις θεωρίες της πατριαρχίας, της ανάλυσης της μικρής γυναίκας, που όπως η Τζόαν Σμιθ περιγράφει, θέλει τη «γυναίκα στο σπίτι και τον άνδρα στο πεδίο της μάχης». Αυτή είναι μια εικόνα που ποτέ δεν αλήθευε σε ολόκληρα κομμάτια της εργατικής τάξης, και στην πραγματικότητα βασίζεται πολύ περισσότερο στην οικογένεια του «τραπεζίτη, του μεσοαστού διευθυντή, του εργοστασιάρχη και των υπαλλήλων τους, των ειδικευμένων εργατών», απ’ ότι στην οικογένεια του «απλού εργάτη, του χειρώνακτα και του μετανάστη εργάτη».

Κι αν δεν αλήθευε τότε, σήμερα είναι μια ολοφάνερα παράλογη άποψη για τις γυναίκες. Η τυπική γυναίκα σήμερα δουλεύει σαν μισθωτή εργάτρια το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής της. Τυπικά εγκαταλείπει τη δουλειά για ένα διάστημα μέχρι τα παιδιά της να πάνε σχολεία και ύστερα ξαναπιάνει δουλειά. Ακόμα, ένα 20% των γυναικών με παιδιά κάτω των 5 ετών δουλεύει με μερική απασχόληση. Η ισόβια νοικοκυρά είναι ένας μύθος, απ’ τη στιγμή που το 40% του εργατικού δυναμικού είναι γυναίκες κι όταν το ποσοστό των εργαζόμενων γυναικών αυξάνεται, όπως κι αυτό των γυναικών που συμμετέχουν στα συνδικάτα.

Αυτός ο μύθος παρέχει τεράστια πλεονεκτήματα στο κεφάλαιο. Του επιτρέπει να επιβάλλει χαμηλούς μισθούς, κακές συνθήκες και ωράριο για τις γυναίκες. Τις κάνει να νιώθουν ότι η εργασία δεν είναι η «πραγματική» τους δουλειά πράγμα που τις αποτρέπει από την οργάνωση μέσα στο χώρο δουλειάς και τις κάνει πιο ευάλωτες στις απολύσεις. Ενθαρρύνει το διπλό φόρτωμα των γυναικών με τη μισθωτή εργασία και τη δουλειά στο σπίτι. Αλλά δεν είναι τίποτα άλλο από ένας μύθος.

Βλέποντας τις γυναίκες σαν εργαζόμενες και όχι σαν μεμονωμένες «νοικοκυρές», τα πράγματα γίνονται διαφορετικά. Βλέπουμε πως οι γυναίκες σαν κομμάτι μιας τάξης οργανωμένης στους χώρους δουλειάς μπορούν να χτίσουν την ενότητα και την αυτοπεποίθηση για την πρόκληση και την τελική ανατροπή του καπιταλισμού. Αυτός πρέπει να είναι ο δικός μας σκοπός, και στη διαδικασία οικοδόμησης του επαναστατικού κόμματος που μπορεί να οδηγήσει την τάξη στην ανατροπή του καπιταλισμού πρέπει να έχουμε μια εικόνα της τάξης που περιλαμβάνει τις γυναίκες σαν αναπόσπαστο κομμάτι της. Αλλά, συνήθως υποστηρίζεται, αυτό δεν λύνει το πρόβλημα ότι οι άνδρες είναι σεξιστές ακόμα και μέσα στο κόμμα, ακόμα και μετά την επανάσταση. Κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί αυτό. Αλλά η λύση σ’ αυτό το πρόβλημα εξαρτάται από το αν βλέπουμε την πάλη ενάντια στο σεξισμό σαν κάτι ξεχωριστό από την ταξική πάλη ή σαν αναπόσπαστο κομμάτι της. Αν είναι το τελευταίο, η στρατηγική μας δεν μπορεί να είναι ένα αυτόνομο κίνημα ξέχωρα από το κόμμα. Πρέπει να κάνουμε το κόμμα και τη σοσιαλιστική επανάσταση εκφραστή των προσδοκιών των γυναικών και των αιτημάτων τους σαν κομμάτι των αιτημάτων της τάξης. Αυτό σημαίνει αναγνώριση της πραγματικότητας της καταπίεσης των γυναικών, που συχνά δυσκολεύει την εμπλοκή των γυναικών σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής ζωής, και που φορτώνει τις πλάτες της διπλά και τριπλά με σπίτι, παιδιά και δουλειά.

Για να ξεπεράσουμε αυτό το μειονέκτημα από το οποίο υποφέρουν οι γυναίκες, χρειαζόμαστε ειδικούς μηχανισμούς, φύλλο γυναικών, συναντήσεις, προσπάθειες να τραβήξουμε τις γυναίκες μέλη του κόμματος στο να παίξουν ενεργό και ηγετικό ρόλο σε όλα τα ζητήματα της δουλειάς. Με τέτοιους τρόπους αναγνωρίζονται τα πραγματικά προβλήματα των γυναικών και επιχειρείται να ξεπεραστούν υλικά και όχι με ηθικές επικλήσεις. Είναι ξεκάθαρο ότι η αναγνώριση της όποιας θεωρίας της πατριαρχίας, ή της ιδέας ότι οι άνδρες είναι ο εχθρός, είναι όχι μόνο δυσλειτουργική, αλλά ανάδειξη του λάθος προβλήματος, των κοινωνικών φαινομένων και όχι των αιτιών τους. Η σοσιαλιστική επανάσταση, η κατάργηση της ταξικής κοινωνίας, είναι η μόνη που μπορεί να δώσει την απάντηση στο ζήτημα της απελευθέρωσής μας.



Σχόλια