Αφγανιστάν (1980)

Γιατί η Ρωσική γραφειοκρατία εισέβαλε στο Αφγανιστάν

Γράφτηκε: Ιανουάριος 1980
Πηγή: Militant



Στην παγκόσμια αντίδραση απέναντι στα γεγονότα του Αφγανιστάν μπορούμε να διακρίνουμε τους θεμελιώδεις εθνικούς ανταγωνισμούς και τις ταξικές συγκρούσεις που επηρεάζουν τον καπιταλιστικό κόσμο. Για τους προχωρημένους εργάτες της παγκόσμιας εργατικής τάξης και των σοσιαλιστικών κινημάτων, η καθαρή αντίληψη αυτών των πραγμάτων είναι ζωτικής σημασίας, ώστε  να απαντούν στα επιχειρήματα των καπιταλιστών πολιτικών.

Πριν ασχοληθούμε με τα ζητήματα της διπλωματίας και των πολιτικών εξουσίας όμως, είναι απαραίτητο να δώσουμε με συντομία το περίγραμμα της εξέλιξης της επανάστασης στο Αφγανιστάν.
Το Αφγανιστάν είναι μια ορεινή χώρα, όπου το ένα πέμπτο της γης είναι καλλιεργήσιμο, και με μόνο είκοσι εκατομμύρια ανθρώπους σε μια έκταση όση και της Γαλλίας. Η στρατηγική της θέση την κάνει επιρρεπή στις ξένες εισβολές. Στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα παρέμενε ένα κατά κύριο λόγο φεουδαρχικό κράτος.

Εντούτοις, αυτή η  μακρινή χώρα, η τυλιγμένη στις φεουδαλικές αλυσίδες και τις προλήψεις, βρέθηκε αναπόφευκτα κάτω από την πίεση του σύγχρονου κόσμου.

Στη βάση των παλιών φεουδαλικών σχέσεων δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα προόδου. Περίπου το 97% των γυναικών και το 90% των ανδρών είναι αναλφάβητοι. Περίπου το 5% των ιδιοκτητών γης κατείχε το 50% της γόνιμης γης. Δεν υπάρχουν σιδηρόδρομοι, κι είναι μονάχα τα τελευταία 20 χρόνια που, με Ρώσικη βοήθεια, η χώρα απέκτησε οδικό δίκτυο.

Ιστορικά το Αφγανιστάν υπήρξε το αμορτισέρ μεταξύ Τσαρικής Ρωσίας και Βρετανικού ιμπεριαλισμού. Με την κατάρρευση της Βρετανικής εξουσίας στην Ινδική υποήπειρο, η επιρροή του ιμπεριαλισμού αντικαταστάθηκε απ΄τη Σοβιετική γραφειοκρατία.

Πρώτα, η γραφειοκρατία υποστήριξε το μοναρχικό καθεστώς, κι ύστερα, όταν αυτό ανατράπηκε απ’ τον Νταούντ, υποστήριξαν το καθεστώς του τελευταίου. Με το χρόνιο αδιέξοδο του κοινωνικού συστήματος του Αφγανιστάν, η πίεση του καπιταλισμού και του Σταλινισμού στα σύνορά του είχε αναπόφευκτα τεράστια επίδραση στη χώρα.

Τον Απρίλη του 1978, οι συνθήκες μαζικής εξαθλίωσης και διαφθοράς του καθεστώτος Νταούντ οδήγησαν σ’ ένα προλεταριακό-Βοναπαρτιστικό πραξικόπημα. Ο προλεταριακός Βοναπαρτισμός είναι ένα σύστημα όπου η γαιοκτησία και ο καπιταλισμός έχουν καταργηθεί, όμως η εξουσία δεν έχει περάσει στα χέρια των ανθρώπων, αλλά εξασκείται από μία μονο-κομματική, στρατιωτικο-αστυνομιική δικτατορία.

Το πραξικόπημα επισπεύστηκε από την προσπάθεια του Νταούντ να καταπνίξει κάθε αντιπολίτευση. Το έκπτωτο καθεστώς του υπήρξε ένα μονο-κομματικό, φεουδαλικο-γραφειοκρατικό καθεστώς. Η μικρή εργατική τάξη της χώρας δε διέθετε καμιά συνδικαλιστική οργάνωση.

Αν η επανάσταση είχε πάρει την υγιή μορφή του ίδιου του μαζικού κινήματος, το αποτέλεσμα θα ήταν τελείως διαφορετικό απ’ αυτό που πραγματικά συνέβη στο Αφγανιστάν. Το πραξικόπημα του Απρίλη του 1978 βασίζονταν σ’ ένα κίνημα της στρατιωτικής ελίτ, των διανοούμενων και των υψηλών στρωμάτων της μεσαίας τάξης επαγγελματιών των πόλεων.

Οργάνωσαν το πραξικόπημα μόνο σαν προληπτικό μέτρο ενάντια στις επιχειρήσεις εξόντωσης αυτών και των οικογενειών τους που ετοιμάζονταν. Λειτούργησαν από ένστικτο αυτοσυντήρησης, αλλά και με την ιδέα ότι θα τραβούσαν το Αφγανιστάν στο σύγχρονο κόσμο.

Με την κατάληψη της εξουσίας κατάργησαν τις υποθήκες και τα άλλα χρέη των χωρικών, που βρίσκονταν στο έλεος των τοκογλύφων, και προχώρησαν σε αγροτική μεταρρύθμιση. Ταυτόχρονα, εξήγγειλαν την εθνικοποίηση ‘’καθετί άξιου εθνικοποίησης’’.

Σε αντίθεση όμως με την ελίτ της Αιθιοπίας, δεν έστειλαν χιλιάδες φοιτητές απ’ τη μια άκρη της χώρας στην άλλη, σε κάθε πεδιάδα και βουνό του Αφγανιστάν, προκειμένου να δώσουν εξηγήσεις για τις μεταρρυθμίσεις. Κατά συνέπεια, δεν ήταν ξεκάθαρο στις μάζες των χωρικών ποια θα ήταν τα οφέλη της επανάστασης του Απρίλη.

Μια επανάσταση με την κλασική έννοια ξεκινά με τις μάζες από τα κάτω, και αφορά την πλειοψηφία του πληθυσμού. Αλλά, σ’ αυτή την περίπτωση, με την επανάσταση να ξεκινάει από τα πάνω, οι επικεφαλής διανοούμενοι των πόλεων ήταν απομονωμένοι απ’ τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού που ζούσε στα χωριά και στα βουνά.

Ανάμεσα σ’ άλλες μεταρρυθμίσεις που προωθήθηκαν ήταν και η κατάργηση της ‘’τιμής της νύφης’’, της πώλησης των γυναικών στους πιθανούς συζύγους προς όφελος της οικογένειας, και συνήθως της αρσενικής κεφαλής της οικογένειας. Το πρόγραμμα εξάλειψης του αναλφαβητισμού, επιπλέον, περιελάμβανε εξίσου γυναίκες και άνδρες. Αυτό προκάλεσε την έντονη αγανάκτηση των οπισθοδρομικών και αντιδραστικών τμημάτων του πληθυσμού.

Χρησιμοποιώντας αυτό, και τις προκαταλήψεις των αγροτών, οι άνδρες των ορεινών φυλών, υποκινούμενοι από αντιδραστικούς Μουσουλμάνους, μουλάδες, μοναρχικούς, γαιοκτήμονες κι από διάφορους άξεστους, μπήκαν σε μια διετή περίοδο προπαρασκευής ενός ανταρτοπόλεμου ενάντια στο νέο καθεστώς της Καμπούλ.

Από αμνημονεύτων χρόνων οι κυβερνήσεις της Καμπούλ δεν είχαν παρά μιαν ασταθή διοίκηση των ανδρών των ορεινών φυλών. Κι αυτό συνέβαινε πρακτικά και με τη νέα, επαναστατική κυβέρνηση του Ταράκι. Η εξέγερση ήταν ένα ετερόκλητο κύμα εκατοντάδων, ίσως και χιλιάδων σκόρπιων ανδρών και ομάδων σε διάφορα βουνά και πεδιάδες. Πολλοί ήταν οι ληστές κι εγκληματίες ‘’πλιατσικολόγοι’’.

Δρώντας χωρίς ίχνος συντονισμού, ακόμα και στις ευνοϊκότερες συνθήκες οι αντάρτες θα δυσκολευόταν να συντηρήσουν έναν πόλεμο σ’ εθνικό επίπεδο ενάντια στο καθεστώς της Καμπούλ. Όμως, αυτός ασύνδετος όχλος, με τους εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες στο Πακιστάν, είχε τη μυστική χρηματοδότηση της Σαουδικής Αραβίας, και την προμήθεια όπλων απ’ το Πακιστάν και σε κάποιο βάθμο από την Κίνα.

Το καθεστώς του προλεταριακού Βοναπαρτισμού της Κίνας έμοιαζε πάντα να ποντάρει στο λάθος άλογο, τυφλωμένο από το μίσος προς κάθε διεύρυνση της επιρροής του Ρωσικού προλεταριακού Βοναπαρτισμού. Αναμφίβολα, οι Ηνωμένες Πολιτείες μέσω της CIA προμηθεύαν επίσης με χρήμα και όπλα τους αντάρτες.

Με βάση την απόφαση του επαναστατικού συμβουλίου του Αφγανιστάν που πάρθηκε τον Αύγουστο του 1978,  θέλησαν ‘να μοιράσουνε στους χωρικούς τη γη που κατείχαν οι φεουδάρχες’, που αποτελούσε περίπου το 80% της καλλιεργήσιμης έκτασης της χώρας. Στις 12 Ιούλη το συμβούλιο αποφάσισε να ακυρώσει τα δάνεια και τις υποθήκες των χωρικών και να περιορίσει τα προνόμια των στρατιωτικών αξιωματούχων.

Ο Μπαρμπάκ Καρμάλ, τότε υπουργός παρά τω πρωθυπουργώ –και νυν πρόεδρος- είπε στο Λίβυο πρωθυπουργό στις 10 Μάη, ότι, όπως η Λυβική Επανάσταση του Σεπτέμβρη του 1969, η Αφγανική Επανάσταση βλάστησε επίσης ‘απ’ τις δύο βασικές αρχές του Ισλάμ’.

«Ούτε καν έχει υπάρξει κόμμα αποκαλούμενο Κομμουνιστικό στο Αφγανιστάν... Δεν κρύβουμε την αφοσίωσή μας στους καταπιεσμένους λαούς. Οι εξελίξεις της περασμένης βδομάδας απομάκρυναν την αριστοκρατία στο Αφγανιστάν... Θα υπάρξει ένα πρόγραμμα αγροτικών μεταρρυθμίσεων, οι τιμές θα πέσουν, οι μισθοί θ’ ανέβουν, και θα υπάρξει επίσης ένα πρόγραμμα εθνικοποίησης καθετί άξιου εθνικοποίησης».

Με τα μεταρρυθμιστικά μέτρα, η ιδιοκτησία γης περιορίστηκε στα έξι εκτάρια ή εξήντα στρέμματα ανά οικογένεια, ή περισσότερα προκειμένου για φτωχά εδάφη. Η γη μοιράστηκε καθ’ υπερβολή των ορίων μεταξύ των φτωχών χωρικών. Η κυβέρνηση ενθάρρυνε τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις τόσο στη γεωργία όσο και στη βιομηχανία. Αλλά οι φτωχοί χωρικοί που δε διέθεταν επαρκή μέσα καλλιέργειας συμβουλεύονταν στο σχηματισμό συνεταιρισμών.

Ως άμεση συνέπεια του τρόπου με τον οποίο εγκαθιδρύθηκε το προλεταριακο-Βοναπαρτιστικό καθεστώς, δεν κέρδισε αμέσως την υποστήριξη των ανθρώπων της φυλής και των χωρικών.

Οι μεγάλοι και μεσαίοι γαιοκτήμονες εκμεταλλεύτηκαν την οπισθοδρομικότητα των φυλάρχων για να τους ξεσηκώσουν ενάντια στο ‘‘άθεο’’, ‘‘κομμουνιστικό’’ καθεστώς της Καμπούλ. Αυτό το ξεσήκωμα, με τη σειρά του, προκάλεσε αστάθεια στα υψηλά κλιμάκια του καθεστώτος. Ο Πρόεδρος Ταράκι σαν συνέπεια εξόρισε τον Μπαμπράκ στην Τσεχοσλοβακία ως πρεσβευτή.

Το ‘Κομμουνιστικό Κόμμα’, που αυτοαποκαλούνταν Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα, ήτανε μια συγχώνευση δυο κομμουνιστικών κομμάτων, του Χαλκ (Μάζες) και του Παρτσάμ (Σημαία).

Το Παρτσάμ διασπάστηκε υπό την ηγεσία του Μπαμπράκ Καρμάλ από το Χαλκ το 1967, κι αργότερα ανέλαβε την υποστηρικτική για τον πρόεδρο Νταούντ πολιτική της Μόσχας όταν πήρε την εξουσία το 1973. Αυτό προκάλεσε την αντίθεση του Ταράκι και του Άμιν. Τόσο μακριά βρισκότανε τότε η Ρωσική γραφειοκρατία από το να στηρίζει μια σοσιαλιστική αλλαγή εκείνο τον καιρό!

Αργότερα, οι δύο παρατάξεις ενώθηκαν και, κάτω από την πίεση της Μόσχας, ο Ταράκι άρχισε ν’ αντιπολιτεύεται τη σκληρή γραμμή του Άμιν ενάντια στους αντιδραστικούς μουλάδες.

Μετά από συνάντηση με τον Μπρέζνιεφ στη Μόσχα, ο Ταράκι επέστρεψε στην Καμπούλ με την πρόθεση να απομακρύνει τον Άμιν.
   
Ο Άμιν, όμως, αντιπαρήλθε το στρατήγημα της Μόσχας, δολοφονώντας τον Ταράκι.
  
Αλλά ο Άμιν εξαρτιόταν ακόμα απ’ τη Μόσχα, που ενοχλούνταν όλο και περισσότερο απ’ την πολιτική της σκληρής γραμμής του για να σταματήσει τον ανταρτοπόλεμο στα βουνά. Το καθεστώς του είχε σταθερό έλεγχο μόνο στις μεγάλες πόλεις.


Οι Ρώσοι έπεισαν τον Άμιν να καλέσει τα Ρώσικα στρατεύματα βάσει του υποτιθέμενου συμφώνου φιλίας.  Έφεραν τον εξόριστο Καρμάλ πίσω στο Αφγανιστάν μαζί με τα τανκς τους. Ο Καρμάλ έγινε πρόεδρος και ο Άμιν εκτελέστηκε.


Ted Grant, "Afghanistan - Why the Russian bureaucracy invaded"

Σχόλια