Το Αφγανιστάν πριν τον Πρώτο Αγγλο-Αφγανικό Πόλεμο (1838-42)

Αφγανιστάν
του Φρίντριχ Ένγκελς


Σαχ Σουτζά (1804-1809, 1839-1842)
Ντοστ Μοχάμαντ Χαν (1834-1839)
Αφγανιστάν, μεγάλη χώρα της Ασίας, βοριο-δυτικά της Ινδίας. Βρίσκεται μεταξύ Περσίας και Ινδιών και προς την άλλη διεύθυνση μετάξυ της Οροσειράς Χίντου Κους και του Ινδικού Ωκεανού. Παλιότερα περιελάμβανε τις Περσικές επαρχίες του Χορασάν και του Κοχιστάν, μαζί με τη Χεράτ, το Βελουχιστάν, το Κασμίρ και τη Σίντε κι ένα σημαντικό κομμάτι της Παντζάμπ. Σημερινά όριά του δεν κατοικούν περισσότεροι από 4.000.000 άνθρωποι. Το έδαφος του Αφγανιστάν είναι πολύ ανώμαλο –ψηλά οροπέδια, τεράστια βουνά, βαθιές κοιλάδες και φαράγγια. Όπως όλες οι ορεινές τροπικές χώρες παρουσιάζει κάθε κλιματική ποικιλία. Στο Χίντου Κους, το χιόνι σκεπάζει όλο το χρόνο τις πανύψηλες κορφές, ενώ στις κοιλάδες το θερμόμετρο σκαρφαλώνει στους 130ο.

Η θερμοκρασία είναι μεγαλύτερη στ’ ανατολικά απ’ ότι στο δυτικό τμήμα, αλλά το κλίμα είναι γενικά ψυχρότερο απ’ ότι στην Ινδία και παρότι οι διακυμάνσεις της θερμοκρασίας από καλοκαίρι σε χειμώνα ή από μέρα σε νύχτα είναι πολύ μεγάλες, η χώρα είναι γενικά υγιής. Κυριότερες ασθένειες είναι πυρετοί, καταρροές και οφθαλμίες. Περιστασιακά, η ευλογιά μπορεί να επιφέρει το θάνατο.

Το έδαφος είναι εξαιρετικά γόνιμο. Οι χουρμαδιές ευδοκιμούν στις οάσεις της ερήμου. Το ζαχαροκάλαμο και το βαμβάκι στις θερμές κοιλάδες. Τα Ευρωπαϊκά φρούτα και λαχανικά καλλιεργούνται θαυμάσια ακόμα και σε υψίπεδα των 6.000-7.000 ποδών. Τα βουνά σκεπάζονται από παρθένα δάση, όπου υπάρχουν αρκούδες, λύκοι και αλεπούδες, ενώ το λιοντάρι, η λεοπάρδαλη και η τίγρη μπορούν να βρεθούν στις περιοχές που προσιδιάζουν στις συνήθειές τους. Τα χρήσιμα στους ανθρώπους ζώα δεν είναι σπάνια. Υπάρχει μια εκλεκτή ποικιλία Περσικών προβάτων ή μακρίουρες ράτσες. Τα άλογα είναι καλού μεγέθους και αίματος. Η καμήλα και το γαϊδούρι χρησιμοποιούνται σαν υποζύγια και οι κατσίκες, τα σκυλιά και οι γάτες βρίσκονται σε μεγάλα πλήθη.

Εκτός από το Χίντου Κους, που είναι η συνέχεια των Ιμαλαΐων, υπάρχει μια αλυσίδα βουνών που λέγεται όρος Σολυμάν, στα νοτιο-δυτικά. Και ανάμεσα στο Αφγανιστάν και το Μπάλι υπάρχει μια αλυσίδα γνωστή ως οροσειρά των Παροπαμισάδων, για την οποία όμως, ελάχιστες πληροφορίες έχουν φτάσει ως την Ευρώπη. Οι ποταμοί είναι λίγοι αριθμητικά: Ο Χέλμαντ και ο Καμπούλ είναι οι πιο σημαντικοί. Αυτοί πηγάζουν από το Χίντου Κους. Ο Καμπούλ χύνεται στον Ινδό, κοντά στο Ατόκ. Ο Χέλμαντ ρέει δυτικά προς την περιοχή του Σετζεστάν και χύνεται στη λίμνη Ζούρα. Ο Χέλμαντ έχει την ιδιομορφία να υπερχειλίζουν οι κοίτες του κάθε χρόνο, όπως του Νείλου, φέρνοντας στο έδαφος γονιμότητα, που, πέρα από την πλημυρισμένη περιοχή, είναι έρημος.

Οι κυριότερες πόλεις του Αφγανιστάν είναι η Καμπούλ, η πρωτεύουσα, το Γκαζνί, η Πεσαβάρ και η Κανταχάρ. Η Καμπούλ είναι μια όμορφη πόλη χτισμένη στην κοίτη του ομώνυμου ποταμού. Τα κτήρια είναι από ξύλο εύτακτο και ευμέγεθες, και η πόλη, καθώς περιστοιχίζεται από ωραιότατους κήπους, έχει μια πολύ ευχάριστη όψη. Περιβάλλεται από χωριά και βρίσκεται στη μέση μια πεδιάδας που κυκλώνεται από χαμηλούς λόφους. Ο αυτοκρατορικός τάφος του Μπάμπερ είναι το κύριο μνημείο της. Η Πεσαβάρ είναι μια μεγάλη πόλη, που ο πληθυσμός της υπολογίζεται στις 100.000. Η Γκαζνί, αρχαία ονομαστή πόλη, παλιά πρωτεύουσα του μεγάλου σουλτάνου Μαχμούντ, έχασε τώρα τη μεγάλη αίγλη της κι απέμεινε φτωχή. Κοντά της βρίσκεται ο τάφος του Μαχμούντ. Η Κανταχάρ χτίστηκε πρόσφατα, το 1754. Βρίσκεται στην τοποθεσία μιας αρχαίας πόλη. Ήταν για κάποια χρόνια η πρωτεύουσα. Αλλά το 1774 η έδρα της κυβέρνησης μεταφέρθηκε στην Καμπούλ. Πιστεύεται ότι έχει 100.000 κατοίκους. Κοντά στην πόλη βρίσκεται ο τάφος του Σαχ Αχμέντ, του θεμελιωτή της πόλης, ένα τόσο ιερό άσυλο, που ούτε ο ίδιος ο βασιλιάς δεν επιτρέπεται να συλλάβει έναν εγκληματία που βρήκε καταφύγιο ανάμεσα στους τοίχους του.

Η γεωγραφική θέση του Αφγανιστάν και ο παράξενος χαρακτήρας των ανθρώπων του παρέχουν στη χώρα μια πολιτική σημασία που δε γίνεται να υπερεκτιμηθεί στις υποθέσεις της Κ. Ασίας. Η κυβέρνηση είναι μοναρχική, αλλά η εξουσία του βασιλιά πάνω στα πνευματώδη και ανήσυχα υποκείμενα, είναι προσωπική και πολύ αβέβαιη. Το βασίλειο διαιρείται σε δύο επαρχίες, που η καθεμιά τους διοικείται από έναν εκπρόσωπο του ηγεμόνα, που συγκεντρώνει τα έσοδα και τ’ αποστέλλει στην πρωτεύουσα.

Οι Αφγανοί είναι ένας γενναίος, σκληροτράχηλος και ανεξάρτητος λαός. Ακολουθούν αποκλειστικά την αγροτική και ποιμενική ενασχόληση, αποστρεφόμενοι το εμπόριο και τις συναλλαγές, που τις παραχωρούν περιφρονητικά στους Ινδουϊστές και τους άλλους κατοίκους των πόλεων. Γι’ αυτούς ο πόλεμος είναι έξαψη κι ανακούφιση απ’ τη μονότονη απασχόληση των βιομηχανικών δραστηριοτήτων.

Οι Αφγανοί διαιρούνται σε φατρίες, πάνω στις οποίες οι διάφοροι αρχηγοί εξασκούν ένα είδος φεουδαλικής κυριαρχίας. Η ακατάβλητη απέχθειά τους προς το νόμο, και η αγάπη τους για την ατομική ανεξαρτησία, είναι εμπόδιο από μόνη της για τη συγκρότηση ενός ισχυρού έθνους. Αλλ’ αυτό το πολύ ακαθόριστο και αβέβαιο της πρακτικής τους, τους κάνει επικίνδυνους γείτονες, επιρρεπείς στο φύσημα του ανέμου της ιδιοτροπίας, ή στις αναμοχλεύσεις των δολοπλόκων πολιτικών, που περίτεχνα εξάπτουν τα πάθη τους. Οι δύο κύριες φυλές είναι οι Ντουρανί και οι Γκιλγκίς, που είναι πάντα στα μαχαίρια. Οι Ντουρανί είναι οι ισχυρότεροι. Και, σε συνέπεια της υπεροχής τους, ο εμίρης ή ο χάνος τους ανακηρύσσεται βασιλιάς του Αφγανιστάν. Το εισόδημά του ανέρχεται στις 10.000 λίρες. Είναι η ανώτατη αρχή μόνο της φυλής του. Οι στρατιωτικοί υπάλληλοι στελεχώνονται κυρίως από Ντουρανί. Ο υπόλοιπος στρατός προέρχεται είτε από άλλες φατρίες, ή από στρατιωτικούς τυχοδιώκτες που κατατάσσονται στην υπηρεσία για την πληρωμή ή τα λάφυρα. Η δικαιοσύνη στις πόλεις απονέμεται από τους καδήδες, αλλά οι Αφγανοί σπάνια καταφεύγουν στο νόμο. Οι Χάνοι τους έχουν το δικαίωμα της τιμωρίας μέχρι του σημείου ν’ αποφασίζουν για τη ζωή ή το θάνατο. Η εκδίκηση του αίματος είναι οικογενειακό καθήκον. Παρ’ όλ’ αυτά, λέγεται ότι είναι φιλελεύθερος και γενναιόδωρος λαός, όταν δεν προκαλούνται, και το δικαίωμα της φιλοξενίας είναι τόσο ιερό που κι ο θανάσιμος εχθρός που θα φάει ψωμί κι αλάτι, αποκτημένο ακόμα και με στρατήγημα, είναι απαλλαγμένος από την εκδίκηση και μπορεί ακόμα και να επικαλεστεί την προστασία του οικοδεσπότη του ενάντια σε κάθε κίνδυνο. Στο θρήσκευμα είναι Μωαμεθανοί, της αίρεσης των Σουνιτών. Αλλά δεν είναι μισαλλόδοξοι και οι αγχιστείες μεταξύ Σιϊτών και Σουνιτών δεν είναι καθόλου σπάνιες.

Το Αφγανιστάν έχει υποβληθεί εκ περιτροπής στην κυριαρχία των Μογγόλων και των Περσών. Πριν από την έλευση των Βρετανών στις ακτές της Ινδίας, οι ξένοι εισβολείς που σάρωναν τις πεδιάδες του Ινδουστάν πάντοτε προωθούνταν από το Αφγανιστάν. Ο Σουλτάνος Μαχμούντ ο Μέγας, ο Τζένγκις Χαν, ο Ταμερλάνος, ο Ναδίρ Σαχ, όλοι πήραν αυτό το δρόμο. Το 1747, μετά το θάνατο του Ναδίρ, ο Σαχ Αχμέντ, που έμαθε την τέχνη του πολέμου απ’ αυτό το στρατιωτικό τυχοδιώκτη, έβαλε σκοπό ν’ αποτινάξει τον Περσικό ζυγό. Στα χρόνια της βασιλείας του, το Αφγανιστάν έφτασε στο υψηλότερο σημείο μεγαλείου κι ευημερίας των σύγχρονων καιρών. Ανήκε στο μέγα γένος των Σουντόσι, και πρώτο μέλημά του ήταν να εκμεταλλευτεί τα λάφυρα που ο τελευταίος αρχηγός του μάζεψε απ’ την Ινδία. Το 1748 πέτυχε να εκδιώξει το Μογγόλο κυβερνήτη απ’ την Καμπούλ και την Πεσαβάρ και, διασχίζοντας τον Ινδό, αστραπιαία κυρίευσε την Παντζάμπ. Το βασίλειό του εκτείνονταν από τη Χορασάν ως το Δελχί, και κονταροχτυπιόταν ακόμα και με την αυτοκρατορία των Μαράτα. Οι μεγάλες πολεμικές επιχειρήσεις δεν τον εμπόδισαν ωστόσο να καλλιεργήσει κάποιες ειρηνικές τέχνες και να έχει τη φήμη του καλού ποιητή και ιστορικού. Πέθανε το 1772, και άφησε το θρόνο στο γιο του, Τιμούρ, που είχε ωστόσο, έριξε αλλού το βάρος. Εγκατέλειψε την πόλη της Κανταχάρ, που είχε ιδρυθεί απ’ τον πατέρα του, και είχε για λίγα χρόνια εξελιχθεί σε πλούσια και πολυπληθή πόλη, και ξαναμετέφερε την έδρα της κυβέρνησης στην Καμπούλ. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του οι εσωτερικές διχογνωμίες των φυλών, που είχαν κατασταλεί από το στιβαρό χέρι του Σαχ Αχμέντ, αναβίωσαν. Το 1793 ο Τιμούρ πέθανε και τον διαδέχθηκε ο Σιμάν. Αυτός ο πρίγκιπας συνέλαβε την ιδέα να κατοχυρώσει τη Μωαμεθανική εξουσία της Ινδίας και το σχέδιό του, που θα μπορούσε να είχε θέσει σε σοβαρό κίνδυνο τις Βρετανικές κτήσεις, κρίθηκε τόσο σημαντικό που ο Σερ Τζων Μάλκολμ στάλθηκε στα σύνορα για να κρατήσει τους Αφγανούς υπό έλεγχο, σε περίπτωση που θα επιχειρούσαν οποιοδήποτε κίνημα, και την ίδια στιγμή οι διαπραγματεύσεις άνοιξαν με την Περσία, που με τη συνδρομή της οι Αφγανοί θα βρισκόταν μεταξύ δύο πυρών. 

Αυτά τα μέτρα ήταν όμως αχρείαστα. Ο Σιμάν Σαχ ήταν υπερακούντως απασχολημένος με τις συνωμοσίες και τις ταραχές στο εσωτερικό, και τα μεγαλεπίβολα σχέδιά του καταπνίγηκαν εν τη γενέσει τους. Ο αδελφός του βασιλιά, Μαχμούντ, ρίχτηκε στη Χεράτ με σχέδιο την εγκαθίδρυση ενός ανεξάρτητου πριγκιπάτου, αλλά μετά την αποτυχία της προσπάθειάς του, το ‘σκασε στην Περσία. Ο Σιμάν Σαχ βοηθήθηκε να κρατήσει το θρόνο από την οικογένεια Μπαϊρουξί, που στην κεφαλή της βρισκόταν ο Σεΐρ Αφράς Χαν. Ο διορισμός απ’ το Σιμάν ενός λαομίσητου βεζίρη ξεσήκωσε την εχθρότητα των παλιών υποστηριχτών του, που οργάνωσαν μια συνωμοσία, η οποία αποκαλύφθηκε, και ο Σεΐχ Αφράς καταδικάστηκε σε θάνατο. Ο Μαχμούντ ανακλήθηκε τώρα από τους συνωμότες, και ο Σιμάν φυλακίστηκε και του βγάλαν τα μάτια. Σαν αντίπαλος του Μαχμούντ, που υποστηρίχτηκε από τους Ντουρανί, ο Σαχ Σουτζά προωθήθηκε απ’ τους Γκιλγκίς, και κρατήθηκε στο θρόνο για ένα διάστημα. Αλλά τελικά ηττήθηκε, κυρίως εξαιτίας της προδοσίας των ίδιων των υποστηριχτών του, και αναγκάστηκε να ζητήσει άσυλο από τους Σιχ.

Το 1809 ο Ναπολέων έστειλε το Στρατηγό Γκαρντάν στην Περσία με την ελπίδα να πείσει το σαχ [Φαθ Αλί] να εισβάλει στην Ινδία, και η Ινδική κυβέρνηση έστειλε εκπρόσωπο [Μαουντστιούαρντ Έλφινστοουν] στην πλευρά του Σαχ Σουτζά για τη δημιουργία αντιπολίτευσης στην Περσία. Ήταν η εποχή της ανόδου του Ρατζίντ Σινγκ σε εξουσία και φήμη. Ήταν φύλαρχος των Σιχ, και με τη μεγαλοφυΐα του έκανε τη χώρα ανεξάρτητη από τους Αφγανούς κι εγκαθίδρυσε ένα βασίλειο στην Παντζάμπ, εξασφαλίζοντας στον εαυτό του τον τίτλο του Μαχαραγιά (αρχιπρίγκιπα) και το σεβασμό της Αγγλο-Ινδικής κυβέρνησης. Ο σφετεριστής Μαχμούντ όμως, δεν έμελλε να χαρεί για πολύ το θρίαμβό του. Ο Φατέχ Χαν, ο βεζίρης του, που ταλαντεύονταν κατά το δοκούν μεταξύ Μαχμούντ και Σαχ Σουτζά, πάντα με γνώμονα τα προσωπικά του συμφέροντα και φιλοδοξίες, απήχθη από το γιο του βασιλιά, Καμράν, του έβγαλε τα μάτια, τον βασάνισε και τον σκότωσε. Η πανίσχυρη οικογένεια του νεκρού βεζίρη ορκίστηκε να εκδικηθεί για το θάνατό του. Ο αχυράνθρωπος Σαχ Σουτζά επανήλθε κι ο Μαχμούντ εξορίστηκε. Επειδή ο Σαχ Σουτζά, ωστόσο, πρόσβαλε κάποιους, σύντομα εκθρονίστηκε και στέφηκε στη θέση του ένας άλλος αδελφός. 

Ο Μαχμούντ δραπέτευσε στη Χεράτ, που παρέμενε ύπο την εξουσία του, και μετά το θάνατό του το 1829, τον διαδέχθηκε ο γιος του Καμράν στη διακυβέρνηση της περιοχής. Η οικογένια Μπαϊρουξί, έχοντας τώρα την κύρια εξουσία στα χέρια τους, χώρισανε την επικράτεια μεταξύ τους, αλλά ακολουθώντας την εθνική συνήθεια μάλωσαν, και ενώνονταν μόνο με την παρούσια ενός κοινού εχθρού. Ένας από τους αδελφούς, ο Μοχάμεντ Χαν, κράτησε την Πεσαβάρ, για την οποία πλήρωνε φόρο υποτελείας στο Ρατζίντ Σινγκ, ένας άλλος κράτησε το Γκαζνί, ένας τρίτος την Κανταχάρ, ενώ στην Καμπούλ, ο Ντοστ Μοχάμεντ, ο πιο ισχυρός, κράτησε την επικυριαρχία.

Σ’ αυτό τον πρίγκιπα, ο Αλεξάντερ Μπαρνς στάλθηκε πρεσβευτής το 1835, όταν η Ρωσία και η Αγγλία αλληλοκατασκοπεύονταν στην Περσία και την Κεντρική Ασία. Πρόσφερε μια συμμαχία για την οποία ο Ντοστ ήταν κάθε άλλο παρά ενθουσιασμένος, αφού η Αγγλο-Ινδική κυβέρνηση απαίτησε τα πάντα απ’ αυτόν, χωρίς να του προσφέρει απολύτως τίποτα σαν αντάλλαγμα. Στο μεταξύ, το 1838, οι Πέρσες, με τους Ρώσους σύμβουλους και βοηθούς, πολιόρκησαν τη Χεράτ, το κλειδί του Αφγανιστάν και της Ινδίας. Ένας Πέρσης κι ένας Ρώσος πράκτορας έφτασαν στην Καμπούλ και ο Ντοστ μέτα από μια σταθερή άρνηση να συνταχθεί με τους Βρετανούς, βρέθηκε, τελικά, πράγματι υποχρεωμένος να δεχθεί την προσέγγιση των έτερων συμβαλλόμενων.



Σχόλια