20 Απρίλη 1914: Ο Λούης Τίκας και η Σφαγή του Λάντλοου

Λέανδρος Μπόλαρης, εργατική αλληλεγγύη, Νο.1118, 15 Απρίλη 2014



Την άνοιξη του 1914 η Ευρώπη βρισκόταν στα πρόθυρα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στο Κολοράντο των δυτικών ΗΠΑ, ο πόλεμος είχε ήδη ξεσπάσει. Το πιο δραματικό του επεισόδιο, η Σφαγή του Λάντλοου στις 20 Απρίλη εκείνης της χρονιάς, έφερε τα νέα αυτού του πολέμου σε όλες τις ΗΠΑ.

Όμως, αυτός ήταν ένας πόλεμος ταξικός. Στη μια πλευρά ήταν οι έντεκα χιλιάδες ανθρακωρύχοι που δούλευαν στα ορυχεία του νότου της Πολιτείας. Από την άλλη η CFIC, η μεταλλευτική εταιρεία με ιδιοκτήτη τον πλουσιότερο άνθρωπο του κόσμου, τον Ροκφέλερ. 

Η εταιρεία του Ροκφέλερ κυβερνούσε τις περιοχές των ορυχείων όπως οι παλιοί αφεντάδες κυβερνούσαν τα φέουδά τους. Η θέληση της εταιρείας ήταν νόμος –κυριολεκτικά. Τα χωριά και οι κωμοπόλεις που κατοικούσαν οι εργάτες, τα σπίτια τους, τα μαγαζιά που ψώνιζαν τα στοιχειώδη, ήταν της εταιρείας, όπως και τα σαλούν που έπιναν. Δήμαρχος ήταν πάντα ένας διευθυντής όπως κι ο σερίφης.
 
Ο Τζον Ροκφέλερ «τζούνιορ» (ο πατέρας του ήταν ο ιδρυτής της δυναστείας) αργότερα θα αποκτούσε τη φήμη του προοδευτικού και μεταρρυθμιστή μεγιστάνα, του προστάτη των τεχνών και του οπαδού της ειρήνης και της διπλωματίας. Όμως, οι ανθρακωρύχοι του Κολοράντο, γνώρισαν από πρώτο χέρι το πραγματικό του πρόσωπο. Τα τεράστια κέρδη του ήταν ποτισμένα (και) με το δικό τους αίμα. Ανάμεσα στο 1910 και το 1913 οι νεκροί ανθρακωρύχοι από «ατυχήματα», έφτασαν τους 618.

Η εργοδοσία χρησιμοποιούσε συστηματικά τον ρατσισμό για να διαιρέσει τους εργάτες. Όλα σχεδόν τα έθνη της νότιας και ανατολικής Ευρώπης «αντιπροσωπεύονταν» στα ορυχεία. Ενας διευθυντής της CFIC είχε απαντήσει με αυτά τα λόγια σε κριτικές για τα ανύπαρκτα μέτρα ασφάλειας: «Οι ντάγκος είναι φθηνότεροι από τα υποστυλώματα». «Ντάγκος» -«μελαμψοί» ήταν το ρατσιστικό παρατσούκλι για τους μετανάστες από τη νότια Ευρώπη. Οι μετανάστες από την Ελλάδα έπαιρναν 1.75 δολάρια την ημέρα. Οι Γερμανοί ή Ουαλοί συνάδελφοί τους έπαιρναν 2.50 δολάρια.

Οι απεργίες δεν ήταν άγνωστες στην περιοχή και αντιμετωπίζονταν με σιδερένιο χέρι –ο Ροκφέλερ ήταν φιλάνθρωπος φτάνει να μην ανακατεύονταν συνδικάτα στις μπίζνες του. Το πρακτορείο ντετέκτιβ Μπάλντουιν-Φλετς είχε αναλάβει την «ασφάλεια» της περιοχής. Ο τίτλος «πρακτορείο ντετέκτιβ» ήταν παραπλανητικός: όπως και το γνωστότερο πρακτορείο των Πίνκερτον, ήταν μια μεγάλη ιδιωτική εταιρεία που πρόσφερε μισθοφόρους ένοπλους και χαφιέδες στα αφεντικά.
 
Στις 23 Σεπτέμβρη του 1913 η UMWA, η Ομοσπονδία των Ανθρακωρύχων, κήρυξε απεργία στο Κολοράντο. Οι απεργοί απαιτούσαν το 8ωρο, 10% αυξήσεις στους μισθούς, την αναγνώριση του συνδικάτου (υπογραφή σύμβασης) και την εφαρμογή των νόμων για την υγιεινή και ασφάλεια στα ορυχεία που τυπικά μόνο ίσχυαν στην Πολιτεία. Είχαν, επίσης, το «θράσος» να απαιτήσουν το δικαίωμα να ψωνίζουν από όποια μαγαζιά ήθελαν και να επισκέπτονται το γιατρό της επιλογής τους –όχι της εταιρείας.

Μισθοφόροι

Η CFIC είχε προετοιμαστεί για πόλεμο. Είχε προσλάβει εκατοντάδες μισθοφόρους της Μπάλντουιν-Φλετς τους εξόπλισε με τουφέκια και πιστόλια και για σιγουριά με 20 πολυβόλα –ένα σχετικά καινούργιο όπλο που θα αποδείκνυε την «αξία» του στα χαρακώματα του μεγάλου σφαγείου της Ευρώπης. Μέχρι και ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο έριξε η εταιρεία στη μάχη (Death Special το ονόμασαν οι ανθρακωρύχοι) που περιπολούσε και άνοιγε πυρ στις κατασκηνώσεις των απεργών.
 
Οι κατασκηνώσεις ήταν η απάντηση των απεργών στην καταστολή. Τις έστησαν για να βρουν καταφύγιο οι οικογένειές τους –και τις περιφρουρούσαν με τα λιγοστά τουφέκια και τα περίστροφά τους.
 
Η μεγαλύτερη κατασκήνωση, περίπου χίλιοι «κάτοικοι», στήθηκε στο Λάντλοου. Ηγέτης της ήταν ο Λούι Τίκας, οργανωτής της UMWA. Το κανονικό όνομα του Τίκα ήταν Ηλίας Σπαντιδάκης από το Ρέθυμνο. Έφτασε στις ΗΠΑ το 1906, έπιασε δουλειά σε εργοστάσια και μετά πήγε στο Ντένβερ που άνοιξε ένα ελληνικό καφενείο. Το 1912 εγκατέλειψε το καφενείο και πήγε να δουλέψει στα ορυχεία. Τίποτα δεν έδειχνε ότι θα γινόταν ένας εργατικός ηγέτης –διάφορες πηγές υποστηρίζουν ότι πρωτόπιασε δουλειά στα ορυχεία σαν απεργοσπάστης.
Επίσης δεν υπάρχουν στοιχεία για το πώς ριζοσπαστικοποιήθηκε ο Τίκας. Υπάρχει μια πληροφορία ότι ο καφενές του στο Ντένβερ ήταν απέναντι από τα γραφεία των IWW, των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου, του θρυλικού επαναστατικού συνδικάτου που έδωσε σκληρές μάχες για να οργανώσει τους μετανάστες εργάτες και εργάτριες.
 
Όπως και να ‘χει τον Νοέμβρη του 1912 ο Λούις Τίκας ηγήθηκε μιας απεργίας 63 Κρητικών ανθρακωρύχων σε ένα από τα ορυχεία της περιοχής, απολύθηκε, οι τραμπούκοι της εργοδοσίας τον πυροβόλησαν και τον τραυμάτισαν και αυτός συνέχισε να παλεύει για το συνδικάτο.
 
Όταν ξεκίνησε η απεργία, αγωνιστές σαν τον Τίκα εξασφάλισαν ότι οι εργάτες με την πιο διαφορετική καταγωγή πάλευαν μαζί κι ότι οι προσπάθειες των χαφιέδων της εργοδοσίας να υποδαυλίσουν εθνικιστικά μίση και ρατσιστικές προκαταλήψεις έπεφταν στο κενό. Ακόμα και πολλοί απεργοσπάστες, φτωχοί μετανάστες οι περισσότεροι, έφευγαν για να πάνε στις κατασκηνώσεις των απεργών.

Γιορτή

Στις 20 Απρίλη η κατασκήνωση του Λάντλοου επικρατούσε ησυχία μιας και την προηγούμενη μέρα οι απεργοί είχαν γιορτάσει το Πάσχα (όλοι μαζί, Ορθόδοξοι, Καθολικοί, Προτεστάντες και άθεοι) και το γλέντι είχε ανάψει. Μόνο οι λιγοστοί ένοπλοι απεργοί που φρουρούσαν στους γύρω λόφους ήταν ξύπνιοι. Τα ξημερώματα η Εθνοφρουρά χτύπησε.
 
Επικεφαλής του τμήματος που έκανε την επίθεση ήταν ο ταγματάρχης Πατ Χάμροκ, με εμπειρία από τις σφαγές των Ινδιάνων. Όταν τέλειωσαν τα πυρομαχικά της φρουράς των απεργών, η πρόσβαση στην κατασκήνωση έμεινε ανοιχτή και η Εθνοφρουρά άνοιξε πυρ με τα πολυβόλα.
 
Κατόπιν, για να γιορτάσουν το «θρίαμβό» τους, οι λεβέντες του Χάμροκ έγιναν στουπί στο μεθύσι και άρχισαν να βάζουν φωτιά στις σκηνές και τα παραπήγματα. Άφησαν πίσω τους 20 «ταραξίες» νεκρούς. Ανάμεσά τους ήταν δυο γυναίκες και έντεκα παιδάκια που πέθαναν από ασφυξία από την πυρκαγιά.
 
Ο Τίκας δεν σκοτώθηκε στην διάρκεια της επιδρομής: λίγο νωρίτερα, ο υπολοχαγός Λίντερφεντ (το δεξί χέρι του Χάμροκ), είχε ζητήσει να τον δει. Ο Τίκας αρνήθηκε στην αρχή, έπειτα εμφανίστηκε κρατώντας λευκή σημαία. Οι δυο τους συναντήθηκαν στο λόφο.
 
Ο Λίντερφελντ μάλλον ζήτησε από τον Τίκας να παραδώσει δυο καταζητούμενους Ιταλούς συντρόφους, αυτός αρνήθηκε και τότε απροειδοποίητα ο υπολοχαγός τον χτύπησε με το κοντάκι της καραμπίνας στο κεφάλι. Η καραμπίνα έσπασε στα δύο όπως και το κρανίο του Τίκας. Οι εθνοφρουροί βάλθηκαν να πυροβολούν το άψυχο σώμα. Ο Τίκας έμεινε άταφος για μέρες.
 
Η Σφαγή στο Λάντλοου πυροδότησε ένα μεγάλο κίνημα. Στο Κολοράντο, εκατοντάδες ανθρακωρύχοι πήραν τα όπλα μετά από κάλεσμα του συνδικάτου, και άρχισαν να επιτίθενται στην Εθνοφρουρά, στα ορυχεία και να διώχνουν απεργοσπάστες. Δεν ήταν μόνο οι ανθρακωρύχοι: δάσκαλοι, υπάλληλοι γραφείων, συμμετείχαν, με το Σωματείο Εργατών Πούρων να υπόσχεται πεντακόσια ένοπλα μέλη του για δράση. Οι σιδηροδρομικοί αρνούνταν να μεταφέρουν απεργοσπάστες και Εθνοφρουρούς.
 
Οι συγκρούσεις κράτησαν δέκα μέρες και έχουν μείνει γνωστές ως Ο Πόλεμος των Ανθρακωρυχείων του Κολοράντο, οι νεκροί έφτασαν τους διακόσιους, σύμφωνα με την έκθεση μιας επιτροπής του Ροκφέλερ. Οι συγκρούσεις σταμάτησαν όταν ο πρόεδρος Γουίλσον έστειλε μονάδες του στρατού στο Κολοράντο που αφόπλισαν «και τις δυο πλευρές» -ουσιαστικά τους ανθρακωρύχους.
 
Μαζικές διαδηλώσεις οργανώθηκαν σε μεγάλες πόλεις των ΗΠΑ. Στη Νέα Υόρκη οι διαδηλωτές εντόπισαν και κυνήγησαν τον ίδιο τον Ροκφέλερ. Μέσα σε λίγες μέρες συγκεντρώθηκαν 80.000 δολάρια, ένα πολύ μεγάλο ποσό τότε, για το απεργιακό ταμείο των ανθρακωρύχων.
 
Η απεργία στο Κολοράντο κράτησε μέχρι τον Δεκέμβρη του 1914. Οι ανθρακωρύχοι κέρδισαν κάποια από τα αιτήματά τους για βελτίωση των συνθηκών δουλειάς, άλλα όχι το βασικό –την αναγνώριση του συνδικάτου.
 
Το δρόμο του Λούη Τίκα θα τον ακολουθήσουν χιλιάδες μετανάστες εργάτες και εργάτριες στις ΗΠΑ τις επόμενες δεκαετίες –ανάμεσά τους και πολλοί από την Ελλάδα. Οι «Μανωλάδες» της Αμερικής έβγαλαν μερικούς από τους καλύτερους αγωνιστές στην ιστορία της τάξης μας.

εργατική αλληλεγγύη

Σχόλια