Προς Έναν Κουήρ Μαρξισμό;



Κατασκευάζοντας τον Ανδρισμό

 
 
   Ο Κέβιν Φλόυντ στο βιβλίο του Πραγμοποίηση της επιθυμίας: Προς έναν Κουήρ Μαρξισμό (Μινεάπολις: Εκδόσεις Πανεπιστημίου της Μινεσότα, 2009) καταδεικνύει ότι η επιτελεστική αρρενωπότητα και θηλυκότητα, που η Μπάντλερ αναλύει διεξοδικά στο έργο της, δεν είναι αιώνιες, αλλά επικράτησαν κάτω από συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες.

   Οι καπιταλιστικές κοινωνίες του 19ου αιώνα ενδιαφέρονταν λιγότερο για την αρρενωπότητα απ’ ότι για τον ‘ανδρισμό’. Όπως και η αρρενωπότητα, ο ανδρισμός υπήρξε μια κοινωνική κατασκευή. Έδινε όμως έμφαση στη μ’ ένα τρόπο άκαμπτη δομή της προσωπικότητας που απαιτούνταν για τη συμμετοχή των ανδρών στην παραγωγική διαδικασία και για την αναπαραγωγή της εργατικής τάξης. Η σύγχρονη αρρενωπότητα και θηλυκότητα, με την έμφαση που δίνουν στην καθημερινή συμπεριφορά και το ντύσιμο, ταιριάζουν καλύτερα στο σημερινό καπιταλισμό, με την εξάρτησή του από την κατανάλωση και τις επιθυμίες που είναι απαραίτητες για την καταναλωτική ροπή.

   Αυτή η ερμηνεία του Φλόυντ φαίνεται να βασίζεται στην πίστη του στους σοσιαλιστές-φεμινιστές ιστορικούς που χαρτογράφησαν τόσο αυτήν όσο και άλλες μεταβάσεις στην κοινωνική ιστορία των ΗΠΑ. Η Στέφανι Κούντζ, για παράδειγμα, έγραψε πριν από περισσότερο από είκοσι χρόνια για τις κοινωνικοοικονομικές τάσεις από τη δεκαετία του 1890 ως τη δεκαετία του 1920 που άλλαξαν τη μορφή των έμφυλων κοινωνικών ρόλων:

Οι άντρες είχαν τη δική τους κρίση ταυτότητας εκείνη την περίοδο. Καθόσο μια απρόσωπη εργασία και πολιτική τάξη αγνοούσε τις ατομικές αξίες των ανδρών, τις δεξιότητες και την υπόληψή τους, η αρρενωπότητα έχασε την οργανική της σύνδεση με τη δουλειά και την πολιτική, την υλική βάση της. Η απώλεια της δυνανότητας αυτοαπασχόλησης των ανδρών των μεσοαστικών στρωμάτων και η αυξανόμενη πειθάρχηση των ειδικευμένων εργατών στη διεύθυνση έρχονταν σε αντίφαση με τους παραδοσιακούς ορισμούς του ανδρισμού. Τώρα τα απαραίτητα προσόντα για τους άνδρες που δούλευαν στις Αμερικάνικες βιομηχανίες ήταν σχεδόν ‘θηλυκά’: διακριτικότητα, συνεργατικότητα, ικανότητα αποδοχής κατευθύνσεων. Νέοι ορισμοί της αρρενωπότητας έπρεπε να κατασκευαστούν που να μην προέρχονται από το χώρο εργασίας.

   Δυστυχώς, η Κουντζ κι οι άλλοι σοσιαλιστές φεμινιστές δε βρίσκονται στις παραπομπές του Φλόυντ. Παρ’όλ’ αυτά, ο Φλόυντ δεν μπορεί να κατηγορηθεί ότι πηγαίνει με τη μόδα απ’ τη στιγμή που βασίζεται σε Μαρξιστές στοχαστές του παρελθόντος όπως ο Λούκατς που εισήγαγε την έννοια της ‘ολότητας’ στο κέντρο της Μαρξιστικής του ανάλυσης στο βιβλίο του του 1922 Ιστορία και Ταξική Συνείδηση.

   Για τον ιστορικό υλισμό, τα οικονομικά, η πολιτική και η ιδεολογία δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτά ως ξεχωριστά πεδία, παρά μόνο σαν κομμάτια ενός δομημένου συνόλου. Ο Φλόυντ κάνει φανερό ότι οι κατασκευές του κοινωνικού φύλου και της σεξουαλικότητας μπορούν και πρέπει να ειδωθούν σαν αναπόσπαστα κομμάτια της καπιταλιστικής ολότητας. Το κοινωνικό φύλο και η σεξουαλικότητα δεν είναι απλώς τοπικές όψεις μιας κοινωνικής δομής – παρότι πολλοί Μαρξιστές τις αντιμετώπισαν σαν τέτοιες – αλλά κεντρικές στη διαδικασία της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Παραγωγή, αναπαραγωγή και κατανάλωση είναι όλες έμφυλες απ’ το ξεκίνημά τους.

   Μια ακόμη πολύ σημαντική έννοια που ο Φλόυντ δανείζεται από το Λούκατς είναι η ‘πραγμοποίηση’. Ο Μαρξ απέδειξε στο Κεφάλαιο ότι τα εμπορεύματα φετιχοποιούνται στις καπιταλιστικές κοινωνίες. Οι άνθρωποι αποδίδουν σ’ αυτά σχεδόν μαγικές ιδιότητες, που τείνουν να συγκαλύψουν τις κοινωνικές σχέσεις που τα κάνουν εμπορεύματα και που σ’ αυτές οφείλουν την κοινωνική τους λειτουργία. Ο Λούκατς βάθυνε ακόμα περισσότερο αυτή την παρατήρηση αναπτύσσοντας την έννοια της πραγμοποίησης: έναν γενικό όρο για τους τρόπους με τους οποίους οι σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους παριστάνουν στις καπιταλιστικές κοινωνίες σχέσεις με πράγματα ή ακόμα και μεταξύ πραγμάτων.

   Για το Φλόυντ η ομοσεξουαλικότητα και η ετεροσεξουαλικότητα, δύο κατηγορίες που δεν εμφανίστηκαν παρά κάτω απ’ τον καπιταλισμό, είναι παραδείγματα πραγμοποίησης. Μόνο κάτω από τον καπιταλισμό είναι που οι άνθρωποι με κεντρικότητα και συνέπεια ταξινομούν την ίδια τους την επιθυμία με βάση το φύλο των ανθρώπων στους οποίους απευθύνεται, αποσπώντας την αρσενικότητα και τη θηλυκότητα από το δίκτυο της συγγένειας και των κοινωνικών δεσμών όπου οι άλλες κοινωνίες τις ενσωματώνουν.

   Τα αρσενικά και θηλυκά σώματα υποβιβάζονται έτσι σε πράγματα που μπορούν και πρέπει να ‘κατακτηθούν’,  ειδικά αποκτώντας άλλα πράγματα (από το γυμνασμένο σώμα κάποιου μέχρι τη σωστή μάρκα αποσμητικού σώματος). Αυτή η εφαρμογή της έννοιας της πραγμοποίησης στο κοινωνικό και το βιολογικό φύλο εξηγεί τη λυσσαλέα προσκόλληση των ανθρώπων στο φύλο και τη σεξουαλική ταυτότητα.
 
   Όπως παρατηρεί ο Φλόυντ, ο Λούκατς το 1967 κριτικάρησε την ίδια του την παλιότερη χρήση της έννοιας της πραγμοποίησης λέγοντας ότι είχε μπερδέψει τη διάκριση μεταξύ πραγμοποίησης και αντικειμενοποίησης. Στις αλληλεπιδράσεις των ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής και του φύλου οι άνθρωποι συνεχώς εναλλάσσονται στους ρόλους του ενεργητικού υποκειμένου και του παθητικού αντικειμένου που χρησιμοποιείται από άλλους. Συγχέοντας αυτή την προσωρινή αντικειμενοποίηση με τη μόνιμη πραγμοποίηση – προτείνοντας ότι οι άνθρωποι υποβιβάζονται σε πράγματα που χρησιμοποιούνται από άλλους – ο Λούκατς, είχε απαρνηθεί, σύμφωνα με μεταγενέστερη κριτική του, την υλιστική βάση του Μαρξισμού.

   Περιέργως, ο ίδιος ο Φλόυντ επαναλαμβάνει τη σύγχυση του Λούκατς, μάλιστα αντιστρέφοντάς την. Βλέπει την αντικειμενοποίηση σαν ένα αθώο κι επίσης αναπόφευκτο κομμάτι της σεξουαλικότητας, και συμπεραίνει ότι η πραγμοποίηση (όπως στην πραγμοποίηση της επιθυμίας σε ετεροσεξουαλική και ομοσεξουαλική επιθυμία) είναι εξίσου αθώα κι αναπόφευκτη. Και το τραβάει ακόμα παραπέρα, υποστηρίζοντας ότι η πραγμοποίηση είναι ουσιώδης για τη σεξουαλική απελευθέρωση. Ακολουθώντας το Φουκώ, ο Φλούντ γράφει ότι η πραγμοποίηση της επιθυμίας θα έπρεπε να εξαίρεται σα “μια κατάσταση πιθανότητας για μια πολύπλοκη, ευμετάβλητη ιστορία μη κανονικών λόγων, πρακτικών, χώρων, υποκειμενικοτήτων, φαντασιώσεων, συλλογικών σχηματισμών και συλλογικών βλέψεων.” Υποστηρίζει για παράδειγμα ότι οι ομοφυλοφιλικές εικόνες των φυζίκ περιοδικών της δεκαετίας του 1950 συνιστούσαν μια απομάκρυνση από τη μεταπολεμική μαζική παραγωγή και μια υπονόμευση της κυρίαρχης αρρενωπότητας.

Ομοκανονικότητα

   Σύμφωνα με το Φλόυντ, ο Χέρμπερτ Μαρκούζε ήταν ένας Μαρξιστής που υπήρξε εξαιρετικός στην αναγνώριση του δυνητικού ρόλου  των πραγμοποιημένων ‘διαστροφών’ στην απελευθέρωση της σεξουαλικότητας. Κριτικάρει όμως το Μαρκούζε γιατί εξαίρει τον ομοφυλοφιλικό Έρωτα και άλλες ‘ανατρεπτικές ουτοπικές φαντασιώσεις’ αλλά όχι το ‘ομοφυλόφιλο υποκείμενο’. Ο Φλόυντ εδώ διαφοροποιείται από τους πιο ριζοσπαστικούς πρωτοπόρους της λεσβιακής/γκέι απελευθέρωσης της δεκαετίας του 1970 που, επηρεασμένοι απ’ το Μαρκούζε, έβλεπαν σαν απώτερο σκοπό της την κατάργηση της ομοσεξουαλικότητας και της ετεροσεξουαλικότητας ως κοινωνικών κατηγοριών.

   Οι σύχρονοι κουήρ θεωρητικοί όπως η Λίζα Ντάγκαν εξερευνούν επίσης τα όρια και ταμπού (‘ομοκανονικότητα’) της σύγχρονης γκέι σεξουαλικότητας, προκαλώντας τις γκέι οργανώσεις που έχουν αναπτυχθεί σε αξιοπρόσεκτο βαθμό, και εμπνέοντας τους πιο ρηξικέλευθους κουήρ ακτιβιστές. Όπως οι αγωνιστές της γκέι απελευθέρωσης του ’60, οι σημερινοί κουήρ προσφέρουν μια κριτική της γκέι εμπορικής σκηνής, που ο Μαρκούζε έβλεπε σαν μέρος της ύστερης καπιταλιστικής ‘καταπιεστικής απόθεσης’.

   Συγκριτικά, ο τρόπος που ο Φλόυντ χρησιμοποιεί το Μαρξισμό για να υπερασπιστεί τις πράγματι υπάρχουσες γκέι ταυτότητες – παρότι περισσότερο ενδιαφέρεται για τις εικόνες παρά για τα πολιτικά κινήματα, και καθόλου για τη χάραξη ένος προγράμματος – αφήνει κάποια κρίσιμα πολιτικά ερωτήματα αναπάντητα. Υποστηρίζει ότι τα φυζίκ περιοδικά του ’50 και η γκέι κουλτούρα των κλώνων του ’70 “ενεργητικά προκαλούσαν πανικό με την υποτιθέμενη ετεροσεξουαλικότητα της ίδιας της αρρενωπότητάς τους.” Αλλά η ιστορία της πρώιμης λεσβιακής/γκέι απελευθέρωσης διακηρύσσει ότι τόσο οι φυλο-ανατρεπτικές όσο και φυλο-συμμορφωτικές δυνατότητες ήταν παρούσες εξαρχής.

   Οι δύο τάσεις συγκρούστηκαν, για παράδειγμα, το 1969 στη διάσπαση της Νέας Υόρκης ανάμεσα στο ουσιαστικά ριζοσπαστικό, πολυθεματικό Γκέι Απελευθερωτικό Μέτωπο και την τακτικά ριζοσπαστική μονοθεματική Γκέι Συμμαχία Ακτιβιστών. Ο ίδιος ο Φλόυντ αντιπαραβάλλει τους αρσενικούς γκέι Νεο-Αριστερούς που θαύμαζαν τους μάτσο στρέιτ επαναστάτες με τους αντι-μάτσο γκέι όπως οι Εφεμινιστές, οι Φλογερές Αδερφές και οι Επαναστάτριες στην Πράξη Τραβεστί του Δρόμου (STAR), χωρίς να δείχνει κάποια προτίμηση.

   Ο ισχυρισμός του Φλόυντ ότι η γκέι γωνιά της αγοράς συνιστούσε ρήξη με τη Φορντική μαζική παραγωγή δεν επιβεβαιώνεται από τη πρόσφατη ιστορία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Οι Φορντικές μαζικές αγορές παρότι συρρικνούμενες με όρους συγκριτικούς καθώς το εργατικό μερίδιο εσόδων βρίσκεται σε κάμψη, έχουν άνετα συνυπάρξει με το αυξανόμενο εύρος των καπιταλιστικών εξειδικευμένων αγορών. Περιγράφει πώς η επεκτεινόμενη γκέι εμπορική σκηνή περιθωριοποιεί και αποκλείει τους λιγότερο ευκατάστατους κουήρ, τους λιγότερο συμβατικούς κουήρ και τους έγχρωμους κουήρ, αλλά ποτέ δεν ξεδιαλύνει την κρίσιμη διαφορά μεταξύ γκέι και κουήρ.

   Κι ενώ η χρήση της έννοιας της πραγμοποίησης από το Φλόυντ στη σεξουαλικότητα είναι ευφυέστατη, σίγουρα ο τρόπος που τη χρησιμοποιεί δεν είναι υπεράνω κριτικής. Το ίδιο ισχύει και για την αντίληψή του του καπιταλισμού σαν ολότητα. Ο Γάλλος Μαρξιστής Λουί Αλτουσέρ στο Διαβάζοντας το Κεφάλαιο άσκησε κριτική στο Λούκατς και σε άλλους για την ιδέα της ολότητας σύμφωνα με την οποία οι εξελίξεις σε ένα επίπεδο του καπιταλισμού εκφράζονται ταυτόχρονα σε άλλα επίπεδα. Οι καπιταλιστικοί κοινωνικοί σχηματισμοί στην πραγματικότητα δεν αναπτύσσονται μ’ αυτό το συγχρονισμένο τρόπο, είτε πρόκειται για διαφορετικά επίπεδα (οικονομικά και πολιτισμικά, για παράδειγμα) είτε για διαφορετικές περιοχές (Βόρεια Αμερική και Αφρική). Ο Φλόυντ μερικές φορές αγνοεί την ανισομέρεια της καπιταλιστικής ανάπτυξης και τη σχετική αυτονομία των διαφόρων επιπέδων.

   Για παράδειγμα, ο Φλόυντ δε δίνει καθόλου σημασία στη μικρότερη ταχύτητα και έκταση κατά την οποία η κατηγορία της ομοφυλοφιλίας αρχικά επηρέαζε τους άνδρες της εργατικής τάξης στη σύγκρουσή τους με τους μεσοαστούς (όπως σημείωσε ο Φουκώ και τεκμηρίωσε ο Τζώρτζ Τσώσνεϋ). Ισχυρίζεται ότι υπάρχει “μια εξελισσόμενη, ριζοσπαστική αβεβαιότητα σχετικά με το αν η αρσενική γκέι σεξουαλική πρακτική εκθηλύνει οποιονδήποτε από τους εμπλεκόμενους άνδρες”. Στην πραγματικότητα, αυτή η αβεβαιότητα υπάρχει βασικά σε μεταβατικές στιγμές ή χώρους, ανάμεσα σ’ ένα τρανς πρότυπο που επιμένει ότι η ομόφυλη πρακτική όντως εκθηλύνει τον ένα σύντροφο και σ’ ένα γκέι πρότυπο που επιμένει το ίδιο εμφατικά ότι δεν κάνει τίποτα τέτοιο. Ο Φλόυντ γράφει για το “ετεροσεξουαλικό πλέγμα” μέσα στο οποίο “η αρρενωπή ταυτότητα προϋποθέτει τον αποκλεισμό της επιθυμίας ενός αρρενωπού αντικειμένου”, αλλά είναι ακριβώς αυτό το πλέγμα που σταδιακά υποχώρησε τον 20ο αιώνα δίνοντας τη θέση του σ’ ένα εξίσου άκαμπτο γκέι/στρέιτ δίπολο, βάσει του οποίου ή μια στρέιτ γυναίκα ή ένας γκέι άνδρας μπορεί να επιθυμεί έναν αρρενωπό άνδρα.

   Ούτε αναγνωρίζει ο Φλόυντ τη δυσανάλογη σημασία του τρανς μεταξύ των φτωχών ανθρώπων των εξαρτημένων χωρών. Στις Ηνωμένες Πολιτείες επίσης, η τρανς πολιτική είναι όλο και περισσότερο πολιτική αιχμής του ΛΟΑΤ ακτιβισμού σήμερα. Αυτό φαίνεται να σημαίνει ότι οι κατηγορίες λεσβία/γκέι, μπάι και στρέιτ έχουν ήδη χάσει κάποια από την κεντρικότητά τους όσον αφορά την πολιτική του φύλου. Αλλά ο Φλόυντ δίνει στη σεξουαλικότητα του μεσοαστού γκέι άνδρα την πρωτοκαθεδρία στην προσέγγισή του και αγνοεί τα ανοίγματα του καπιταλισμού σε κρίση που κάνουν πιθανό το ξεκίνημα μιας μετατόπισης πολύ πέρα απ’ αυτήν.





Πηγή

Σχόλια