Ασημόνερα


ΠΩΛ ΒΕΡΛΑΙΝ                                                                  

ΣΑΤΟΥΡΝΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ     
 


ΑΣΗΜΟΝΕΡΑ



I

ΠΑΡΙΣΙΝΟ ΣΚΙΤΣΟ

Η σελήνη καπλάντιζε τις μπογιές του από τσίγκο
Από γωνίες λοξές.
Άκρες καπνού σε σχήμα σίγμα
Βγαίναν πυκνές και μαύρες απ' τις ψηλές σκεπές.

Ο ουρανός ήταν γκρι. Θρηνούσε ο βοριάς
Σαν φαγκότο.
Στα μακριά, ένας γάτος εχέμυθος και ριγηλός
Μιαούριζε μ' ένα παράξενο κι εκλεπτισμένο τρόπο.

Πήγαινα, εγώ, του θείου Πλάτωνα αναπολώντας την εικόνα
Και του Φειδίου,
Αχ, και της Σαλαμίνας και του Μαραθώνα,
Κάτω από τ' ανοιγόκλειστα μπλε μάτια των ραμφών του αερίου.

II


ΕΦΙΑΛΤΗΣ

Είδα μες τ' όνειρό μου να περνάει
-Τέτοια η αντάρα στ' ακρογιάλι,-
Στο 'να χέρι κρατώντας μια σπάθη
Και στ' άλλο μια μοδόκη,
Τον ιππότη

Που στις μπαλάντες των Γερμανών
Πάει απ' την πόλη στο χωριό,
Κι απ' το ποτάμι στο βουνό,
Κι από τα δάση στο λαγκάδι,
Εν αναβάτη

Πύρινη φλόγα και μαύρο του εβένου,
Χωρίς ηνίο, χαλινό ή γκέμι,
Ή χοπ! ή καμουτσίκι να καθέλκει
Μες την υπόκωφη βραχνάδα
Πάντα! πάντα!


Μεγάλος πίλος με μακρύ φτερό
Σκίαζε το μάτι του το φωτερό
Που σβήνει. Έτσι μες τον αχνό,
Λάμπει και χάνετ' η μπλε αστραπή
Σα να πυροβολεί.

Σαν τα φτερά ενός αετού
Που η θύελλα κάνει να ριγούν,
Στον αέρα με γραμμές χιονιού,
Το φόρεμά του ορθάμενο
Κροτάλιζε στον άνεμο,

Κι εφαίνετο ένδοξου ύφους
Ένα σώμα σκιάς και φιλντίσου,
Καθώς μέσα στη μαύρη νύχτα
Μες σε στριγκλιές διακρινόταν
Τριανταδύο δόντια.

III

ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ

Ο ηχηρός ωκεανός
Πάλλει στο μάτι εκείνης
Της πένθιμης σελήνης
Και πάλλει διαρκώς,

Ενόσο μι' αστραπή
Βίαιη και κακίστρα
Σπάει τα ουράνια γκρίζα
Μ' ένα ευκρινές ζικ ζακ μακρύ,

Κι η φουσκοθαλασσιά
Με σπασμώδικους σάλους
Επάνω στους υφάλους
Πάει, έρχεται, λάμπει και καλνά,

Και στο στερέωμα
ο τυφώνας πλανάται
Ο κεραυνός βρυχάται
Τρόμο σπέρνοντας.

IV

ΕΚΒΑΣΗ ΝΥΧΤΑΣ

Νύχτα. Βροχή. Ένας θαμπός ουρανός που λιανίζει
Σε λωρίδες και εύτακτους κύκλους τα ίχνη
Μιας πόλης γοτθικής που σβήνει στο γκρίζο αχανές.
Πεδιάδα. Μια αγχόνη γεμάτη κρεμασμένες σκιές
Σεινάμενες στ' άπληστο ράμφος των κίσσων
Χορεύτριες στο μαύρο αέρα αμίμητων ορχήσεων,
Με τα πόδια τους να 'ναι των λύκων τροφή.
Κάποιοι θάμνοι με διάσπαρτα αγκάθια, κάποιοι ιξοί,
Εγείροντας τη φρίκη του φυλλώματός τους αριστερά, δεξιά,
Στο βάθος φύλλωναν την ομιχλώδη ζωγραφιά.
Και ύστερα, περίγυρο τριών αιχμαλώτων
Πάει ξυπόλτους ένα τσούρμο δορυφόρων
Σε πορεία, ενώ το σιδηρούν τους δίκαιο, σα σίδερο αξίνας,
Λαμποκοπά σε πείσμα των σπαθιών της καταιγίδας!

V

ΓΕΛΟΙΟΙ

Οι γάμπες τους για κάθε υποζύγιο,
Στην όψη καλοί και χρυσοί,
Στο μονοπάτι το επικίνδυνο
Πάνε ρακένδυτοι και βλοσυροί.

Ο σοφός, με αγανάκτηση, τους εγκαλεί*
Ο δυσκοίλιος οικτίρει τα τρελά τους καπρίτσια*
Τους βγάζει γλώσσα το παιδί
Και τους πειράζουν τα κορίτσια.

Είναι πού 'ναι φαιδροί και γλοιώδεις
Και δίχως άλλο πονηροί,
Και μοιάζουν, όταν σουρουπώνει,
Σαν εφιάλτες ζωντανοί:

Είναι που, στις διάτορες χορδές τους
Περικουνώντας τον καρπό τους φρενιασμένα,
Τραγούδια λεν με τις βραχνές φωνές τους
Νοσταλγικά κι εξεγερμένα.

Είν' επιτέλους που στο κοίταγμά των
Κλαίει και γελά -πράμα ανιαρό-
Η αγάπη των αιώνιων πραγμάτων,
Και των νεκρών και των αρχαίων θεών!

- Άντε, γυρνάτε, αλήτες νύχτα-μέρα
Να μη σας πιάνει ούτε κατάρα ούτε καημός
Απ' τους γκρεμούς κι απ' τα βουνά πιο πέρα,
Εκεί που είν' ο παράδεισος τυφλός!

Η φύση είναι σύμμαχη του ανθρώπου
Να σας κάνει ξέρει καλά
Στην υπερήφανη μελαγχολία όπου
Βαδίζετε με το κεφάλι σας ψηλά.

Και, εκδικούμενη για σας τη βλασφημία
Των πιο μεγάλων και πιο φλογερών ελπίδων,
Το μέτωπό σας μελανιάζει στην αποπληξία
Των τρισκαταραμένων πραγματικοτήτων.


Σας καίει ο Γιούνης κι ο Δεκέμβρης τα ψαχνά
Μέχρι τα κόκαλά σας ξεπαγιάζει
Κι ο Φλεβάρης τα μέλη σας τρυπά
Και σαν καλάμια σπάζει.


Όλα σας προκαλούν θλίψη και αηδία,
Κι όταν το θάνατο κι εσείς θα βρείτε,
Τότε τα άρρωστα κουφάρια σας, τα κρύα
Θα τα περιφρονήσουνε κι οι λύκοι!



Σχόλια