Μελαγχολία

      


ΠΩΛ ΒΕΡΛΑΙΝ                                              
ΣΑΤΟΥΡΝΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ    


ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ
Στον Ερνέστο Μπουτιέ


Ι

ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ


Πολύ παιδί, πήγαινα ονειρεύοντας τον Κο-Ινόρ,
Πέρσια χλιδή και παπική,
Σαρδαναπάλια κι Ηλιογαβαλική!

Ο πόθος μου έπλαθε σε στέγη από χρυσό,
Μέσα σ' αρώματα, στης μουσικής τους ήχους,
Χαρέμια ατέλειωτα, φυσικούς παραδείσους!

Σήμερα, πιο ήρεμος μα εξίσου φλογερός,
Ξέροντας όμως τη ζωή κι ότι πρέπει αρεστή,
Όφειλα να κρατώ τη γλυκιά ταραχή,
Χωρίς να παραιτούμαι για πολύ ευτυχώς.

Έστω! από το δόντι μου γλιστρά το μεγαλείο,
Αλλά, φευ το αγάπημα και φευ το πουρί!
Κι εγώ πάντα μισώ την όμορφη γυνή,
Την εύκολη ρίμα και τον έμπιστο φίλο.

ΙΙ

NEVERMORE

Θύμηση, θύμηση, τι με θες; Το φθινόπωρο
Έκαν' η τσίχλα να πετά σ' εν αέρα υπότονο,
Κι ο ήλιος λόξευε τ' ακτίνισμα μονότονο
Πάνω απ' το δάσος το ξανθό όπου φύσημα κακόφωνο.

Ήμαστε μόνος και μόνη και βαδίζαμε ρεμβαστικοί,
Αυτή κι εγώ, στον άνεμο και σκέψη και μαλλί.
Ξάφνου, γυρνώντας προς εμένα βλέμμα που συγκινεί:
«Ποια η ωραιότερή σου μέρα;», έκαν' η ολόχρυση φωνή,

Γλυκιά και εύηχη φωνή, σαν κουδουνάκι αγγελικό.
Μ' ένα μικρό χαμόγελο της απαντώ,
Και τ' άσπρο χέρι της φιλάω, ευλαβικά.

- Αχ! τα πρώτα λουλούδια, ας είναι μυρωμένα!
Κι είθε να ηχεί τερπνό ψιθυριστά
Το πρώτο ναι από χείλη λατρεμένα!

ΙΙΙ

ΜΕΤΑ ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ


Έχοντας σπρώξει τη στενή και που τρεκλίζει θύρα,
Έκανα ένα περίπατο στον κήπο το μικρό
Που άστραφτε απαλά στο ηλιόλουστο πρωινό
Πλουμίζοντας τον κάθε ανθό μ' έναν υγρό σπινθήρα.

Όλ' απαράλλαχτα. Και τα ξανάδα: το ταπεινό σκιάδιο
Του τρελού αμπελιού με τις καρέκλες από ψίαθο...
Το συντριβάνι πάντα κάνει τον ίδιο αργεντίνικο ψίθυρο
Και η γέρικη λεύκα το συρτό της παράπονο.

Τα ρόδα σαν άλλοτε πάλλουν* σαν άλλοτε,
Μεγάλ' οι κρίνοι υπερόπτες στον άνεμο σιάζονται.
Κάθε πουλί περαστικό είναι γνωστό μου.


Όμοια ξαναβρήκα ορθή τη Βελλεδά
Που ο γύψος της γδέρνονταν στην άκρη του δρόμου,
- Λιγνή, μες την οσμή την άνοστη της ρεζεδά.

IV

ΕΥΧΗ

Αχ! τα πρώτα ερωτόλογα! οι αγάπες οι πρώτες!
Χρυσάφι των μαλλιών, ματιών το γαλάζιο, άνθος των σαρκών,
Και ύστερα, μες την οσμή των νέων κι ακριβών κορμιών,
Των χαδιών οι δειλίες οι αυθόρμητες!

Είν' αρκετά μακριά όλες αυτές οι ευδιαθεσίες
Κι όλες οι αφέλειες! Αλίμονο! ζητώντας όλες
Την άνοιξη της λύπης, διώξαν τους μαύρους χειμώνες
Της πλήξης μου, και της απέχθειας και της αμηχανίας!

Αφού να 'μαι μονάχος στο παρόν, βλοσυρό και μονάχο,
Βλοσυρό και ανέλπιστο, πιο ψυχρό κι από ένα γεράκο,
Κι ίδιο με του φτωχού ορφανού δίχως αδελφή μεγάλη.

Ω η γυναίκα με τη ζωογόνο αγάπη τη χαϊδευτική,
Γλυκιά, συλλογισμένη και μελαχρινή, που τίποτα δε τη διαβάλλει,
Και σας φιλά στο μέτωπο καμιά φορά, σαν το παιδί!

V

ΚΟΥΡΑΣΗ

A batallas de amor campo de pluma.
(GόNGORA.)


Της ηδονής, της ηδονής, της ηδονής!
Λίγο χαλάρωσε τις πυρετώδικες τροχιές, χαριτωμένη.
Όμοια στην υπεροχή της τέρψης κάποτε, βλέπεις, η ερωμένη
Πρέπει την ήρεμη εγκατάλειψη να 'χει της αδελφής.


Έσο περιπαθής, δώσε το υπνωτικό σου χάδι,
Ολόιδιες τις ανάσες και το βλέμμα σου το λαγγερό.
Εμπρός, η φθονερή αγκαλιά και με τον έμμονο σπασμό
Δεν είναι άξια για ένα καλό φιλί, έστω απάτη!

Αλλά μες τη χρυσή καρδιά σου, καθώς μου λες, παιδί μου,
Η άγρια παραφορά βούκινο πάει να γίνει!
Άσ' τηνα να σαλπίζει με την άνεση της, η ποταπή!

Βάλε το μέτωπο στο μέτωπό μου και μες στο χέρι μου το χέρι,
Κάνε όρκους απ' αυτούς που το αύριο διαψεύδει,
Κι ας θρηνούμ' ως τη μέρα, παράφορη μικρή!

VI


TO OIKEΙΟ ΜΟΥ ΟΝΕΙΡΟ

Κάνω συχνά αυτό τ' όνειρο, παράξενο που σε διαβρώνει
Μιας άγνωστης γυναίκας που την αγαπώ και μ' αγαπά,
Και που δεν είν', ούτε ακριβώς η ίδια, κάθε φορά,
Ούτε ακριβώς μια άλλη, και μ' αγαπά και με νιώθει.

Γιατί αυτή με νιώθει, κι η καρδιά μου, διαφάνεια
Μόνο γι' αυτήν, αλίμονο! παύει να είναι πρόβλημα
Μόνο γι' αυτή, και στο χλωμό μέτωπό μου το νότημα,
Μόνον αυτή ξέρει να το δροσίσει, με κλάματα.

Έχει μαύρα μαλλιά, ξανθά ή κόκκινα; - Αγνοώ.
Τ' όνομα της; θυμάμαι πως είναι γλυκό κι ηχηρό
Σαν των αγαπημένων που η ζωή τούς κατατρέχει.

Το βλέμμα της μοιάζει με βλέμμα αλώβητο,
Και, για φωνή, απόμακρη, κι ήρεμη, κι αυστηρή, έχει
Το σπάσιμο των ακριβών φωνών των αυτόχειρων.

VII

ΣΕ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ


Σε σας οι στίχοι αυτοί χάριν της καλοσύνης της παρήγορης
Των μεγάλων ματιών σας όπου κλαίει ή γελά εν όνειρο γλυκύ.
Χάριν της αγαθής κι αγνής ψυχής σας, σε σας οι
Στίχοι αυτοί από της άγριας μου τα βάθη εξαθλίωσης.

Είναι που αλίμονο! ο ειδεχθής εφιάλτης που με τριγυρνά
Δεν έχει ανάπαυση και πάει όλο μανία, τρέλα, ζήλο,
Πληθαίνοντας σα μια σύναξη λύκων
Που κρεμιούνται απ' την τύχη μου κι αυτή αιματοκυλά!

Ω υποφέρω, υποφέρω φριχτά, τόσο πολύ
Που ο πρώτος στεναγμός του πρώτου ανθρώπου
Κυνηγημένου απ' την Εδέμ μπρος στο δικό μου είν' εκλογή!

Και το όποιο ενδιαφέρον σας είν' όπως
- Αγαπητή, - τα χελιδόνια τ' ουρανού
Ενός απομεσήμερου Σεπτέμβρη χλιαρού.

VIII

ΑΓΩΝΙΑ

Φύση, τίποτα δικό σου δε με συγκινεί, ούτ' οι αγροί
Τροφοδότες, ούτ' η αργυρή ηχώ των σικελικών
Ειδυλλίων, ούτε οι πομπές των εωθινών,
Ούτ' οι οδυνηροί της φύσης εορτασμοί.

Περιγελώ την τέχνη, περιγελώ τον Άνθρωπο επίσης, ψαλμούς,
Στίχους, ελληνικούς ναούς, και πύργους σπειροειδείς
Που εκτείνουν στον κενό ουρανό οι καθεδρικοί,
Και βλέπω με το ίδιο μάτι καλούς και μοχθηρούς.

Δε πιστεύω στο Θεό, αρνούμαι κι εξομνύω
Κάθε σκέψη, κι όσο για την παλιά ειρωνεία,
Την Αγάπη, πολύ θα το 'θελα κανείς να μη ξαναμιλήσει.

Κουράστηκα να ζω έχοντας το φόβο του θανάτου, σα
Μπρίκι τζάμπα πάει όπου τ' αφρίσει και ξαφρίσει,
Η δική μου καρδιά για ναυάγια φτιαγμένη φριχτά.



Σχόλια